Εορτάζοντας την αποκατάσταση της φεουδαρχίας

Του Αλέξανδρου Ντάσκα

 Η ματαίωση του εορτασμού της αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας (υπό τον φόβο, υποτίθεται, της αμαύρωσής της από φασιστικά στοιχεία) συνθέτει ένα γνώριμο τοπίο που επαναλαμβάνεται στην ελληνική ιστορία με κίνηση κυκλική. Πριν από κάθε άλωση του βυζαντινού Ελληνισμού, επικρατούσε ανάλογη ατμόσφαιρα κατάθλιψης, παραίτησης και μοιρολατρείας. Εντός αυτής της ατμόσφαιρας ευημερούσε ανέκαθεν κάθε διαλυτικό στοιχείο, και ιδιαίτερα όσα κατείχαν μεγάλη δύναμη και επιρροή, που αντιμετώπιζε την ιστορική του πορεία σαν μία παρασιτική αφαίμαξη της κοινωνίας που το φιλοξενούσε, σαν ένα ύστατο όργιο λεηλασίας και τρυφής πριν από την παράδοση στις αναπόδραστες δυνάμεις της φθοράς. Για την πλειοψηφία της κοινωνίας, απέμενε μόνο η παρακμή και η υποταγή, ο ιστορικός αφανισμός. Οι παρασιτικοί «δυνατοί» εξασφάλιζαν κατά ένα μέρος την επιβίωσή τους στη διάδοχη κατάσταση, ωστόσο σύντομα ακολουθούσαν και εκείνοι τη μοίρα ενός παρωχημένου καθεστώτος.


  Τι σημαίνει «δημοκρατία» και τι «αποκατάσταση», σε αυτά τα ερωτήματα η πολιτική ηγεσία δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει. Πολύ περισσότερο να υπερασπιστεί μία γιορτή που προκαλεί περισσότερο προβληματισμό από συγκίνηση. Στην δημοκρατία κυριαρχεί η βούληση του λαού, ελεύθερη και απαλλαγμένη από ελαττώματα, όπως λέγεται στο αστικό δίκαιο. Η ελαττωματική δήλωση βουλήσεως, προερχόμενη από τα τρία στοιχεία που την αλλοιώνουν (πλάνη-απάτη-απειλή) καθιστά οποιαδήποτε δικαιοπραξία άκυρη-και τι είναι χειρότερο από την ακύρωση της ίδιας της δημοκρατικής λειτουργίας; Κι όμως, η ψήφος του ελληνικού λαού κρίνεται συνήθως από την ύπαρξη αυτών ακριβώς των ελαττωμάτων. Πλανώμενοι περί της ηθικής επάρκειας των «επανιδρυτών του κράτους», εξαπατημένοι από την εξαγγελία περί υπαρκτών χρημάτων, πριν ακριβώς πέσουν στην απόλυτη ένδεια, απειλούμενοι ότι μη συμμορφούμενοι προς τις υποδείξεις των Ευρωπαίων εταίρων θα υποστούν τις συνέπειες της οργής τους, οι Έλληνες μένουν «διαπορούμενοι τι άρα γε είη το πράγμα τούτο» και αν είναι άξιο του όρου «δημοκρατία».


   Ένα δημοκρατικό πολίτευμα αναμφίβολα δεν νοείται χωρίς την εμπιστοσύνη στην πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, που λαμβάνει τη νομική μορφή του κράτους. Η καλλιεργούμενη απέχθεια προς την έννοια του δημοσίου, η ταύτισή του με τον παρασιτισμό και την κωλυσιεργεία έχει ως πραγματικές βάσεις την μεταχείρισή του από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ως μηχανισμού κομματικής επιρροής και προσωπικού πλουτισμού και την έλλειψη αισθήματος καθήκοντος (που μόνο η παιδεία μπορεί να εμφυσήσει) από μεγάλο μέρος δημόσιων λειτουργών. Έχει όμως και φαντασιακές βάσεις στην συκοφάντηση και στρέβλωση του δημοσίου, από τους κατεξοχήν παρασιτούντες στο δημόσιο ταμείο οργανισμούς, ήτοι την διαπλεκόμενη μαφία που υποδύεται τον επιχειρηματία. Προκαλεί εντύπωση ότι ζητούν «λιγότερο κράτος», για να προσελκυsθούν «επενδύσεις» μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα που στηρίχθηκαν και στηρίζονται ακόμη στην προνομιακή τους εμπλοκή σε δημόσια ή πρώην δημόσια και νυν εκποιηθέντα προγράμματα. Ο προϊών εκφεουδαρχισμός της ελληνικής κοινωνίας, που χρησιμοποίησε για την δημιουργία του το πολιτικό κόμμα, γιγαντώθηκε αρκετά ώστε να επιδιώξει την πλήρη αυτονόμησή του από το κρατικό φαινόμενο, και τελικά την υπαγωγή του τελευταίου στις διαθέσεις του.


Η «ιδιωτικοποίηση» κερδοφόρων δημοσίων οργανισμών αντί πινακίου φακής, θυμίζει τη ληστρική επιδρομή των βυζαντινών «δυνατών» έναντι των γαιών του κράτους και των μικροκαλλιεργητών, μετά από περιόδους έσχατης ανάγκης, όπως οι λιμοί. Με ρητορική που σήμερα θα αποκαλείτο λαϊκιστική έως...κομμουνιστική, ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Α’ Λακαπηνός κατέγραφε σε νομοθέτημά του ότι οι «επενδυτές» της εποχής απεδείχθησαν «βιαιότεροι της προκειμένης ανάγκης...γινόμενοι ώσπερ τις λοιμική νοσημάτων επιφορά». Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης υπερβολικού πλούτου, , αλλά και δημοσίων λειτουργιών στα χέρια ολίγων «δυνατών» (π.χ. της εισπράξεων φόρων, εν είδει εισπρακτικών εταιρειών) της γενικής ή μερικής φοροαπαλλαγής των δυνατών διά της «εξκουσσίας» (εξαιρέσεως) και της εξαντλητικής επιβάρυνσης των ήδη δουλοπάροικων μισθωτών, της εκχώρησης δημοσίου πλούτου στους δυνατούς με χαριστικές ή ετεροβαρείς πράξεις (πρόνοιες), ήταν η ολοκληρωτική κατάρρευση του συστήματος της μικροϊδιοκτησίας και της σχετικής κοινωνικής συνοχής, η απόδυση σε έναν αγώνα κατίσχυσης του ενός «δυνατού» επί του άλλου και όλων μαζί κατά του κράτους, η αντιστροφή της ακμάζουσας πορείας και η απογύμνωση των αμυνών που είχαν κτισθεί με κόπο επί τρεις αιώνες μέσα σε τρίαντα χρόνια-εν τέλει η παράδοση του βυζαντινού κράτους στα χέρια των εχθρών του και η οριστική Άλωση. Η Ελληνική Δημοκρατία καλείται να λάβει τα μαθήματα από την Ιστορία. Η ματαίωση του εξοστρακισμού της πλεονεξίας, της αυθαιρεσίας και της συσσώρευσης ισχύος απέναντι στην κοινωνία και στο κράτος θα είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι ούτε δημοκρατία, ούτε ελληνική.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply