Η περιοχή του Μουσείου μπορεί να κρίνει το αύριο

Καρυάτιδα στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου 4, στο Μουσείο.


Toυ Νίκου Βατόπουλου

​​Aνάμεσα στα σταθμευμένα πούλμαν, είχα ακριβώς απέναντι το σπίτι της οδού Βασιλέως Ηρακλείου 4. Πίσω μου, η πλαϊνή είσοδος στον Κήπο του Μουσείου, αριστερά μου η Πατησίων, δεξιά μου η Μπουμπουλίνας. Βρισκόμουν στην καρδιά μιας κορυφαίας στιγμής της Αθήνας, που σήμερα έχει μείνει ως ίχνος. Παραμένει αμφίβολο αν η περιοχή «Μουσείο» ανακαλεί κάτι ιδιαίτερο στους Αθηναίους του σήμερα, αν το άκουσμα της πλατείας Αιγύπτου προκαλεί θερμούς συνειρμούς και αν η θέα των αρχοντικών που έμειναν και των πολυκατοικιών που με την αρχοντιά τους ξεχωρίζουν προκαλεί την περιέργεια.
Παραμένει, δηλαδή, ανοικτό το ερώτημα αν η περιοχή γύρω από το Μουσείο, η περιοχή, δηλαδή, που ώς τα πρόσφατα χρόνια ήταν περιζήτητη και προνομιούχος, θέτει ένα ζήτημα αστικής αναζωπύρωσης για το αύριο. Με θλίψη είχα διασχίσει τον Κήπο του Μουσείου, δεν χρειάζεται κανείς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Είχα, επίσης, περπατήσει περιμετρικά του Πολυτεχνείου, Πατησίων, Στουρνάρη, Μπουμπουλίνας, Τοσίτσα. Αναρωτιόμουν, απλώς.
Αλλά η θέα του σπιτιού της Βασιλέως Ηρακλείου λειτούργησε σαν αντίβαρο. Ολοι οι δρόμοι ολόγυρα, Ρεθύμνου, Μετσόβου, Ηπείρου, Ιουλιανού, Χέυδεν, έχουν τη μεγαλύτερη πυκνότητα «αστισμού», που μπορεί κανείς να βρει στην Αθήνα, με κορύφωση στη Μαυρομματαίων, και από εκεί στην Κοδριγκτώνος και τη Δροσοπούλου. Είναι ένας οδηγός για το πώς μια πόλη οδηγείται ανοδικά δημιουργώντας συγκεντρώσεις κεφαλαίου, πυκνώσεις αισθητικής ποικιλίας και φυγές κοινωνικής κινητικότητας. Μάρτυρες τα κτίρια: από τις νεομπαρόκ ασκήσεις ύφους του 1910 ώς τον βαθύ εκλεκτικισμό του 1920 και από εκεί στον ατόφιο μοντερνισμό του 1935 και στην αστική αυτοπεποίθηση του 1955. Είναι μια χοάνη κοινωνικής ιστορίας. Αλλά αυτή η στιγμή στην Ιστορία δεν συνέβη κάπου μακριά, ούτε συνέβη στα βάθη των αιώνων. Συνέβη στη δική μας πόλη, λίγες δεκαετίες πίσω.
Το σπίτι της Βασιλέως Ηρακλείου, με έναν απόηχο νεωτερισμού στα μεγάλα ανοίγματα των παραθύρων αλλά και με άγκυρα στην κλασική παράδοση της Αθήνας, είναι αυτό που θα έλεγε κανείς ευγενές. Και το λέω αυτό γιατί πολλά από τα σπίτια της μεταβατικής περιόδου 1915-1930 είχαν κατηγορηθεί για αισθητικές ακροβασίες που διατάρασσαν τον κλασικό αθηναϊκό κανόνα και κατέληγαν στη «βαρβαρότητα» και την «ασχημία» – όπως έλεγαν τότε οι συντηρητικοί κριτές. Ασχέτως αν με την πάροδο του χρόνου οι ανισότητες εξομοιώθηκαν και οι παραφωνίες γλύκαναν. Εμεινε η επίγευση μιας ατμόσφαιρας πόλης και η ανάγκη για ένα σύμφωνο συμβίωσης για όλους, νεωτεριστές και συντηρητικούς.
Αν σταθεί κανείς σήμερα στην πλατεία Αιγύπτου, θα νιώσει αυτό το βάθος. Παρότι, πολλά από τα ατμοσφαιρικά σπίτια του 1920 έχουν κατεδαφιστεί, παρότι τίποτε καινούργιο δεν γεννιέται τα τελευταία χρόνια, επιζεί ωστόσο το αστικό ίχνος. Είναι ένα κοίτασμα. Η περιοχή του Μουσείου θα άλλαζε γρήγορα προς το καλύτερο αν καθάριζε το ΕΜΠ, μέσα και έξω, αν υπήρχε μέριμνα για ανάδειξη του Αρχαιολογικού Μουσείου σε ναυαρχίδα αστικής ανάπτυξης και αν, τέλος, το Πεδίον του Αρεως ξαναγινόταν πάρκο. Η αστική παρακαταθήκη της περιοχής είναι ισχυρή, αλλά ο χρόνιος παροπλισμός της δημιουργεί απώλεια μνήμης. Η περιοχή του Μουσείου μπορεί να είναι ένα πρόκριμα.


("Η  Καθημερινή", 02.04.2017)

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply