Το δικαστικό «Βατερλώ» της Τουρκίας θα έχει ευρύτερες συνέπειες


Το δικαστικό «Βατερλώ» της Τουρκίας θα έχει ευρύτερες συνέπειες

Τι δίκαιο υπερίσχυσε των «τετελεσμένων» της κατοχής

Τούρκοι αναλυτές γεωστρατηγικής παραδέχονται τις συνέπειες από την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και προτείνουν διακοπή των συνομιλιών στην Κύπρο

Στις 28 Απριλίου 2009, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) εξέδωσε την απόφαση του για την υπόθεση Μελέτη Αποστολίδη κατά του ζεύγους των Βρετανών Λίντα και Ντεϊβιντ Οραμς.

Με την απόφαση αυτή αναγνωρίζεται η δικαιοδοσία των Κυπριακών δικαστηρίων να αποφασίζουν για υποθέσεις καταπάτησης περιουσιών Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και υποχρεώνει τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ε.Ε. ν’ αναγνωρίζουν και να εκτελούν τις αποφάσεις αυτές.

Η απόφαση, αποτελεί από τα πιο ισχυρά πλήγματα που δέχεται η Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς που έχει εγκαταστήσει στην Βόρεια Κύπρο.

Τούρκοι αναλυτές ομολογούν ότι η απόφαση θα έχει ευρύτερες συνέπειες, πολιτικές και οικονομικές για την τουρκική πλευρά και εκφράζουν την βαθύτατη ανησυχία τους για όσα θα ακολουθήσουν.



Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ASAM

Η υπόθεση Αποστολίδη κατά την εξέλιξη της δεν απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα στην Ελλάδα και την Τουρκία, παρά την σημασία της.

Παρά ταύτα το «Κέντρο Στρατηγικών Μελετών Ευρασίας» της Τουρκίας (ASAM) εδώ και καιρό είχε επισημάνει τις βαρειές συνέπειες για την τουρκική πλευρά, από την αναμενόμενη απόφαση. Το Κέντρο αυτό θεωρείται από τους σημαντικότερους φορείς στρατηγικών μελετών της χώρας και συνεργάζεται στενά με το στρατιωτικο-πολιτικό κατεστημένο.

Το Κέντρο στις 8/1/2009 δημοσίευσε μία έκθεση με τίτλο «Η καταστροφή που φωνάζει «έρχομαι» στην Τουρκική Δημοκρατία Βόρειου Κύπρου (ΤΔΒΚ): Υπόθεση Όραμς».

Όπως φαίνεται και από τον εκφραστικό τίτλο, η έκθεση προεξοφλούσε την αρνητική για τα συμφέροντα της Τουρκίας απόφαση και ανέλυε διεξοδικά τις συνέπειες της.

Παρακάτω θ’ αναφερθούμε στην «προφητική» έκθεση, για να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσει η απόφαση του Δικαστηρίου.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Ο κ. Μ. Αποστολίδης μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 επισκέφτηκε το κατεχόμενο χωριό του Λάπηθο, όπου διαπίστωσε ότι ζευγάρι Άγγλων είχαν αγοράσει το ακίνητο του από το κατοχικό καθεστώς και έκτισαν βίλα. Τότε προσέφυγε σε κυπριακό δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε την κατεδάφιση της οικίας που έκτισαν οι Όραμς, την καταβολή αποζημίωσης στον νόμιμο ιδιοκτήτη και την επιστροφή του ακινήτου σ’ αυτόν. Στη συνέχεια οι Όραμς προσέφυγαν στο κυπριακό Εφετείο, αλλά κι εκεί έχασαν την δίκη.

Το ζεύγος των Άγγλων αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση. Τότε ο δικηγόρος του κ. Αποστολίδη προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Μεγ. Βρετανίας και ζήτησε την κατάσχεση της περιουσίας τους για την εφαρμογή της καταδικαστικής απόφασης του Κυπριακού δικαστηρίου.

Πρωτόδικα το αγγλικό δικαστήριο δικαίωσε το ζεύγος Όραμς. Συνήγορος υπεράσπισης τους ήταν η Σερί Μπλερ, σύζυγος του τότε πρωθυπουργού της Μεγ. Βρετανίας.

Η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου βασίστηκε στο Πρωτόκολλο 10 της Συμφωνίας Ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. που περιορίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ε.Ε. στις περιοχές της ελεύθερης Κύπρου. Το αγγλικό δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφαση όριζε «μέχρι την επίτευξη οριστικής λύσης στην Κύπρο, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι νόμοι της Ε.Ε. στην Βόρεια Κύπρο, γι’ αυτό δεν μπορεί να εκτελεστεί στην Μεγ. Βρετανία η απόφαση του Κυπριακού δικαστηρίου για ακίνητα που βρίσκονται στη Βορ. Κύπρο».

Τότε η πλευρά του κ. Αποστολίδη πήγε την υπόθεση στο αγγλικό Εφετείο. Εκεί ο συνήγορος του ζήτησε την ερμηνεία του 10ου Πρωτοκόλλου από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Στην πρόταση αυτή δεν έφερε αντίρρηση η Σερί Μπλερ κατόπιν συνεννόησης με τους ιθύνοντες του ψευδοκράτους και τους πελάτες της.

ΟΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΠΡΟΔΙΚΑΖΑΝ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ

Η δυσμενής για την τουρκική πλευρά εξέλιξη στο ΔΕΚ, φάνηκε όταν στην συνεδρίαση του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, κατατέθηκε εκ μέρους της Ε.Ε. η έκθεση του R. Silva de Lapuerta.

Στην παρ. 36 της έκθεσης αναφέρεται «Το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί έλεγχο στη Βορ. Κύπρο δεν σημαίνει ότι τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν δικαιοδοσία να αποφασίζουν για υποθέσεις ακινήτων στον Βορρά. Γι’ αυτό σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των νόμιμων δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας …»

Στη συνέχεια, στις 18/12/2008 η Γενική Εισαγγελέας του ΔΕΚ Juliane Kokott, γνωστοποίησε την εισήγηση της, η οποία δικαίωνε τον κ. Αποστολίδη. Μάλιστα, κατά τους Τούρκους αναλυτές του «Κέντρου Στρατηγικών Ερευνών Ευρασίας» η εισήγηση ήταν ακόμη χειρότερη για τα τουρκικά συμφέροντα, από την έκθεση Silva de Lapuerta.  Κι’ αυτό διότι ανέφερε: «Τα Κυπριακά δικαστήρια είναι αρμόδια να αποφασίζουν σε όλες τις αστικές και εμπορικές διαφορές που λαμβάνουν χώρα στη Βορ. Κύπρο και οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.»

Με την αναφορά αυτή, αναγνωρίζεται η δικαιοδοσία των Κυπριακών δικαστηρίων, όχι μόνο για τις καταπατημένες ακίνητες περιουσίες στα κατεχόμενα, αλλά και για ένα ευρύ φάσμα υποθέσεων που αφορούν την Βορ. Κύπρο.

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ

Μετά από τις εξελίξεις αυτές, η απόφαση της 28ης Απριλίου ήταν αναμενόμενη. Προβλέποντας την απόφαση του ΔΕΚ, το «Κέντρο Στρατηγικών Μελετών Ευρασίας» συνέταξε την έκθεση που προαναφέραμε και στην οποία εκτός από τις συνέπειες, καταγράφονται και τα «λάθη» της πολυδιαφημισμένης διπλωματικής υπηρεσίας της Τουρκίας, στο χειρισμό της υπόθεσης.

Η έκθεση του κέντρου ερευνών εισαγωγικά αναφέρεται στις ατομικές προσφυγές των ελληνοκυπρίων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και εκφράζει τον εκνευρισμό της επίσημης Τουρκίας, η οποία παρακολουθεί έκπληκτη το δίκαιο να υπερισχύει στα τετελεσμένα της κατοχής. Γράφει χαρακτηριστικά:

«...Οι επιτυχίες των Ελληνοκυπρίων σ’ αυτές τις ενέργειες τους, είναι το μόνο παράδειγμα στον κόσμο, όπου σε μία διεθνή διαφορά που υπήρξε μαζική μετακίνηση προσώπων και συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, γίνεται προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της ιδιοκτησίας, με ατομικές προσφυγές σε διεθνή δικαστήρια..

Οι εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση Οραμς έχει ξεχωριστή σημασία και αποτελεί απειλή, επειδή θα επικυρώσει την (κρατική) εξουσία και κυριαρχία των Ελληνοκυπρίων και μπορεί να προκαλέσει πολιτικά, νομικά και οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία θα υπερβούν τα σύνορα της «Τουρκικής Δημοκρατία Βόρειου Κύπρου» (ΤΔΒΚ).

Μετά την απόφαση στην υπόθεση Οραμς θα αυξηθούν οι πιθανότητες να προκληθούν εξελίξεις που θα περιορίσουν σε πρωτοφανή βαθμό τα περιθώρια κινήσεων της τουρκικής πλευράς στο Κυπριακό...»

Για τα «λάθη» της τουρκικής διπλωματίας στο χειρισμό της υπόθεσης η έκθεση αναφέρει τα εξής:

«...Για την σημερινή εξέλιξη ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό οι ανεπάρκειες και τα λάθη της τουρκικής πλευράς:

1- Από την αρχή θα έπρεπε να αποτραπεί η συμμετοχή των Οραμς ως αντιδίκων στην δίκη που έγινε στην Κύπρο και στη συνέχεια η προσφυγή τους στο εφετείο, διότι έτσι αποδέχτηκαν την δικαιοδοσία των ελληνοκυπριακών αρχών επί της ΤΔΒΚ.

2- Οι παρακάτω λανθασμένες ενέργειες της τουρκικής πλευράς ετοίμασαν το έδαφος στους ελληνοκύπριους για να μεταφέρουν το πρόβλημα της ιδιοκτησίας από το πολιτικό επίπεδο ως «μέρος της λύσης του Κυπριακού που θα βασίζεται στη διζωνικότητα», στο επίπεδο των ατομικών προσφυγών:

- Η καταβολή της αποζημίωσης στην Τιτίνα Λοϊζίδου το 2003. Παρ’ ό,τι από το 1998 που εκδόθηκε η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν καταβαλλόταν το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε.

- Στην υπόθεση Αρέστη δεν χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι οι πρόγονοι της είχαν κάνει πλαστογραφίες στα αρχεία του κτηματολογίου. Βάσει αυτού του στοιχείου θα μπορούσε να ασκηθεί έφεση μετά την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση στο ΕΔΑΔ. Όμως αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα η Τουρκία να καταδικαστεί τελεσίδικα στις 22 Δεκεμβρίου 2005.

- Στις 20 Δεκεμβρίου 2005, η βουλή της ΤΔΒΚ ψήφισε νόμο ο οποίος προέβλεπε καταβολή αποζημίωσης, ανταλλαγή και επιστροφή των ακινήτων που είχαν οι Ελληνοκύπριοι προ του 1974. Με τον τρόπο αυτό έγινε υπαναχώρηση από την πολιτική «της ανταλλαγής και αποζημίωσης ως μέρος μίας ευρείας πολιτικής λύσης που θα βασίζεται στην διζωνικότητα».

- Βάσει του παραπάνω νόμου, η Επιτροπή Ακινήτων που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2006 στην ΤΔΒΚ, όπου συμμετέχουν και ξένοι, αποφάσισε να επιστρέψει ή να ανταλλάξει την περιουσία 40 Ελληνοκυπρίων σε σύνολο 400 που προσέφυγαν στην Επιτροπή.

3- Η τουρκική πλευρά ενέκρινε την μεταφορά της υπόθεσης από το Εφετείο της Βρετανίας στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Παρ’ ό,τι η ΤΔΒΚ επίσημα δεν ήταν διάδικος, συνέβαλλε με Τουρκοκύπριους νομικούς στην υπεράσπιση των Οραμς και η συνήγορος τους Σερί Μπλερ συμβουλεύτηκε την διοίκηση της ΤΔΒΚ προτού δεχτεί ενώπιον του αγγλικού Εφετείου την παραπομπή της υπόθεσης στο ΔΕΚ...»

4- Στην δικαστική επιτροπή του ΔΕΚ που θα κρίνει την υπόθεση Όραμς προεδρεύει ο Έλληνας δικαστής Βασίλειος Σκουρής. Η τουρκική πλευρά δεν διαμαρτυρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης από ένα δικαστήριο στο οποίο προεδρεύει Έλληνας δικαστής.

5- Ο σύζυγος της Μύρας Αρέστη που καταδίκασε την Τουρκία σε καταβολή αποζημίωσης 885 χιλ. ευρώ, Γιώργος Αρέστης, παρ’ ό,τι δεν συμμετέχει στην δικαστική επιτροπή που θα κρίνει την υπόθεση Όραμς, είναι ο δικαστής διορίστηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά στο ΔΕΚ. Η τουρκική πλευρά δεν έφερε αντίρρηση στον διορισμό αυτό που μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της υπόθεσης Όραμς...»

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Στη συνέχεια της έκθεσης διαβάζοντας τις συνέπειες της απόφασης για την υπόθεση Αποστολίδη κατά Όραμς, γίνεται καλύτερα κατανοητός ο πανικός που έχει κυριεύσει την τουρκική πλευρά. Οι συνέπειες αυτές σύμφωνα με την έκθεση, θα είναι:

«...Τα Ελληνοκυπριακά δικαστήρια εκμεταλλευόμενα την γνωμάτευση της εισαγγελέως του ΔΕΚ ότι έχουν δικαιοδοσία «όχι μόνο σε υποθέσεις ιδιοκτησίας αλλά και σε όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις» θα μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις για τους ξένους που έχουν αποκτήσει Ελληνοκυπριακές περιουσίες στην ΤΔΒΚ, έχουν κάνει επενδύσεις επί αυτών των ακινήτων ή τα εκμεταλλεύονται επαγγελματικά σε διάφορους τομείς, από ίδρυση πανεπιστημίων έως έρευνες εξεύρεσης πετρελαίου. Οι αποφάσεις των ελληνοκυπριακών δικαστηρίων θα μπορούν να εκτελούνται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να απειλούνται με δήμευση της περιουσίας τους ακόμα και την σύλληψη τους.

- Έτσι θα ορθωθούν εμπόδια στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας από ξένους και την πραγματοποίηση επενδύσεων από αυτούς στην ΤΔΒΚ. Όσοι ήδη έχουν αποκτήσει ακίνητες περιουσίες ελληνοκυπρίων και επένδυσαν σ’ αυτές θα εισέλθουν σε μία περίοδο αγωνιώδους αναμονής. Το ίδιο θα ισχύει και για τους Τουρκοκύπριους που διαμένουν στις χώρες της Ε.Ε.

- Με την έκδοση της απόφασης, θα ενταθούν τα προβλήματα που ήδη εμφανίστηκαν μετά την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, στον κλάδο της οικοδομής και της αγοράς ακινήτων στην ΤΔΒΚ, και θα προκληθούν αλυσιδωτές επιπτώσεις στους άλλους κλάδους της οικονομίας. Η έναρξη των διαδικασιών για δήμευση περιουσιών Τουρκοκυπρίων και ξένων που ζουν στις χώρες της Ε.Ε. μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική και οικονομική  κατάρρευση την ΤΔΒΚ.

- Η απόφαση θα διαμορφώσει τέτοιες συνθήκες, ώστε όταν στις συνομιλίες που συνεχίζονται στην Κύπρο θα πρόκειται να συζητηθεί το κεφάλαιο της ιδιοκτησίας, δεν θα ληφθεί υπόψη καμία άποψη και πρόταση που θα καταθέσει η τουρκική πλευρά. Τότε θα προκύψουν δύο ακραίες επιλογές: «εγκατάλειψη των διαπραγματεύσεων» ή «διαμόρφωση της ψυχολογίας ότι είναι μονόδρομος η κατάληξη σε συμφωνία με τους Ελληνοκύπριους».

- Η απόφαση του Δικαστηρίου Κοινοτικών Υποθέσεων, στη θέση της αρχής για «μία κυριαρχία» που αποδέχθηκαν οι Ταλάτ – Χριστόφιας την 1 Ιουλίου 2008, θα εγκαινιάσει πριν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μία περίοδο που θα επισφραγίσει την «κυριαρχία των ελληνοκυπρίων». Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα απομείνει κάποιο «καθεστώς» για να εγγυηθεί την συνέχιση του η Τουρκία, βάσει των δικαιωμάτων και ευθυνών της που πηγάζουν από τη Συμφωνία Εγγύησης του 1960...»

Η τελευταία αναφορά θα πρέπει ν’ αφυπνίσει την πολιτική ηγεσία της Κύπρου, για να αξιοποιήσει πιο δραστήρια το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό δίκαιο. Με την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ρίχνονται στο κάλαθο των αχρήστων πολλές από τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν και δεσμεύεται πλέον η Κυπριακή ηγεσία να μην δεχτεί οποιαδήποτε συζήτηση επαναφοράς τους σε κάποιο μελλοντικό σχέδιο επίλυσης.

* Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος Απριλίου 2009 της εφημερίδας «Ανατολή»

κανένα σχόλιο

Leave a Reply