Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου

Του Βασιλείου Ηλ. Σταματόπουλου, Δικηγόρου, Δ.Μ.Σ.

Η ειδησεογραφία των ημερών, όπως αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο στον Τύπο αλλά κατ΄επέκταση και στα λοιπά ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, δίδει ισχυρό έρεισμα προς την συναγωγή συμπερασμάτων που άπτονται θεμελιωδών πτυχών της σύγχρονης λειτουργίας του πολιτεύματος. Και αυτό ανεξαρτήτως της ενίοτε αυταπόδεικτης αλλά πάντοτε επικίνδυνης παραπληροφόρησης και ιδιοτελούς παραποίησης και υστερόβουλης διαστρέβλωσης είτε των γεγονότων καθεαυτά είτε a fortiori της ερμηνείας τους. Στην πλειονοψηφία των περιπτώσεων η ασκούμενη προπαγάνδα είτε φαιά, είτε λευκή, είτε μαύρη είναι επιμελώς και τεχνηέντως συγκεκαλυμμένη και λανθάνουσα, καθόσον προέρχεται από επιστήμονες του είδους της διαμόρφωσης και διάπλασης της κοινής γνώμης. Ο πολίτης είναι, δυστυχώς, κατ΄αποτέλεσμα έκθετος και ενεργούμενο πλειόνων (παρα)κέντρων παρα-εξουσίας χειραγωγούμενος και εν τέλει ευτελιζόμενος, αφού καταπίπτει σε δουλοπρεπή υπήκοο του πανίσχυρου και κραταιού συστήματος ποδηγέτησης των μαζών. Η νοοτροπία του όχλου και η ψυχολογία του μαζάνθρωπου καλλιεργούνται παλαιόθεν, σήμερα, όμως, η αποτελεσματικότητα τους κείται σε ύψη δυσθεώρητα. Όσο υπερβολικά και αν φαίνονται αυτά η πραγματικότητα τα ξεπερνά. Το μόνο παρήγορο είναι το γεγονός ότι τα ανωτέρω δεν περιορίζονται εντός των ελληνικών συνόρων αλλά αποτελούν ειδοποιό έκφανση ή ορθότερα παρενέργεια της λειτουργίας του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Το πλέον τραγικό της υποθέσεως είναι ότι δεν διαφαίνεται ούτε ίχνος, ούτε ψήγμα δυνατότητας απεμπλοκής από τη δυσοίωνη αυτή πραγματικότητα. Μόνο η νομοτέλεια του χρόνου ίσως αποδομήσει ολοκληρωτικά και συθέμελα τα νοσηρά φαινόμενα που υπονομεύουν την ευημερία των πολλών, την έννοια της ανθρώπινης αξίας και το μέλλον του πλανήτη.



Αντιπαρέρχομαι, όμως, όλα αυτά και θα περιοριστώ σε ορισμένες επισημάνσεις που άπτονται του συνταγματικού και εν γένει του δημοσίου δικαίου, αφορούν σε θεμελιώδεις λειτουργίες της ημεδαπής Πολιτείας και ανακύπτουν εξ αφορμής γεγονότων και καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα τις μέρες αυτές. Δεν απαιτείται ενδελεχής νομική κρίση για να κατανοήσει ο νουνεχής και ενσυνείδητος Έλληνας πολίτης (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον ψηφοφόρο – φορέα του δικαιώματος του εκλέγειν) τις αγκυλώσεις και τον εκφυλισμό κανόνων και θεσμών του ελληνικού δημοσίου βίου συνταγματικής τυπικής ισχύος. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, η ελληνική έννομη τάξη με την έννοια της κρατικής δημόσιας εξουσίας και το κρατούν πολιτικό σύστημα χρήζουν ριζικής αναμόρφωσης. Και τηρώντας την αρχή της ιεραρχικής δόμησης των κανόνων του δικαίου (κατά Hans Kelsen) εκκινώ από τους συνταγματικούς κανόνες, οι οποίοι ως γνωστόν έχουν τη μέγιστη κανονιστική εμβέλεια και ρυθμιστική ισχύ σε σχέση με όλους τους άλλους κανόνες του λοιπού κοινού δικαίου. Ως εκ της φύσεως τους, εξάλλου, είναι έως έναν βαθμό προσπελάσιμοι και σε μη νομικούς και αποτελούν, αναντίρρητα, πεδίο ανάπτυξης δικαιοπολιτικών στοχασμών και ευρύτερων φιλοσοφικών επιχειρημάτων επί πολιτειολογικών θεωριών. Με αυτήν την επίγνωση, και μόνο ενδεικτικώς, υπεισέρχομαι ακροθιγώς στα κάτωθι:

    Ζήτημα 1ον : Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αναγορεύεται από το συνταγματικό νομοθέτη σε μείζονα οργανωτική βάση του πολιτεύματος. Το άρθρο 26 του ισχύοντος Συντάγματος, καίτοι βραχυλογικό, περιέχει σαφείς κανόνες, οι οποίοι αναλύονται και εξειδικεύονται έτι περαιτέρω από τη θεωρία του Συνταγματικού δικαίου. Τονίζω, καταρχάς, ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει διττό περιεχόμενο : α) αυτό της καθ ύλην διάκρισης των εξουσιών ως προς το αντικείμενό τους (νομικώς ορθότερος σε αυτήν την περίπτωση ο όρος διάκριση των λειτουργιών) και β) αυτό της διάκρισης των εκάστοτε φορέων αυτών των λειτουργιών (εδώ κυριολεκτείται η διάκριση των εξουσιών). Η πρώτη αλλά και πρωταρχική έκφανση της εν θέματι αρχής δεν θα μας απασχολήσει εν προκειμένω. Αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης, σήμερα, καθίσταται η εκδοχή της διάκρισης των πολιτειακών οργάνων που ασκούν τις συνταγματικές αυτές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική). Η αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη, εξ άλλου, διά του Αριστοτέλους διδάσκει διαχρονικώς ότι έστι δε τρία μόρια των πολιτειών πασώνΈστι δε των τριών τούτων εν μεν τι το βουλευόμενον περί των κοινών, δεύτερον δε το περί τας αρχάς, τρίτον δε το δικάζον (Πολιτικά, Δ, 13).

     Προς αποφυγή μακρηγορίας, τα σύγχρονα πολιτεύματα διαφοροποιούνται συνταγματικώς και κατατάσσονται πολιτειολογικώς, κατά το μάλλον ή ήττον, αναλόγως του βαθμού και της έντασης της διάκρισης των εξουσιών σε πολιτεύματα με αυστηρή ή χαλαρή αντιστοίχως διάκριση των εξουσιών. Η Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Ελλάδος υπάγεται, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στην επιστήμη του Συνταγματικού δικαίου, στην τελευταία περίπτωση, καθόσον διακρίνεται από αυτό, ακριβώς, το κριτήριο της χαλαρής διάκρισης των εξουσιών. Εξάλλου, εγγενές συστατικό των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων, εν αντιθέσει προς τα προεδρικά, που αποτελούν τον άλλο πόλο της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως ευρύτερης πολιτειολογικής έννοιας, είναι το κεφαλαιώδους σημασίας στοιχείο του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική. Αυτά τυγχάνουν εφαρμογής, κατά μείζονα λόγο, και στο ελληνικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όπου η κυβέρνηση οφείλει να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, στο βαθμό που ελέγχεται από αυτήν και λογοδοτεί σε αυτήν. Αυτά, αλλά και άλλα στοιχεία του ημεδαπού πολιτεύματος (όπως, λόγου χάρη, α) η κατ΄εξαίρεση δικαιοδοσία της Βουλής να κατηγορεί είτε μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργούς σύμφωνα με τους νόμους για την ευθύνη των υπουργών είτε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για εσχάτη προδοσία ή εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος, β) Η εξουσία της κυβέρνησης να διαλύει τη Βουλή για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, γ) η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, να συγκαλεί τη Βουλή σε τακτικές και έκτακτες συνόδους, να αναστέλε άπαξ τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου καθώς και το δικαίωμα του να διαλύει τη Βουλή κατ΄ ασκηση διακριτικής ευχερείας υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που τάσσει το Συνταγμα και δ) η υπεισέλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας σε δικαστικές λειτουργίες, όπως λ.χ. το δικαίωμά του να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια καθώς και το δικαίωμά του, με τη συγκατάθεση της Βουλής, να απονέμει χάρη σε υπουργό που καταδικάσθηκε) μετριάζουν και νοθεύουν την απολυτότητα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και συμβάλλουν στο χαρακτηρισμό του Ελληνικού πολιτεύματος ως ενός πολιτεύματος με χαλαρή και ήπια διάκριση.

   Συμπέρασμα Ι) : Εκ των ανωτέρω συνάγεται εναργώς ότι η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία τελούν σε σχέση λειτουργικής σύμπραξης και, ενίοτε, λειτουργικής αλληλεξάρτησης και ελέγχου. Αντιθέτως, ο εξ αντικειμένου ιδιάζων sui generis χαρακτήρας της δικαστικής εξουσίας ως αυτοτελούς πολιτειακής εξουσίας επιβάλλει την απόλυτη απαγόρευση οιασδήποτε παρεμβάσεως ή επεμβάσεως της εκτελεστικής εξουσίας σε ζητήματα που άπτονται της αποκλειστικής δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας. Ούτως ειπείν, η συνταγματική νομιμότητα επιτρέπει υπό προϋποθέσεις, ενίοτε και επιβάλλει στη νομοθετική εξουσία να χαράσσει το γενικό κανονιστικό πεδίο δράσεως εντός του οποίου θα κινηθεί η (θεσμικώς και τυπικώς ισότιμη κατά την κρατούσα άποψη) δικαστική εξουσία, χωρίς όμως να παραβιάζεται σε καμία περίπτωση ο θεμελιώδης πυρήνας της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών. Ενώ, δηλαδή, επιτρέπεται στο νομοθέτη να θεσπίζει, λ.χ., δικονομικούς κανόνες δικαίου ή κανόνες σχετικούς με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών, απαγορεύεται απολύτως ως αντικείμενη στη διάκριση των εξουσιών η νομοθετική in concreto κατάργηση ή ακύρωση εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως.

    Συμπέρασμα ΙΙ) : Καίτοι η χαλαρή και ήπια διάκριση των εξουσιών στο ελληνικό Συνταγμα επιτρέπει κατά τα ανωτέρω την υπό προϋποθέσεις λειτουργική αλληλεξάρτηση νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, η οιαδήποτε παρέμβαση της εκτελεστικής στο έργο της συνταγματικώς ανεξάρτητης δικαστικής, ως ιδιαίτερης και ιδιάζουσας ακριβώς ως προς το αντικείμενο της, εξουσίας πρέπει να απορρίπτεται σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτη. Ειδάλλως, θίγεται ο απαραβίαστος πυρήνας της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Η εν θέματι αρχή, ακόμα και στη χαλαρή ελληνική εκδοχή της, ανακηρύσσεται ως μείζων οργανωτική βάση του πολιτεύματος. Ακόμα κι αν τα ακριβή όρια της εννοιολογικής περιφέρειας της εν λόγω αρχής ερίζονται και αμφισβητούνται από τη συνταγματική και πολιτική επιστήμη, ο εγγενής εννοιολογικός της πυρήνας (πρέπει να) θεωρείται απαραβίαστος. Στο πλαίσιο αυτό ο συνταγματικός κανόνας (άρθρο 90), σύμφωνα με τον οποίο οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και των αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων καθώς και σε αυτές του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του γενικού επιτρόπου του Ελεγτικού Συνεδρίου και των διοικητικών δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από προταση του υπουργικού συμβουλίου (= της κυβέρνησης) πρέπει αμελλητί να αναθεωρηθεί ως αθεμίτως παραβιάζων τον πυρήνα της διακρίσεως των εξουσιών. Ο κατ΄αυτόν τον τρόπο διορισμός της κεφαλής της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση συνιστά, πέρα από εσωτερική αντινομία του Συντάγματος που νοθεύει την έννοια του κράτους δικαίου, κλασική περίπτωση πολιτικής αυθαιρεσίας. Η εκτελεστική εξουσία κατ΄αποτέλεσμα ποδηγετεί και ελέγχει ουσιωδώς τη δικαστική εξουσία προς ίδιον όφελος. Το αν, βέβαια, η θεσμική αυτή δυνατότητα χειραγώγησης ολοκληρώνεται και καταλήγει σε εν ενεργεία και εν τοις πράγμασι αθέμιτη, παρελκυστική και αντισυνταγματική επιρροή της εκτελεστικής επί της δικαστικής εξουσίας είναι ζήτημα πραγματικό, η κατάφαση ή μη του οποίου εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες.

    Αλλά και αντιστρόφως : Η εξαίρεση και αποψίλωση των δικαστικών αρχών από την αρμοδιότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή άσκησης ποινικής δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που συντελέστηκαν με την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (άρθρο 86) και την ψήφιση του νόμου 3126 / 2003 περί ευθύνης Υπουργών, συμβάλλουν στην παγίωση ενός ιδιότυπου καθεστώτος οιονεί ατιμωρησίας. Σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση διαδραματίζει και ο αμιγής μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος σε συνδυασμό προς την ύπαρξη μονοκομματικών πλειοψηφικών κυβερνήσεων και την κακώς νοούμενη κομματική πειθαρχία. Αποτέλεσμα: Η Βουλή, ως σώμα, σπανίως δίνει το « πράσινο φως » για δίωξη των δικών της μελών. Σπανιότατες οι περιπτώσεις άρσης της βουλευτικής ασυλίας από τη Βουλή. Εξάλλου, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα τόσο οι υπουργοί όσο και οι υφυπουργοί κατέχουν, ταυτοχρόνως, και βουλευτική έδρα. Οι περιπτώσεις εξωκοινοβουλευτικών μελών της κυβέρνησης είναι ολίγιστες και επιβεβαιώνουν, απλώς, τον προαναφερθέντα κανόνα. Καθίσταται, επομένως, απολύτως σαφής η συνταγματικώς απαράδεκτη σύγχυση των ρόλων του ελέγχοντος και του ελεγχόμενου, είτε στο επίπεδο του καθιερωμένου κοινοβουλευτικού ελέγχου των πεπραγμένων της κυβέρνησης, είτε, πολλώ μάλλον, στο πεδίο της εκ μέρους της βουλής ποινικής αξιολόγησης της δραστηριότητας συγκεκριμένων μελών της κυβέρνησης. Η υπερπροστασία των υπουργών (κατά τον καθηγητή Μ. Σταθόπουλο σε άρθρο του στην Καθημερινή) πρέπει να εκλείψει. Η θέσπιση των σχετικών με την ευθύνη Υπουργών και Υφυπουργών κανόνων οφείλει να έχει ως γνώμονα, όχι μόνο την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την συνταγματική αρχή της ισότητας, αλλά κυρίως, ένα αίσθημα συλλογικής κοινωνικής ευθύνης. Αντ΄αυτών προτάσσονται το στενό κομματικό συμφέρον και πλείστες όσες ιδιοτελείς επιδιώξεις και ωφελιμιστικοί τακτικισμοί. Το γεγονός αυτό επαληθεύεται, άλλωστε, και από τις συνεχείς και διαδοχικές συνταγματικές αναθεωρήσεις που λαμβάνουν χώρα ευτελίζοντας, κατ΄αυτόν τον τρόπο, την έννοια, την ουσία και την αποστολή του Συνταγματικού Χάρτη. Ακόμα και αυτή η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών διά της πλήρως και παταγωδώς αποτυχημένης κατά τα λοιπά πλέον πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης εκφυλίστηκε και έχει πλέον καταστεί αντικείμενο συστηματικής κατάχρησης και καταστρατήγησης εκ μέρους αφρόνων βουλευτών - τηλεαστέρων οι οποίοι άνευ οιασδήποτε επιγνώσεως του κρίσιμου πολιτειακού λειτουργήματος μείζονος σημασίας που τους έχει ανατεθεί, επιδίδονται ανερυθρίαστα στις επαγγελματικές δραστηριότητές τους.

  Ο κατά τα ανωτέρω νομικός ευτελισμός των συνταγματικών θεσμών παρουσιάζει και πλείονες κοινωνιολογικές παρενέργειες: Πλημμελής έλεγχος, ατιμωρησία, συνακόλουθη αποθράσυνση των ενόχων και διόγκωση φαινομένων διαφθοράς, κρίση αξιών, οικονομική παρακμή, κοινωνική και πολιτική υποβάθμιση του ατόμου και της αξιοπρέπειας του. Ας αναλογιστεί, επομένως, ο κάθε νουνεχής πολίτης τις ευθύνες του. Και ας φροντίσει να αξιοποιήσει το ύψιστο δικαίωμά του, αυτό του εκλέγειν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο με γνώμονα την ανιδιοτελή, ανυστερόβουλη και απροσωπόληπτη προαγωγή του κοινού συλλογικού συμφέροντος.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply