Η εκδίκηση της πραγματικότητας

Του Αλέξανδρου Ντάσκα



 Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς ορισμένων ΜΜΕ, η κονιορτοποίηση του δικομματικού πολιτικού σκηνικού της Μεταπολίτευσης που σήμερα βιώνουμε είχε εγκαίρως προβλεφθεί και επισημανθεί ήδη από την εποχή της υπογραφής του πρώτου Μνημονίου. Είχαμε εισέλθει σε μία εποχή που χαρακτηριζόταν ταυτόχρονα από οξυμμένο ταξικό ανταγωνισμό (ο οποίος ως συνήθως, προκαλείται από την επίθεση της άρχουσας τάξης προς τα λαϊκά στρώματα), αλλά ταυτόχρονα και από μία επίθεση συνολικά εναντίον της χώρας από αλλοδαπά συμφέροντα, όπως άλλωστε είναι το σύνηθες για κράτη του μεγέθους της Ελλάδας, και με δεδομένες τις γεωπολιτικές της ιδιαιτερότητες.


   Ο διττός χαρακτήρας της αναμέτρησης προσδιορίζει και εξηγεί τις ανακατατάξεις τόσο στο εσωτερικό της «Δεξιάς», χώρου συνδεδεμένου στη Μεταπολίτευση με εθνικά συνθήματα, όσο και της «Αριστεράς» ως χώρου κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής χειραφέτησης των λαϊκών τάξεων, (αν μπορούσαμε με κάποια αδρομέρεια να χωρίσουμε το πολιτικό σκηνικό σε δύο αντίρροπα φάσματα) αλλά και στους μεταξύ τους συσχετισμούς. Η ταξική φύση του Μνημονίου, που διατάραξε την ειρήνευση των μεταπολιτευτικών χρόνων, αποξένωσε σε μεγάλο βαθμό τα λαϊκά στρώματα από το σαθρό, διεφθαρμένο και φαυλοκρατικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που κυριαρχούσε στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία. Η πραγματικότητα εκδικήθηκε, δίνοντας τέλος στα ψευδεπίγραφα πολυσυλλεκτικά κόμματα της μεταπολίτευσης, των οποίων συνεκτικός ιστός υπήρξε κυρίως το δέος ενώπιον της παραδοσιακής ισχύος τους, αλλά και η ιδιοτέλεια, η πρόσβαση στην εξουσία και στα πάσης φύσεως προνόμιά της.



   Ιδίως στο ΠΑΣΟΚ, που παραδοσιακά εκπροσωπούσε μισθωτούς και νοηματοδοτείτο ως σοσιαλιστικό, αλλά κατέληξε ελέω διαπλοκής και κομματικοποίησης του κράτους να ανταγωνίζεται σε καπιταλιστική ακρότητα τους νεοφιλελεύθερους, η εκ μέρους του πυροδοτηθείσα επίθεση στον δημόσιο τομέα, αλλά κυρίως στην εν γένει μισθωτή εργασία, συνδυάστηκε με την απαξίωση του παλαιού δικομματισμού ως αποτέλεσμα της διαπλοκής του με μεγάλα παρασιτικά οικονομικά συμφέροντα και μεταπράτες επιχειρηματίες. Είχε τελική συνέπεια να απομείνουν στους κόλπους του κατά βάσιν τα πλουτοκρατικά στοιχεία, μαζί με λίγους παραδοσιακούς ψηφοφόρους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ενωτικό σχήμα ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού λαϊκού χώρου ευνοήθηκε και αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ συγκροτώντας τον δεύτερο πόλο ενός νέου δικομματισμού.  Η ΔΗΜΑΡ καλύπτει τον ίδιο χώρο με το νέο πλουτοκρατικό ΠΑΣΟΚ, χωρίς να βαρύνεται με το παρελθόν φαυλότητας της ΠΑΣΟΚικής διακυβέρνησης. Σταθερά προσανατολισμένη προς τον δυτικισμό, το κεφάλαιο (αν και με κάποια μετριοπάθεια σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ), την αποικιοποίηση και τον εθνικό και θρησκευτικό αποχρωματισμό της ελληνικής κοινωνίας, ευθυγραμμίζεται συχνά με την καινοφανή οικονομική Ακροδεξιά του ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού.


   Αλλά και στη Νέα Δημοκρατία, την εξίσου απαξιωμένη από τη διαφθορά στελεχών της με το ΠΑΣΟΚ, για τους ίδιους περίπου λόγους τα λαϊκότερα στοιχεία εγκατέλειψαν το κόμμα και εγκαταστάθηκαν στους Ανεξάρτητους Έλληνες και στη Χρυσή Αυγή. Το κόμμα δεν κατόρθωσε να θεραπεύσει την αντίφαση ανάμεσα στον πατριωτισμό που ευαγγελιζόταν και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας που επέβαλλε στην πράξη, εν ονόματι του ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Και τούτο μάλιστα σε αντίθεση με τις μόλις προ πενταετίας ορθής έμπνευσης πλην ασυντόνιστες, αποσπασματικές, ημιτελείς και εν τέλει καταστροφικές προσπάθειες του Κ. Καραμανλή, που επιχείρησαν να την απελευθερώσουν από τον θανάσιμο εναγκαλισμό ξένων δυνάμεων. Ως προς τη Χρυσή Αυγή, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αντλεί τη δεξαμενή των ψήφων της μόνο από τη ΝΔ αλλά εξίσου και από το ΠΑΣΟΚ, (όπως βέβαια και από την παλαιά βάση του ΛΑΟΣ, που με τη σειρά του προέκυψε από διάσπαση της ΝΔ), γεγονός που επιμαρτυρεί την συγγένεια πρακτικών (και) του ΠΑΣΟΚ με τον αυταρχισμό. Ο μικρότερος βαθμός αποσύνθεσης της ΝΔ οφείλεται κυρίως στο παραδοσιακό αίσθημα των κατά βάσιν γηραιότερων ψηφοφόρων της, που τους καθιστά πιο δυσκίνητους εκλογικά, αλλά και στον φόβο που προκάλεσε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, ως περισσότερο ριζοσπαστικού αριστερού πόλου. Η αντοχή της όμως δοκιμάζει τα όριά της, όσο η διακυβέρνηση της ΝΔ χαρακτηρίζεται από σαφή αντιλαϊκή τάση και ταξικότητα, στρεφόμενη και κατά μέρους των ψηφοφόρων της, ενώ ταυτόχρονα η Χρυσή Αυγή καλύπτει τον αντιαριστερό ρεβανσισμό μίας μερίδας του δεξιού ακροατηρίου.


   Οι δύο παρατάξεις επομένως εκφράζουν δύο διαφορετικούς κόσμους. Στη μία πλευρά, τα κόμματα της τρικομματικής κυβέρνησης, λησμονώντας τις αλληλοκατηγορίες για τη διαφθορά που τα δύο μεγαλύτερα εξ αυτών  υπέθαλψαν και που τελικά οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία, αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των προνομιούχων, του μεγάλου κεφαλαίου, του παρασιτικού πλουτισμού που ευημέρησε επί 38 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τους ίδιους, καθώς και της εξάρτησης από το εξωτερικό, της μόνιμης εθνικής καχεξίας, της δημογραφικής και πολιτισμικής αλλοίωσης. Αντικαθιστούν το σαθρό κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης με μία βαρβαρότητα που υποσκάπτει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα και με θύματα όσους είχαν τη μικρότερη ευθύνη για το εθνικό αδιέξοδο. Απέναντι τους βρίσκονται σχηματισμοί με λαϊκό υπόβαθρο, πλην όμως ετερόκλητοι. Όχι μόνο τους χωρίζουν βαθειές διαφορές, αλλά αντί να επικεντρώσουν τα πυρά τους στο ήδη σχηματισμένο και μορφοποιημένο κυρίαρχο στρατόπεδο, βρίσκονται σε οξύτατη διαμάχη μεταξύ τους. Η αναχαίτιση όμως της βίαιης επίθεσης που υφίσταται τόσο το έθνος όσο και ο λαός μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους της αντιπολίτευσης του λαϊκού χαρακτήρα ως ενοποιητικού στοιχείου της. Εάν το συμφέρον της ολιγαρχίας ένωσε τη ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, το συμφέρον της πατρίδας, μίας έννοιας άρρηκτα συνδεδεμένης με τον Λαό παρά με τον ολιγαρχικό κοσμοπολιτισμό, επιτάσσει την ένωση των λαϊκών πατριωτικών με τις λαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις, σε ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα συνδυάζει την αταλάντευτη υπεράσπιση και εμβάθυνση του δημοκρατικού πολιτεύματος με την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτισμικής αυτονομίας του ελληνικού έθνους. Σε διαφορετική περίπτωση, η κορύφωση της εθνικής τραγωδίας, με τη μορφή είτε της κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, που το εγχώριο και αλλοδαπό σύστημα μεθοδεύει σταθερά τα δύο τελευταία χρόνια, είτε μίας εξωτερικής επιβουλής κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας μοιάζει η μόνη ορατή κατάληξη.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply