Μήπως δεν ‘ανήκομεν στην Δύση’;

Του Γιώργου Κακαρελίδη*

Όταν ο Καραμανλής ο Πρεσβύτερος ανεφώνησε εκείνο το ανόητο «..ανήκομεν εις την Δύσιν..», πυροδότησε, ανεπίγνωστα(;), έναν τεράστιο μηχανισμό μετατροπής τού Έλληνα πολίτη σε άμορφο άτομο, σε μαζάνθρωπο τής μετανεωτερικότητος.

Με την αμέριστη σύμπραξη τής δήθεν  “προοδευτικής αριστεράς” και άλλων ‘δημοκρατικών’ δυνάμεων, επάνδρωσε τον κρατικό μηχανισμό ενημέρωσης, το Υπουργείο Παιδείας και τα καθεστωτικά ΜΜΕ με το απαιτούμενο δυναμικό, που θα διέλυε τον κοινωνικό ιστό τών Ελλήνων, που για χιλιετίες είχαν συνταχθεί γύρω από το πρόταγμα τής Πόλεως, με την ιδιότητα τού Πολίτη.



Η Ελλάδα έχει την σημερινή Δύση …δυτικά, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτισμικά. Δεδομένου ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός προηγήθηκε κάποιες χιλιετίες και απετέλεσε την βάση τού Ευρωπαϊκού, μάλλον η Ευρώπη θα έπρεπε να λέει ότι ανήκει στην Ανατολή, διότι από τα Ανατολικά της πήρε το ανατέλλον φώς κι όχι το αντίστροφο. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την περιοχή τής τότε Σοβιετικής Ενώσεως, ένα- παράλληλο με το Δυτικό, σύστημα, που καμμία σχέση δεν είχε, είτε με την Ρωσσία είτε με την Ελλάδα.

Ο Όμηρος, ο κορυφαίος ποιητής τής κατάρρευσης τού μυθολογικού κόσμου καί τών αιματοσυγγενικών συνταγμάτων, αλλά και τής μεγαλύτερης κρίσης τού τότε γνωστού κόσμου, τού Τρωϊκού, δηλαδή, πολέμου, παραδίδει επάξια τήν σκυτάλη, όχι μόνον στούς ιστορικούς, αλλά και στούς τραγικούς. Ιδιαίτερα στην Αντιγόνη τού Σοφοκλέους.

Μέσα στούς 1400 μόνον στίχους, ο Σοφοκλής αναδεικνύει όλα όσα ο νεωτερικός πολιτισμός θεωρεί πλέον ως θέσφατα μεν, αλλοιωμένα παρά φύσιν δέ. Εισάγει, επί παραδείγματι, ο Σοφοκλής, χρησιμοποιώντας μια πόλι τών μυθικών ελληνικών χρόνων, θέματα συνταγματικής διακυβέρνησης, που απασχολούσαν την Αθηναϊκή πολιτεία τής εποχής του:

«..Πόλη καμμιά δεν είναι ενός ανθρώπου ..», αναφωνεί κατάμουτρα στον Κρέοντα, ο Αίμων, αν και γιός του, στον στίχο 731 (όλα τα μεταφρασμένα αποσπάσματα είναι από την σειρά ‘Έλληνες’, Εκδόσεις Κάκτος). Κανενός δεν είναι. Ούτε τού βασιλιά, ούτε τού αυτοκράτορα, ούτε τού προέδρου, ούτε τού δικτάτορα. Διότι, «… δεδόχθαι τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων, εὐξαμένους καί θύσαντας τοῖς θεοῖς καί ἥρωσι τοῖς κατέχουσι τήν πόλιν καί τήν χώραν τήν Ἀθηναίων ….», βροντοφωνάζει ο Δημοσθένης. Ανήκει στούς Θεούς και τού Πεσόντας, στον Πολιτισμό τής Μεταφυσικής και τής Επιστήμης και σε κανένα ‘πλειοψηφόν’ κόμμα ή ‘εκλεγμένο’ πρωθυπουργό. «Την δε πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστιν ούτε άλλου των κατοικούντων..» αναιδέστατα, δηλαδή ελληνικά, ο τελευταίος Έλλην αυτοκράτωρ Παλαιολόγος απαντά στον ‘νεωτερικό’ οθωμανό Μωάμεθ και συνεχίζει «Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως (με τη θέλησή μας) αποθανούμεν εν ταύτη και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.».

Θανάτω θάνατον επάτησαν, ο Αίμων, ο Λεωνίδας, ο Παλαιολόγος, οι Φιλικοί, ο Μεταξάς – Κατσιμήτρος καί τόσοι έλληνες πολίτες, σ’ αυτόν τον αργόσυρτο κυματισμό τού πολιτισμού μας 4 χιλιάδες χρόνια τώρα. Κόντρα στον κάθε Κρέοντα, ο οποίος νεωτερικά λογικότατος και με τον ‘νόμο΄, είναι τραγικός όχι μόνο επειδή πηγαίνει ενάντια στην ηθική, δηλαδή πολιτισμική, άποψη τών πολιτών και την επιθυμία τών Θεών, αλλά επειδή “… με ειλικρινή πεποίθηση ως κεφαλή τού κράτους εμμένει σε μια απαραίτητη έννοια συναινετικής διακυβέρνησης..” (Βλ. Hanson - Heath, ‘Ποιός σκότωσε τον Όμηρο;’, Κάκτος, 1999, σελ. 68).

Ηθική επιταγή τής ελληνικής τραγωδίας είναι το αμετάβλητο τών δογμάτων τής κάθε πόλεως. Οχι όμως ως θεϊκή επιβολή, αλλά ως οδηγοί που σφυρηλατήθηκαν μέσα από αιώνες δοκιμών, διαφωνιών, συμφωνιών, ανθρώπων – πολιτών, που έζησαν, συμμετείχαν και πολέμησαν για την Πόλι. Η αμεταβλητότητα αυτών, κανονίζει το εύρος που μπορούν να κυβερνήσουν οι ταγοί μέσω τών κάθε κοπής διαταγμάτων τους, που όμως κρίνονται και ανάγονται κάθε φορά σ’ αυτά τα δοκιμασμένα δόγματα.

Ναί μεν ‘τα τού Κάισαρος τώ Καίσαρι’ για τα καθημερινά , αλλά «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε' 29) για τα ουσιώδη, συνταγματικά.

Ο Πλούτος θεωρείται ως ευκαρία για έργα και όχι για συσσώρευση, όχι για κέρδη ντροπής, που χαντακώνουν (στιχ.314-315). Υπάρχει η ελευθερία τής αγοράς, αλλά καταδικάζεται η αγορά τού χρήματος (στ.296-302). Η Πολιτεία χαλιναγωγεί την επιθυμία χωρίς να πνίγει την ατομική πρωτοβουλία (Βλ. ο.π.). Ως κοινωνική οργάνωση, η Πόλις ενδιαφέρεται για το μέτρο – μέσο, την συμπίεση τών άκρων και την διεύρυνση τών μεσαίων. Είναι υπόδειγμα πρακτικής πολιτικής οικονομίας και όχι σύστημα πεποιθήσεων. Γι αυτό και οι Ελληνες δεν είχαν καμμία εμπιστοσύνη σε ‘συνολικά συστήματα πεποιθήσεων’, αυτά που σήμερα αποκαλούνται από ήσσονα μυαλά ως ‘ιδεολογίες’. Ιδεολογίες, δηλαδή θρησκευτικής ισχύος πεποιθήσεις ή πεπρωμένα, αντελήφθηκαν ενωρίς οι Ελληνες ότι δεν έχουν καμμία σχέση με δικαιοσύνη.

Ότι μόνο η μετοχή στην Πόλι και η ταυτόχρονη υπέρβαση εαυτού, δηλαδή το εθελόθυτον, μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ τού Πολίτη.

Η Δημοκρατία, λέει σ’ όλους τούς τόνους η Ελληνική Σκέψη, προϋποθέτει ισονομία οικονομική και κοινωνική. Ψελλίζουν φτηνές δικαιολογίες, ως άλλοι Κρέοντες, οι πολιτικοί μας, επειδή δεν μπορούν, ως ανερμάτιστοι, αλλά και δεν επιθυμούν ως λιμασμένοι διαπλεκόμενοι για δυτικού τύπου εξουσία, να ανακατανείμουν τον πλούτο. Και ματαίως περιμένουν οι πολίτες από ‘πολιτικούς’ τύπου Παπαδήμου, ΓΑΠ, ή πούρων ιδεολόγων να διορθώσουν ακριβώς την στρέβλωση, που επέφερε η αλλοίωση τής ελληνικής σκέψης από τα δυτικά φληναφήματα, τών οποίων οι τελευταίοι είναι ξιπασμένοι οπαδοί.

Και δυστυχώς για εμάς και την χώρα, οι κόθορνοι πολιτικοί μας μέσα στην αναίδεια τού λόγου τους, αγνοούν τον τελευταίο στίχο τής Αντιγόνης: «Λόγια μεγάλα ξιπασιάς με συμφορές μεγάλες πληρώνονται».

* Ο Γιώργιος Κακαρελίδης είναι Καθηγητής Εφαρμογών στην Επιχ. Ερευνα & Στατιστική τού ΤΕΙ Πατρών

gkakarel@gmail.com

κανένα σχόλιο

Leave a Reply