Το βαρύ τίμημα της δειλίας




210
του Βασίλη Βιλάρδου
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τα μέτρα 3,6 δις € που φαίνεται πως συμφωνήθηκαν ή το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% που δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί – εκτός εάν γίνει πετρελαιοπαραγωγός χώρα, όπως η Νορβηγία. Δεν είναι ούτε η εξασφάλιση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της με ένα τέταρτο μνημόνιο – αφού ασφαλώς η αναφορά του κ. Σόιμπλε, σύμφωνα με την οποία θα δανεισθεί η χώρα από τις αγορές το 2018 αποτελεί ένα κακόγουστο ανέκδοτο, επειδή ακόμη και αν τα κατάφερνε, τα επιτόκια θα ήταν εξωπραγματικά.

Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ούτε η σημερινή κυβέρνηση με την έννοια πως, όσον αφορά την πολιτική της υποτέλειας, των υποκλίσεων και των μνημονίων, δεν διαφέρει καθόλου από την αξιωματική αντιπολίτευση – η οποία, ακόμη χειρότερα, θεωρεί πως η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, αρκεί για να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση.
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η μηδενική πιστοληπτική της ικανότητα τόσο όσον αφορά το κράτος, όσο και τον ιδιωτικό τομέα – όπως ακριβώς συνέβαινε με τη Γερμανία το 1951/53, όπου όμως ο στόχος τότε των αμερικανών που ηγούνταν των διαπραγματεύσεων δεν ήταν η πληρωμή των υποχρεώσεων της με κάθε τρόπο, αλλά η επιστροφή της σε μία δυναμική πορεία ανάπτυξης, μέσω της ανάκτησης της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Ως εκ τούτου, η λύση του προβλήματος της Ελλάδας είναι η ίδια: η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της έτσι ώστε να γίνει εφικτή μία ανάλογη του ιδιωτικού, η εξυπηρέτηση του υπολοίπου με ρήτρα εξαγωγών, καθώς επίσης ένα σχέδιο Marshallγια την επανεκκίνηση της οικονομίας της – την οποία κατέστρεψαν οι δανειστές της, προκαλώντας της ζημίες άνω του 1 τρις €. Μόνο έτσι θα μπορούσε να ανακτηθεί η χαμένη πιστοληπτική της ικανότητα, οπότε να πάψει να ευρίσκεται στον ορό των πιστωτών της.
Δυστυχώς όμως, ο σκοπός των δανειστών της, της γερμανικής κυβέρνησης δηλαδή που ηγείται των διαπραγματεύσεων, όπως η αμερικανική το 1953, δεν είναι η επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη – όπως συνέβαινε με τη Γερμανία το 1953. Αντίθετα ο στόχος τους είναι η ολοκληρωτική λεηλασία της, η μετατροπή της σε πλήρη αποικία χρέους, καθώς επίσης η χρησιμοποίηση της για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους «σε σιγανή φωτιά» – έτσι ώστε να παραμένει χαμηλή η ισοτιμία του ευρώ, να αυξάνει τα πλεονάσματα και την ισχύ της η Γερμανία, να την υπακούουν τυφλά οι «εταίροι» της κοκ.
Κάποια στιγμή βέβαια είναι εξαιρετικά πιθανόν να διαδραματίσει η Ελλάδα το ρόλο της Ιφιγένειας – να θυσιαστεί δηλαδή, για να αποτελέσει «παράδειγμα προς αποφυγή» όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να μην αντιδρούν στην απομύζηση τους από τη Γερμανία ή/και στην οικονομική κατοχή τους.
Συνεχίζοντας, ένας επί πλέον σκοπός των δανειστών της Ελλάδας, είναι η χρησιμοποίηση της για την απόκρυψη των μεγαλύτερων προβλημάτων της Ευρωζώνης – αφού δεν εξηγείται διαφορετικά η μανιώδης απασχόληση τους με το ελληνικό πρόβλημα, όπως πρόσφατα στη Μάλτα, όταν το πολύ μεγαλύτερο ιταλικό οικοδόμημα είναι έτοιμο να γκρεμιστεί.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ιταλίας, το «Target 2» έλλειμμά της, οι υποχρεώσεις της δηλαδή απέναντι στην ΕΚΤ, έφτασαν στα 420 δις € το Μάρτιο, από 386 δις € το Φεβρουάριο – σε επίπεδα ρεκόρ λοιπόν αφού στο ζενίθ της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, το 2012, το αντίστοιχο έλλειμμα ήταν «μόλις» 290 δις € (γράφημα).

209
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ελλείμματος Target 2 της Ιταλίας.
.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως ο διοικητής της ΕΚΤ, απαντώντας σε ερώτημα ευρωβουλευτών του κόμματος των «πέντε αστέρων» που τάσσεται υπέρ της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ είχε ισχυρισθεί ότι, σε περίπτωση επιστροφής της χώρας στη λιρέτα θα έπρεπε να πληρωθεί το συγκεκριμένο ποσόν – οπότε το θεωρεί ως δανειακή υποχρέωση της, παρά το ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα Target 2 της Ιταλίας έχει φτάσει στο 25% του ΑΕΠ της από 22% τον Ιανουάριο, ενώ της Ισπανίας στο 30% – σε επίπεδα δηλαδή κατά πολύ υψηλότερα από το 2012, κυρίως λόγω της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Με δεδομένο δε το ότι, τα ελλείμματα αυτού του είδους αποτυπώνουν μεταξύ άλλων το ρίσκο χρεοκοπίας μίας χώρας, η κατάσταση της Ιταλίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη – ενώ, εάν προσθέσει κανείς τα ομόλογα της που κατέχονται από ξένους επενδυτές, ύψους περίπου 710 δις €, τα κόκκινα δάνεια των ιταλικών τραπεζών που υπερβαίνουν τα 350 δις €, καθώς επίσης τα εξωτερικά χρέη των επιχειρήσεων της που αγγίζουν τα 700 δις €, θα διαπιστώσει πως η χώρα ευρίσκεται κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Πόσο μάλλον όταν μόνο οι τόκοι του δημοσίου χρέους της ανέρχονται στο 5% του ΑΕΠ της ετήσια, παρά το ότι τα επιτόκια δανεισμού της διατηρούνται τεχνητά χαμηλά από την ΕΚΤ – όταν της Ελλάδας είναι της τάξης του 3% του ΑΕΠ της.
Περαιτέρω στην Ελλάδα, είναι προφανές ότι οι δανειστές της δεν πρόκειται ποτέ να τη βοηθήσουν να ανακτήσει την πιστοληπτική της ικανότητα, έτσι ώστε να επιστρέψει σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης – έχοντας απέναντι τους κυβερνήσεις που δεν είναι αποφασισμένες να το διεκδικήσουν. Ειδικά όταν τόσο αυτές, όσο και ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων δεν φαίνονται πρόθυμοι να ρισκάρουν τη σύγκρουση – φοβούμενοι πως δεν θα υπάρχουν γάζες στα νοσοκομεία, ινσουλίνη στα φαρμακεία, βενζίνη στα πρατήρια και χαρτί υγείας στα σούπερ μάρκετ.
Επομένως η κυλιόμενη χρεοκοπία θα συνεχίζεται, η χώρα θα λεηλατείται σταδιακά, οι συντάξεις και οι μισθοί θα μειώνονται, οι υποδομές θα καταρρέουν (έως ότου καταλήξουν σε εξευτελιστικές τιμές στην ιδιοκτησία των ξένων), οι φόροι θα αυξάνονται, η ιδιωτική περιουσία θα οδηγείται με τη βοήθεια των καταθέσεων και των πλειστηριασμών (με ενδιάμεσο σταθμό το κράτος και τις τράπεζες) στους δανειστές, οι γάζες στα νοσοκομεία θα υπερχουν μεν αλλά θα είναι είδος πολυτελείας, η ινσουλίνη, η βενζίνη και το χαρτί υγείας επίσης, ενώ οι Έλληνες θα φοβούνται όλο και περισσότερο τη σύγκρουση – κατηγορώντας όλο και πιο πολύ τις εκάστοτε κυβερνήσεις τους, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα θα εκτελούν τις δικές τους εντολές, αντιλαμβανόμενες τους δικούς τους φόβους.
Λύσεις βέβαια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν (άρθρο). Εν τούτοις, προϋποθέτουν έναν αποφασισμένο λαό και όχι έναν φοβισμένο – υπενθυμίζοντας ότι, «κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι μπορούν να ποδοπατήσουν έναν φοβισμένο λαό». Επίσης πως όταν ένας λαός είναι πραγματικά αποφασισμένος, ευρίσκεται πάντοτε ένας ικανός ηγέτης που θα εφαρμόσει τις επιθυμίες του σωστά – ποτέ το αντίθετο.
Όμως, όταν ο φόβος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων είναι τόσο μεγάλος, ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους θύτη και όχι θύμα, κατηγορώντας την ίδια τους τη χώρα όσο κανένας άλλος λαός στον πλανήτη, δεν υπάρχει καμία λύση και κανένα μέλλον – οπότε δεν πρέπει να είναι κανείς αιθεροβάμων, ούτε να πιστεύει σε θαύματα

ΠΗΓΗ:

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply