Η υποκρισία της οικονομικής Ακροδεξιάς

Του Αλέξανδρου Ντάσκα


Αν στα περίφημα word clouds του Ίντερνετ καταμετρούνταν οι περισσότερο χρησιμοποιηθείσες λέξεις στις ιστοσελίδες των κομμάτων, πολιτευτών, ΜΜΕ, ιστοσελίδων και blogs που υποστηρίζουν τη σημερινή υφεσιακή πολιτική, η δημοφιλέστερη λέξη θα ήταν οπωσδήποτε ο «λαϊκισμός». Με ακατάσχετη επαναληπτικότητα και μηδενική ευρηματικότητα οι λάτρεις του μονοδρόμου της λιτότητας αναμασούν ανάλογες λέξεις όπως «δυνάμεις της ευθύνης», «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», «απελευθέρωση της αγοράς». Σχεδόν εμμονικά επανέρχονται με ακριβώς το ίδιο λεξιλόγιο, σε όλες τις περιστάσεις, οποιοδήποτε και αν είναι το θέμα του άρθρου, της τοποθέτησης, του διαλόγου-παράλληλου μονολόγου. Οι τόσο υπέροχα αόριστοι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί μοιάζουν με τις τηγανητές πατάτες: πηγαίνουν με όλα και συμφέρουν.


   Μία τόσο υπεροπτική στάση θα μπορούσε να εκληφθεί ως ελιτισμός. Ο ελιτισμός όμως προϋποθέτει μία γνήσια ή έστω μέτρια προσπάθεια διάκρισης της σκέψης, έστω κι αν αυτή καταλήγει στα πλαίσια του ως αυτοσκοπός, ως ναρκισσιστικό διαβατήριο στα Ηλύσια Πεδία του πνεύματος, ως απόλαυση της περίτεχνης φλυαρίας και υποτίμηση εκείνου που δεν επιδιώκει να αναδειχθεί με παρόμοια κραυγαλέα επιδεικτικότητα. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τέτοιου είδους επιχειρούμενες ατομικές υπερβάσεις. Η πενιχρότητα της σκέψης εκφράζεται από τη μονότονη, σχεδόν ανοϊκή επανάληψη χαρακτηρισμών και ετικετών που διεκδικούν την επιβεβαίωση τους μέσα από την πληθώρα των επαναλήψεων και τα αλληλοσυγχαρητήρια του γνωστού κυκλώματος δημοσίων προσώπων και ομοφρόνων, που αφού δικαιολογημένα αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία των πολιτών για τον αντικοινωνικό τους ρόλο, βρίσκουν ανακουφιστική παραμυθία στην κολακεία.


   Το αμάρτημά τους δεν είναι άλλο από τον λαϊκισμό, το μόνιμο καταφύγιο της Ακροδεξιάς ή και οποιουδήποτε άλλου χώρου υιοθετεί το ήθος της, ανεξαρτήτως αν αυτοχαρακτηρίζεται δεξιό ή αριστερό. Οικονομική ακροδεξιά εν προκειμένω, πολιτισμένη με γραβάτα και κολλάρο, που όμως δεν δυσκολεύτηκε να γεννήσει την χρυσή εφεδρεία της, την φασιστική Ακροδεξιά. Ο λαϊκισμός συνίσταται στην ουσία στην κολακεία της κοινής γνώμης, στην ικανοποίηση ενστίκτων αντί του Λόγου, στην αδιαφορία για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πατρίδα και την κοινωνία, για την βιωσιμότητα, χρησιμότητα και χρηστότητα της πρότασης. Η έννοια έχει κακοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα να περιγράφεται κάθε πρόταση που ευνοεί την πλειοψηφία αντί της ολιγαρχίας ως λαϊκισμός. Η κοινή γνώμη δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί το σύνολο της κοινωνίας. Μπορεί κάλλιστα να συνίσταται μόνο στο ακροατήριο του δημοσιολογούντος, στο target group όπως αρέσκονται να το αναφέρουν στη γλώσσα του μάρκετινγκ που λατρεύουν. Και βέβαια το target group του «μνημονιακού» στρατοπέδου δεν είναι άλλο από το τμήμα εκείνο της κοινωνίας που ευνοείται από την υφεσιακή κατάσταση. Το τμήμα εκείνο που για διάφορους λόγους, όχι σπάνια ασύμβατους με τη νομιμότητα, είτε επισυσσώρευσε καταθέσεις είτε κατέχει μέσα παραγωγής και επιχειρήσεις, είτε αμείβεται μεν με μισθό, αλλά είναι σε προνομιακή σχέση (διευθυντική, εξ απορρήτων ή άλλη) σε σύγκριση με άλλους εργαζομένους-ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει.


    Το τμήμα εκείνο τελεί σε επίγνωση ότι τα μέτρα που πρωθεί ή υποστηρίζει είναι άδικα και ενίοτε απάνθρωπα για πολλούς συμπολίτες τους. Ο λαϊκισμός του «μνημονιακού»  έγκειται στην παροχή μίας ανώδυνης διεξόδου, αντί της αυτοκριτικής (αφού μάλιστα αυτό το τμήμα που συγκέντρωσε τον πλούτο έχει δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση της χώρας, μέσα από την εγωιστικά πλεονεκτική, ανήθικη ή ακόμα και παράνομη διαδικασία απόκτησης). Τίθεται με τον τρόπο αυτό στο στόχαστρό τους η ίδια η κοινωνία, αποπροσανατολίζοντας από τις οικείες ευθύνες.


    Χαρακτηριστικό αυτής της μερίδας είναι η επιλεκτική ευαισθησία. Άφθονες οι κραυγές για τα (όντως απαράδεκτα) πλαστά επιδόματα τυφλότητας, ή για την μικρή παραβατικότητα, ως να ανακουφίζονται που βρίσκουν κάτι να επιρρίψουν στα θύματα της πολιτικής τους (μέσα από την αγαπημένη τους γενίκευση), σαν να διασκεδάζουν συσσωρευμένες ενοχές τους. Όσο για την παραβατικότητα του “λευκού κολλάρου”, την εγκληματικότητα τραπεζιτών, πολιτικού κατεστημένου ή καρτελοποιημένων-μαφιόζικων ψευτοεπιχειρηματιών του μεταπρατισμού και της διαπλοκής, εκεί τηρούν σιγή ιχθύος. Προβάλλουν το (θρασύτατο στη βάση του) πρόσχημα: “Η μικρή παραβατικότητα μπορεί να έχει μεγαλύτερο οικονομικό εκτόπισμα από την παραβατικότητα των προνομιούχων”. Ή “1000 δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να κλέβουν περισσότερα από έναν τραπεζίτη”, χωρίς να ερυθριούν για το ότι ουδέποτε στόχευσαν αυτόν τον δυσανάλογα ισχυρό βλαπτικό, όσο 1.000 συνάνθρωποί του, αλλά ούτε και εισηγούνται την τιμώρηση των 1.000 δ.υ. που έκλεψαν, αλλά όλων των υπαλλήλων ανεξαιρέτως, επιτρέποντας μέσα από τη διάχυση ευθυνών στους υπαιτίους να διαφύγουν! (Προβαίνουν σε έναν διαχωρισμό της κοινωνίας ξεδιάντροπα, συμψηφίζοντας: ευτυχώς ακόμη δεν έχουν αθωώσει τον Χίτλερ, αφού το έγκλημα των μαύρων γκέτο στις ΗΠΑ μπορεί σε 20 χρόνια να πλησιάσει τον αριθμό των θυμάτων του.)


   Πέρα από το ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός, ελλείψει στοιχείων (ή παραγνωρίζοντας μη βολικά στοιχεία, όπως τα δισ. μαύρου χρήματος που εντοπίζουν αλλοδαπά ινστιτούτα στο Der Spiegel) είναι αυθαίρετος και μένει απλώς στο αμφίβολης αξίας επίπεδο της „διαίσθησης“, η επίκεντρωση στο μαύρο χρήμα της διαπλοκής και των οικονομικά ισχυρών, δεν είναι καν ανάλογη με το οικονομικό αντικείμενο που της αποδίδουν. Είναι ανύπαρκτη! (Εκτός κι αν είναι πολιτικά εκμεταλλεύσιμη, μπορεί να αποδοθεί με λογικά βήματα ή άλματα στον πολιτικό αντίπαλο.) Αρνούνται πεισματικά να εντοπίσουν και να ασχοληθούν με περιπτώσεις στοιχειοθετημένης πολιτικής διαφθοράς (π.χ. το χάρισμα δημοσίου χρήματος σε πτωχευμένες τράπεζες υποδίκων σε βαθμό κακουργήματος τραπεζιτών, ή η κερδοσκοπία πολιτικών και συγγενών τους σε βάρος της Ελλάδας με τα περίφημα CDS). Λογικά, αφού οι πρωταγωνιστές είναι οι πολιτικοί εκφραστές τους ή σύμμαχοί τους, χωρίς βέβαια να λαμβάνουν υπ’ όψιν υπερβολικά ηθικολογικές, κατά τη γνώμη τους, παραμέτρους όπως  το κοινωνικό παράδειγμα που αυτοί θέτουν.


   Ταυτόχρονα βέβαια, και ανακόλουθα κατά την αγαπημένη συνήθειά τους, επιστρατεύουν την ηθικολογία, όταν πρόκειται να εκφράσουν το μίσος τους προς την κοινωνία. «Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ο λαός της» αποφαίνονται και αντιμετωπίζουν τις περικοπές περίπου σαν τη Θεία Δίκη και τους εαυτούς τους ως «μάστιγα του Θεού», κατά μίμηση του Αττίλα. Η προτεσταντική δικανική αντίληψη περί αμαρτίας και κάθαρσης διά του πόνου είναι μία από τις βασικές παραμέτρους της νεοφιλελεύθερης μυθολογίας. Η άλλη είναι το δόγμα της «δημιουργίας μέσα από την καταστροφή», του «σοκ και δέους» που αναμορφώνει και ανατάσσει κοινωνίες. Πλήρως μεταφυσικές έννοιες, αίολες, αστήρικτες με επιστημονικά κριτήρια, αντιφάσκουσες με διεθνείς εμπειρίες. Μία παραθρησκευτική τελετουργία διανθισμένη με πλούσιο λαϊκισμό και ψευδοεπιστημοσύνη, με προνομιούχο ιερατείο της νεοφιλελεύθερης θεοκρατίας, αυτονοήτως, τους ίδιους. Που φανερώνει βεβαίως ότι το όραμά τους δεν είναι η εξυγίανση του κράτους, όπως υποκριτικά διατείνονται, αλλά ο κολασμός, η βλάβη των πολλών.Υποκαθιστούν το ποινικό δίκαιο με την οικονομική πολιτική...!


    Δεν είναι επομένως να απορεί κανείς με την πεισματική άρνηση τους να συνομιλούν συγκεκριμένα επί δεδομένων, επί αριθμών, επί αντικειμενικά μετρήσιμων εννοιών. Η κολακεία του κοινού τους, η επιλεκτικότητα στην μεταχείριση όμοιων ή αντιστρόφως ανόμοιων καταστασεων, ο δογματισμός ερήμην στοιχείων συνοδεύονται από επίμονες, σχεδόν κωμικές επικλήσεις στον «ορθολογισμό», στην «επιστήμη». Συχνά δε κατασκευάζουν εξωφρενικά σχήματα κοινωνικών δομών, πρωτοφανείς και καταγέλαστες ψευδοκοινωνιολογικές προσεγγίσεις, όπου ο συνδικαλιστής, ο παπάς, ο σατυρικός ηθοποιός, ο εργαζόμενος  είναι απείρως ισχυρότεροι του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης, των κρατικών μηχανισμών, του κεφαλαίου και της εργοδοσίας και επομένως υπεύθυνοι για όλη την κακοδαιμονία... Ο,τιδήποτε έφραζε το δρόμο της βουλιμίας τους για εξουσία, ο,τιδήποτε τους γεννούσε την αντιπάθεια και την εμπάθεια ανάγεται σε πανίσχυρο και υπεύθυνο και εκείνοι, λάτρεις κατά τα άλλα της ανάληψης ευθυνών (με κόστος άλλων), ως δύσμοιροι εκφραστές της αδύναμης κυβέρνησης και του κράτους, δεν μπορεί παρά να είναι "επαναστάτες“ απέναντι στην τυρρανία τους. Στο κράτος που οραματίζονται, θέση έχουν μόνο όσοι σκέφτονται όπως οι ίδιοι (δηλαδή, και με βάση το κοινωνικό πρόσημο της σκέψης τους, πολύ βολικά, μόνο οι ίδιοι). Οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να μάθουν την αξία της "ιεραρχίας“ και της τάξης, αφού η ινδουιστικού τύπου κάστα τους, τους σημαδεύει εφ’ όρου ζωής (να αποτέλεσαν άραγε έμπνευση οι ανατολικές φιλοσοφίες που ορισμένοι εξ αυτών προωθούν απέναντι στο "σκότος της χριστιανικής αμάθειας“;)


  Εν ολίγοις, οι λαϊκιστές του Μνημονίου εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά μίας ακροδεξιάς σέκτας. Η δε υποκριτική, εμμονική και επανειλημμένη χρησιμοποίηση εκ μέρους τους υποτιμητικών εννοιών για τους αντιπάλους τους οφείλεται στην εν τέλει συνειδητή ταύτιση μαζί τους. Όσο περισσότερο κραυγάζουν, τόσο περισσότερο αυτοπεριγράφονται.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply