Ο Σωκράτης ήταν ο σπουδαιότερος κλασικός Έλληνας φιλόσοφος και θεωρείται ως ένας από τους ιδρυτές της δυτικής φιλοσοφίας.
Είναι μια αινιγματική φιγούρα γνωστή κυρίως μέσω των έργων των κλασικών συγγραφέων, ειδικά τα γραπτά των μαθητών του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα και τα έργα του Αριστοφάνη.
Κυρίως, οι Διαλόγοι του Πλάτωνα είναι το πιο σημαντικό έργο εκ του οποίου η φιλοσοφία του Σωκράτη επιβίωσε απο την αρχαιότητα εως σήμερα.
Ας θυμηθούμε τη σοφία του, διαβάζοντας 24 διάσημα αποσπάσματα του:

του Fyodor Dostoyefsky
Προσχέδιο - Δοκίμιο
Στὸ σοσιαλισμὸ ὑπάρχουν μικροάτομα, ἐνῶ στὸ χριστιανισμὸ βρίσκεται ἡ
πλήρης ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου καὶ τοῦ θελήματός του. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἰδέα
τῆς συλλογικῆς ἀνθρωπότητας, τῶν πάντων. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ συλλογικά,
ὅπως στὶς πρῶτες πατριαρχικὲς κοινωνίες, γιὰ τὶς ὁποῖες διασώθηκαν
κάποιες παραδόσεις, τότε ζεῖ ἄμεσα.
Του Θεοδώρου Ι. Ζιάκα
Η Σχολὴ Γκουρτζίεφ, ποὺ ἐμφανίστηκε τὸν 20ὸ αἰώνα, εἶναι
μᾶλλον ἡ «ἐπιστημονικότερη» καὶ «ἀριστοκρατικότερη» μέσα στὸ
πολύχρωμο φάσμα τοῦ σύγχρονου γνωστικισμοῦ. Καθὼς ἐνδιαφέρεται,
πρὶν ἀπ’ ὅλα, γιὰ τὴ διατήρηση τῆς διδασκαλίας της σὲ ἕνα
ὑψηλὸ ἐπίπεδο κατανόησης, ὥστε νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ καὶ
ἐκφυλισθεῖ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, εἶναι ἀντίθετη στὸν
προσηλυτισμό.
Οἱ δυσνόητες ἰδέες της καὶ ἡ ἀναντιστοιχία ἀπαιτητικότητας καὶ πρακτικῶν ἀποτελεσμάτων μᾶλλον ἀπωθοῦν παρὰ ἑλκύουν. Ὁ homo hermeticus ζητᾶ ἐντυπωσιακὰ ἀποτελέσματα δίχως καθόλου κόπο.
Ὁμάδες μελέτης τοῦ γκουρτζιεφικοῦ γνωστικισμοῦ ὑπάρχουν ἀρκετὲς στὴ Δύση. Στὴν Ἑλλάδα κινοῦνται γύρω ἀπὸ δύο κέντρα: τὸ «Ἵδρυμα Γκουρτζίεφ» καὶ τὸ «Ἰνστιτοῦτο Γκουρτζίεφ». Σχεδὸν ὅλα τὰ ἔργα τῆς σχολῆς ἔχουν μεταφραστεῖ.
1. Τὸ ἱστορικὸ τῆς σχολῆς.
Ὁ Γεώργιος Ἰβάνοβιτς Γκουρτζίεφ γεννήθηκε τὸ 1869 στὴν Ἁλεξανδρούπολη τῆς ἐπαρχίας Κὰρς τῆς Ἁρμενίας, ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα καὶ μητέρα Ἁρμένισσα. Φοίτησε στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο τῆς γενέτειράς του καὶ ἐν συνεχείᾳ στὸ ρωσικὸ κολέγιο τοῦ Κάρς, ὑπὸ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ στρατιωτικοῦ ἀρχιμανδρίτη Μπόρις, φίλου τοῦ πατέρα του.
Ἁντὶ νὰ ἀκολουθήσει θρησκευτικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς σπουδὲς
καὶ νὰ γίνει παπὰς καὶ γιατρός, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ δάσκαλός
του, ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὴν ἀναζήτηση τῶν
ἐξηγήσεων στὰ μυστήρια ποὺ ἀφήνουν ἀνεξήγητα ἡ θρησκεία καὶ
ἡ ἐπιστήμη: στὴν ἀναζήτηση τῆς Γνώσης μὲ κεφαλαῖο γάμα. Γιὰ
τὴν ἀνεύρεση τῆς «ἀνώτερης» αὐτῆς Γνώσης ἵδρυσε τὸ 1896 τὴν
διεπιστημονικὴ ὁμάδα «Ἁναζητητὲς τῆς Ἁλήθειας», ἀπὸ γιατρούς,
ἀρχαιολόγους, γεωγράφους, μουσικοὺς κ.ἄ. Καὶ ἐξαφανίστηκε, γιὰ
πολλὰ χρόνια, σὲ εἰδικὲς ἀποστολὲς στὴ Μέση Ἁνατολή, τὴν
Αἴγυπτο, τὴν κεντρικὴ Ἁσία, τὴν Ἰνδία, τὸ Θιβέτ, τὴν Ἄπω
Ἁνατολή, τὴν Ἰνδονησία, μέχρι καὶ τὴν Αὐστραλία. Τί ἀπ’
αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια καὶ τί μύθος μόνο ὁ ἴδιος τὸ ξέρει.
Τὸ 1912 ἐμφανίζεται ξαφνικὰ στὴ Μόσχα καὶ ἀναγγέλλει τὴν ἵδρυση τοῦ «Ἰνστιτούτου γιὰ τὴν ἁρμονικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἁνθρώπου». Ὑποτίθεται ὅτι εἶχε βρεῖ μιὰ «πανάρχαια» Γνώση, τὴν εἶχε κάνει «Σύστημα» καὶ ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἐφαρμογή της στὸν σύγχρονο κόσμο. Υἱοθετώντας τὸ θεοσοφικὸ λεξιλόγιο, ποὺ ἦταν τοῦ συρμοῦ στοὺς γνωστικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, προσήλκυσε γύρω του ἕναν ἀριθμὸ σημαντικῶν Ρώσων διανοουμένων. Ἡ προσπάθειά του ἔμεινε, ὡστόσο, στὰ σκαριά. Ἡ Σοβιετικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρωσία. Μετέφερε γιὰ λίγο τὴ σχολή του στὸν Καύκασο. Καὶ ἔπειτα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἁλλὰ οὔτε ἐκεῖ ἦταν εὐνοϊκὲς οἱ συνθῆκες. Ἔτσι κατέληξε στὴ Δύση.
Τὸ 1922 ἐγκαθιστᾶ τὸ Ἰνστιτοῦτο του στὴ Γαλλία, στὸ Πριερέ, κοντὰ στὸ Φοντενεμπλώ. Ἐκεῖ, στὴν ἕδρα τῆς σχολῆς, ἔθεσε σὲ δοκιμασία καὶ προσπαθοῦσε νὰ τελειοποιήσει ἕνα εἰδικὸ σύστημα αἰσθησιοκινητικῶν μεθόδων κατανόησης τῆς Γνώσης, τὶς λεγόμενες «Κινήσεις». Παράλληλα, μέσω δημοσίων διαλέξεων, κοινοποιοῦσε πρὸς τὰ ἔξω τὴ βασικὴ ἰδέα- σκοπὸ τῆς σχολῆς του: τὴν ἐπεξεργασία μιᾶς «ἐπιστημονικῆς» μεθόδου γιὰ τὴν «ἁρμονικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου». Ἡ δουλειά του στὸ Πριερὲ θὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκήσει ἐπιρροὴ σὲ ἐπιλεγμένους ἀνθρώπους στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἁμερική.
Ἁπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ὁμάδων τῆς Μόσχας ὁ Γκουρτζίεφ ἀπέφευγε τὴ γραπτὴ διατύπωση τῶν ἰδεῶν του, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ κατανόηση εἶναι συνάρτηση τοῦ «εἶναι» κάθε ἀνθρώπου. Ὅταν μιὰ ἀνώτερη διδασκαλία κοινοποιεῖται, μέσω ἑνὸς βιβλίου, στὸ δεδομένο ὑπανάπτυκτο «εἶναι» τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καταδικασμένη νὰ παρανοηθεῖ καὶ νὰ διαστρεβλωθεῖ. Τὰ Εὐαγγέλια π.χ. εἶναι προσιτὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι μᾶλλον ἀπογοητευτικό. Χωρὶς τὴ βίωση τῆς ἀλήθειας ἡ κατανόησή της εἶναι ἀδύνατη. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἔλεγε, εἶχε ἐπεξεργαστεῖ τὶς Κινήσεις: ὡς μέσο γιὰ τὴν πρόκληση τοῦ ἀναγκαίου βιώματος. Συνεπὴς στὴν «ἀντισυγγραφικὴ» θέση του δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ἀκροατὲς τῶν διαλέξεών του νὰ κρατοῦν σημειώσεις. (Μερικοὶ βέβαια κατέγραφαν ἔπειτα ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει.)
Μετὰ ἀπὸ ἕνα αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα καὶ γιὰ λόγους ποὺ ἀγνοοῦμε, ὁ Γκουρτζίεφ ἔκλεισε τὸ Ἰνστιτοῦτο του καὶ ἀφοσιώθηκε σ’ αὐτὸ ποὺ πρὶν θεωροῦσε μάταιο: τὴ γραπτὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας του. Ἔγραψε τρία βιβλία: τὶς Ἱστορίες τοῦ Βεελζεβοὺλ στὸν ἐγγονό του, τὶς Συναντήσεις μὲ ἀξιοσημείωτους ἀνθρώπους καὶ τὸ ἡμιτελὲς Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πραγματικὴ παρὰ μόνο ὅταν «Εἶμαι». Τὸ 1935 σταμάτησε νὰ γράφει. Γιὰ ἄγνωστους καὶ πάλι λόγους.
Ὡστόσο δεχόταν κόσμο στὸ διαμέρισμά του στὸ Παρίσι, ὅπου καὶ ἔκανε διάσημες προπόσεις «εἰς ὑγείαν τῶν ἠλιθίων». Καὶ ἐργαζόταν, λένε, ἐντατικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τῶν ἀνθρώπων στοὺς ὁποίους θὰ ἐμπιστευόταν τὸ μέλλον τῆς σχολῆς του. Θὰ πεθάνει τὸ 1949 στὸ Νεϊγύ, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ τελευταῖο μεγάλο ταξίδι του στὴν Ἁμερική.
Ὁ πιὸ προικισμένος μαθητὴς τοῦ Γκουρτζίεφ ἦταν ὁ μαθηματικὸς Πέτρος Ντεμιάνοβιτς Οὐσπένσκυ (1878-1947). Εἶχαν συναντηθεῖ τὸ 1915 καὶ συνεργάζονταν μέχρι τὴν ἐγκατάστασή τους στὴ Δύση. Τὸ βιβλίο του Ἁναζητώντας τὸν κόσμο τοῦ θαυμαστοῦ, ἀποσπάσματα μιᾶς ἄγνωστης διδασκαλίας, θεωρεῖται ἡ καλύτερη ἐπιτομὴ τοῦ γκουρτζιεφικοῦ συστήματος. Ἐκδόθηκε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οὐσπένσκυ καὶ ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Γκουρτζίεφ, ὁ ὁποῖος τὸ βρῆκε «ἀπολύτως ἱκανοποιητικό». Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο ποὺ θὰ κάνει προσιτὲς τὶς ἰδέες τῆς σχολῆς στὸ εὐρύτερο κοινό.
Ἁξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐγκατάστασής τους στὴν Εὐρώπη οἱ δύο ἄνδρες δὲν εἶχαν καμιὰ ἐπικοινωνία. Ὁ Οὐσπένσκυ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἁγγλία καὶ κρατήθηκε ἐπιμελῶς σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν δάσκαλό του. Ἄνοιξε δική του σχολή, ἔφτιαξε μαθητὲς καὶ ἀπέκτησε αὐτοτελῆ φήμη, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ γίνεται λόγος γιὰ «Σχολὴ Γκουρτζίεφ- Οὐσπένσκυ». Καὶ ὄχι ἀδίκως, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι τὰ προηγούμενα ἔργα του, Tertium Organum καὶ Ἕνα νέο πρότυπο τοῦ σύμπαντος (ὅπου βρίσκουμε καὶ τὴ μοναδικὴ ὁλοκληρωμένη θεωρητικὴ διαπραγμάτευση τῆς «αἰώνιας ἐπιστροφῆς»), τὸν εἶχαν καθιερώσει ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ὡς σοβαρὸ καὶ πρωτότυπο γνωστικὸ φιλόσοφο.
Πολὺ πρὶν γνωρίσει τὸν Γκουρτζίεφ, ὁ Οὐσπένσκυ εἶχε μελετήσει τοὺς «δρόμους τοῦ καλόγερου, τοῦ φακίρη καὶ τοῦ γιόγκι». Εἶχε πειστεῖ ὅτι εἶχαν κάποια ἀποτελεσματικότητα, ἀλλὰ μέσα στὸ θρησκευτικό τους οἰκοσύστημα. Τοὺς θεωροῦσε ἐντελῶς ἀκατάλληλους γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁραματιζόταν ἕνα «Σύστημα» βασισμένο στὸν λόγο καὶ στὸ πείραμα – δίχως καθόλου θρησκευτικὰ προαπαιτούμενα. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς πίστεψε ὅτι βρῆκε στὸν «Τέταρτο Δρόμο» τοῦ Γκουρτζίεφ: τὸν «δρόμο» ποὺ «συναιροῦσε» τοὺς τρεῖς παραδοσιακούς, ὑπερβαίνοντάς τους. Μιλᾶ μάλιστα γιὰ «ἀποδείξεις» ποὺ εἶχε λάβει, ἐννοώντας ὅτι ὁ Γκουρτζίεφ κατεῖχε «δυνάμεις» σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἀποδίδονται στοὺς παραδοσιακοὺς δρόμους.
Τὸν προβλημάτιζαν, ὡστόσο, οἱ ἀνεξήγητες πρακτικὲς ἐπιλογὲς τοῦ δασκάλου του στὴν Εὐρώπη. Διέβλεπε σ’ αὐτὲς ἀνομολόγητα θρησκευτικὰ συμφραζόμενα. Εἶχε συνάμα τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Γκουρτζίεφ κοινοποιοῦσε μόνο «ἀποσπάσματα» ἀπὸ τὸ «Σύστημα». Ὅτι ἔκρυβε βασικὰ σημεῖα του... Τελικῶς ἡ διαφορά τους, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔχει σημασία, ἀφοροῦσε στὸν τρόπο ἐφαρμογῆς τῆς γκουρτζιεφικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι στὴ διδασκαλία καθ’ ἑαυτήν.
Στὶς τελευταῖες στιγμές του, ὁ μᾶλλον εὐθὺς καὶ εἰλικρινὴς αὐτὸς ἄνθρωπος θὰ πεῖ: «δὲν ὑπάρχει Σύστημα». Θὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ κεντρικὸς στόχος τῆς ζωῆς του ἦταν μιὰ χίμαιρα.
Ἂν ὁ δάσκαλος ἑστιαζόταν στὸ αἰσθησιοκινητικὸ σύστημα καὶ ὁ καλύτερος μαθητής του στὸ διανοητικό, ἄλλοι θὰ δώσουν ἔμφαση στὸ συναισθηματικό. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ ἱστορικὸς τῆς ρωσικῆς μοναρχίας Μπόρις Μουραβιώφ, θὰ δώσει τὸ πιὸ συστηματικὸ ἔργο τῆς Σχολῆς μὲ τίτλο: Γνώση, μελέτη καὶ σχόλια στὴν ἐσωτερικὴ παράδοση τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐνῶ στὰ ἔργα τῶν Γκουρτζίεφ καὶ Οὐσπένσκυ γίνονται μόνο νύξεις γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες χριστιανικὲς πηγὲς τοῦ συστήματος (ὁ πρῶτος μιλᾶ γιὰ «ἐσωτερικὸ χριστιανισμό», ἐνῶ ὁ δεύτερος παραπέμπει στὴ Φιλοκαλία), στὸ ἔργο τοῦ Μουραβιὼφ τὸ «σύστημα» ἐκτίθεται ρητὰ ὡς «ὀρθόδοξος» χριστιανικὸς γνωστικισμός.
2. Ἡ δική μου ἐπαφὴ μὲ τὸ «σύστημα».
Τὸ 1965-66 εἶχα πάρει τὴ «μεγάλη ἀπόφαση» νὰ ἀφιερωθῶ στὸ ἰδανικὸ τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας. Καὶ καθὼς δὲν γίνεται «ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου» χωρὶς τὸ «ὑποκείμενο τῆς ἀλλαγῆς», εἶχα προσχωρήσει σὲ ὅσους ὑποστήριζαν, ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ξαναφτιαχτεῖ τὸ ἐπαναστατικὸ κόμμα τῆς ἐργατικῆς τάξης. Ἐντάχθηκα, λοιπόν, στὴν προσπάθεια οἰκοδόμησης τῆς «σωστῆς Ὀργάνωσης».
2.1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ἡ ἐμπειρία μου ὅμως ἀπ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια θὰ ἀποβεῖ ἀποκαρδιωτική. Ἦταν μιὰ κωμικοτραγικὴ ἀποτυχία. Καταλήξαμε νὰ κάνουμε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκαμε. Ἁναπαράγαμε καταφανῶς τὰ ἴδια συμπτώματα ποὺ καταγγέλλαμε: ἀσυνέπεια, ὑποκρισία, φιλαρχία, καιροσκοπισμό, ἀλληλοϋπονόμευση κ.λπ. Οἱ δικοί μας «σταλινίσκοι» δὲν εἶχαν νὰ ζηλέψουν τίποτε ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει. Ποῦ νὰ παίρναμε καὶ τὴν ἐξουσία...
Τὸ ἐρώτημα ἀνέκυψε ἀμείλικτο: γιατί ἕνα συλλογικὸ ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο ξεκινᾶ νὰ καταργήσει τὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὴν κυριαρχία, εἶναι καταδικασμένο νὰ τὰ ἀναπαράγει καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα;
Μὲ τὸν μακαρίτη τὸν Ἄρη Ζεπάτο κάναμε ἕναν ἀπολογισμὸ τῆς γενικότερης αὐτῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀριστεροῦ κινήματος. Τὸ συμπέρασμά του εἶχε τρία σημεῖα:
1. Δὲν μπορεῖς νὰ «ἀλλάξεις τὸν κόσμο», ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις ὁ ἴδιος.
2. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἀλλάξεις. 3. Μιὰ θεωρία γιὰ τὴν αὐτο-αλλαγὴ τοῦ ὑποκειμένου εἶναι πρωταρχικὴ ἀπαίτηση. Ἡ θεωρία μας, ὁ μαρξισμός, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πεῖ γιὰ τὸ θέμα.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ψάξουμε ἀλλοῦ.
2.2. Η «ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΕξΕΛΙξΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
Κατευθυνθήκαμε κατ’ ἀρχὰς στὴν ψυχολογία, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς φροϋδομαρξιστὲς καὶ φτάνοντας στὸν Γιούνγκ. Αὐτὸς ὁ τελευταῖος μιλοῦσε ρητὰ γιὰ τὴν «ἐξατομίκευση» καὶ τὰ προβλήματά της. Διαπιστώσαμε ὅμως ὅτι ἡ μοντέρνα ψυχολογία, καθὼς ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὸν ψυχικὰ ἄρρωστο, δὲν ἔχει ἀπάντηση.
Χρειαζόμασταν μιὰ ψυχολογία ἡ ὁποία νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ὑγιῆ» ἄνθρωπο. Ἁναζητώντας την φτάσαμε στὴ σχολὴ Γκουρτζίεφ, ἡ ὁποία πρόσφερε ἀκριβῶς ἕνα «σύστημα» αὐτο-αλλαγῆς τοῦ συνηθισμένου-ὑγιοῦς ἀνθρώπου. Μιὰ «ψυχολογία τῆς δυνατῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου». Ἰδοὺ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἰδέες της:
1. Ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἡμιτελὲς ὄν, ποὺ πρέπει νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ δικές του συνειδητὲς προσπάθειες.
Ἡ ἰδέα ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει λόγω τῆς μηχανικότητάς του, μιᾶς εἰδικῆς μορφῆς ὕπνου, μέσα στὴν ὁποία ἀναλώνει τὴ ζωή του.
3. Ἡ ἰδέα ὅτι ἔχουμε μέσα μας πολλὰ ἄσχετα μεταξύ τους ἐγώ, ἡ χαοτικὴ κίνηση τῶν ὁποίων μᾶς κάνει ἕρμαια τῆς τύχης καὶ τῆς
ἀ νάγκης.
4. Ἡ διάκριση «οὐσίας» καὶ «προσωπικότητας» μέσα μας, ὅπου ἡ
δεύτερη ἀναπτύσσεται σὲ βάρος τῆς πρώτης.
5. Ἡ διάκριση τριῶν ψυχικῶν κέντρων μέσα μας –νοητικοῦ, συναισθηματικοῦ, κινητικοῦ–, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν μονόπλευρα
καὶ ἄναρχα.
6. Ἡ μεγάλη σημασία τῆς αὐτεπίγνωσης καὶ τῆς πάλης μὲ τὴ δυαδικὴ σκέψη, τὴ φαντασία καὶ τὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα, προκειμένου νὰ ἔχουμε μιὰ συνειδητὴ καὶ ἐλεύθερη προσωπικὴ ἐξέλιξη.
Ἡ διαπραγμάτευση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν ἔπειθε ὅτι εἶχαν πίσω τους πλούσια ἐπεξεργασμένη ἐμπειρία καὶ ὄχι ἁπλῶς εὐφυῆ διανοήματα.
Ἡ ψυχολογία τοῦ γκουρτζιεφικοῦ συστήματος κάλυπτε πλήρως τὶς ἀπαιτήσεις μου. Εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα. Ἡ κοσμολογία του ὅμως μὲ πάγωσε κυριολεκτικά.
Φοβούμενος ὅτι τὴν παρανοῶ, καθὼς εἶναι ἰδιαίτερα πολύπλοκη, τῆς ἀφιέρωσα ἐνδελεχῆ μελέτη. Ἡ μελέτη ἐπιβεβαίωσε τὴν αἴσθησή μου. Ἡ τόσο ἑλκυστικὴ ψυχολογία τοῦ «συστήματος» ἦταν ἐγγεγραμμένη σὲ μιὰ ἀπολύτως ἀναγκαιοκρατικὴ κοσμολογία.
2.3. Η «ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΕξΕΛΙξΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
Τὰ κοινωνικὰ προβλήματα ὑπερκαθορίζονται ἀπόλυτα ἀπὸ ἐξωκοινωνικὲς ἐπιδράσεις («κοσμικές», «πλανητικὲς» κ.τ.τ.). Δὲν μποροῦμε στὸ κοινωνικὸ πεδίο νὰ διαρρήξουμε τὰ δεσμὰ τῆς τύχης καὶ τῆς ἀνάγκης. Προσκρούουμε στὸν «Γενικὸ Νόμο». Συνεπῶς: Τὸ αἴτημα τῆς «ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου» στερεῖται νοήματος.
Μόνο στὸ ἀτομικὸ πεδίο μποροῦν νὰ ὑπάρξουν συνειδητὲς ἀλλαγές, γιατὶ ἰσχύει ἐκεῖ ὁ «Νόμος τῆς Ἐξαίρεσης». Σὲ συνάφεια ὅμως μὲ τὸν «γενικὸ νόμο» τὰ ὅποια θετικὰ ἀποτελέσματα τῆς «ἐργασίας πάνω στὸν ἑαυτὸ» δὲν «κρυσταλλώνονται» στὸ ἐπίπεδο τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων, ἀλλὰ κάπου «ἔξω ἀπ’ αὐτό» (π.χ. στὸν «ἀστρικὸ» χῶρο).
Ἐκεῖ ὅμως εἶναι ἀδύνατη ἡ διϋποκειμενικὴ ἐπαλήθευση τῶν ἐπιτευγμάτων. Ὁ «λιγότερο ἐξελιγμένος» δὲν ἔχει κανένα ἐμπειρικὸ τρόπο νὰ δεῖ τί τὸν κάνει ὑποδεέστερο τοῦ καθοδηγητῆ του. Ἁποτέλεσμα: Ἡ ἀναγκαία ἱεράρχηση στὸ πλαίσιο τῆς συλλογικῆς ἐργασίας (σχολῆς, ὀργάνωσης κ.λπ.), καὶ κατὰ προέκταση στὸ ἐπίπεδο τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἀπὸ ἀξιοκρατικὴ γίνεται ἀναγκαστικὰ δεσποτική.
Συνεπῶς: Ἁποθέωση τοῦ δεσποτισμοῦ.
3. Τὰ ἑλληνικὰ αὐτονόητα.
Προβληματισμένος ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο αὐτό, ἀποφάσισα νὰ ἀκολουθήσω τὶς παραπομπὲς τοῦ «συστήματος» στὸν χριστιανισμό.
Πῆγα ἔτσι στοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Εἶδα νὰ διαπραγματεύονται τὸ ἴδιο θέμα, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀλλὰ μὲ μεγαλύτερη διαύγεια. Παράδειγμα ἡ θέση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γιὰ τὴ φιλαυτία ὡς μητέρα ὅλων τῶν παθῶν. Πῶς δηλαδὴ εἶναι ἀνίκητα τὰ πάθη ὅσο παραμένει ἡ φιλαυτία. Πῶς καμιὰ «ἀφύπνιση τῆς συνείδησης» δὲν εἶναι ἀρκετή. Πῶς μόνο ἡ βιωματικὴ σχέση ἀγάπης πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πλησίον μπορεῖ νὰ περιορίσει τὴ φιλαυτία, ἐπιτρέποντας κάποιο θετικὸ ἀποτέλεσμα στὸ πεδίο τῶν παθῶν. (Μᾶς τὰ θύμισε πρόσφατα ὁ σεβασμιώτατος Περγάμου σὲ μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἔκδοση τῆς Μονῆς Κύκκου μὲ τίτλο Ὀρθοδοξία καὶ σύγχρονος κόσμος.)
Διαπίστωσα ἐπιπλέον ὅτι ἡ ψυχολογία τῶν νηπτικῶν Πατέρων δὲν γνωρίζει κοσμολογικοὺς περιορισμούς. Ὁ «κοινός μας πατέρας» δὲν ἔφτιαξε τὸν κόσμο «ἀπὸ ἀνάγκη», ὅπως λέει τὸ γκουρτζιεφικὸ σύστημα, ἀλλὰ «ἀπὸ ἀγάπη». Θεμέλιο τοῦ κόσμου δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ ἐλευθερία.
Ἔφτασα ἔτσι νὰ ἀπορρίψω τὸ «σύστημα» στὸ σύνολό του. Ἡ πράξη μου καθορίστηκε κατὰ βάθος ἀπὸ τὰ ἀντιγνωστικιστικὰ αὐτονόητα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας μου. Ἁκριβέστερα: τῶν ψιχίων της ποὺ εἶχα πάρει μικρός.
Ἁναφέρω δύο παραδείγματα γιὰ νὰ ἐξηγήσω τί ἐννοῶ:
α) Ἡ Καλυψώ, αὐτὴ ἡ ἀπείρου κάλλους θεά, ποὺ μὲ ἔχει ἐρωτευθεῖ, εἶναι ἕνα σοῦπερ «σύστημα», μπρὸς στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι «ἁπλῶς ὀδοντόκρεμες». Ὑπόσχεται σὲ μένα, τὸν ταλαίπωρο μικρὸ Ὀδυσσέα, νὰ μὲ κάνει ἀθάνατο. Ἁρκεῖ νὰ μείνω στὸ θεσπέσιο νησί της. Μοῦ ὑπόσχεται τὴν τέλεια ἀτομικότητα, γιατὶ δὲν μοῦ ἐξασφαλίζει μόνο τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος, ἐδῶ καὶ τώρα. Ἐγὼ ὅμως κατέχομαι ἀπὸ τὸν «Νόστο τοῦ Προσώπου». Προτιμῶ τὸν γυρισμὸ στὴ θνητότητα: στὰ ἐφήμερα ἀγαπημένα οἰκεῖα μου πρόσωπα.
Σημειῶστε καὶ τοῦτο: Εἶμαι χαμένος, ἂν δὲν πετάξω τελείως ἀπὸ πάνω μου τὰ ροῦχα ποὺ μοῦ χάρισε ἡ θεά. Ὅταν θὰ ἔχω φύγει ἀπ’ τὸ νησί της καὶ θὰ παλεύω μὲ τὰ κύματα.
β) Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «δι’ ὑπερβολὴν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος», κατεβαίνει στὸ δικό μας ἐπίπεδο. Γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἀφήνει νὰ τὸν σταυρώσουν, προκειμένου νὰ ξεσκεπάσει τὸν μηχανισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας: τῆς δικῆς μας καὶ τῆς φύσης, ἡ ὁποία στενάζει μαζί μας ἄχρι τοῦ νῦν. Στὴ συνέχεια ἀναρίθμητοι μάρτυρες ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του.
Ἁπὸ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα προβάλλει μιὰ διαμετρικὰ ἀντίθετη ὑποκειμενοποιητικὴ κατεύθυνση, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἀγάπη τοῦ ἐφήμερου-θνητοῦ Προσώπου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἀθανασία. Ἡ ὑπέρτατη δόξα (ἡ «δυνατὴ ἐξέλιξη») τοῦ ἀτόμου εἶναι ἐδῶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὸ καλὸ τοῦ συνόλου. Ἁπ’ αὐτὸν ἀντλεῖ τὸ νόημά της ἡ «καλὴ ἀλλοίωση» – ἡ «ἀλλαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ».
4. Κοσμοκεντρικὴ ἢ κοινωνιοκεντρικὴ ἐξατομίκευση;
Ἡ κοσμοκεντρικὴ ὀντολογία τοῦ «συστήματος» ἔρχεται ἀπὸ τὰ δεσποτικά-κολεκτιβιστικὰ περιβάλλοντα τῆς Ἁσίας, ἀπ’ ὅπου ἄντλησε τὶς ἐμπνεύσεις του ὁ Γκουρτζίεφ. Ἡ κοινωνικὴ τάξη τοῦ ἀσιατικοῦ δεσποτισμοῦ εἶναι, ὡς γνωστόν, προέκταση τῆς κοσμικῆς τάξης.
Ἡ αὐτονομία τῆς κοινωνικῆς τάξης ἔναντι τῆς κοσμικῆς εἶναι ἀντίληψη ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλου εἴδους πολιτισμούς: τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν νεωτερικό. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἀναπτύχθηκε, ἀκριβῶς, ὡς προσπάθεια ἀποκόλλησης τῆς κοινωνικῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τάξη. Γι’ αὐτὸ καὶ φθάνει στὴν κοινωνικὴ ἐξατομίκευση τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δημοκρατία καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ τραγικοῦ. Πράγματα ἐντελῶς ξένα στοὺς δεσποτικούς-κολεκτιβιστικοὺς πολιτισμούς: τὸν αἰγυπτιακό, τὸν περσικό, τὸν ἰνδικό, τὸν κινέζικο, τὸν ἰαπωνικό, τῶν Ἁζτέκων, τῶν Ἴνκας, τῶν Κελτῶν, τῶν Ἐτρούσκων.
Στοὺς δεσποτικοὺς πολιτισμοὺς ἡ ἀτομικότητα δὲν μπορεῖ, οὔτε πρέπει, νὰ ἔχει κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἡ ἐκδήλωσή της στὸ πεδίο τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ὡς διεκδίκηση ἀτομικῆς ἐλευθερίας, θεωρεῖται ἕνα πολὺ ἐπικίνδυνο παθολογικὸ φαινόμενο, γιατὶ ἀποσυνθέτει τὴν δεσποτικὴ συνοχὴ τῆς κολεκτιβιστικῆς τάξης. Ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεοῦται ἐκεῖ νὰ καταβάλει σύντονες προσπάθειες νὰ ἐξαλείψει τὸ ἐγὼ μέσα του. Εἰδικοὶ θεσμοί, μοναστήρια καὶ σχολές, εἶναι ἕτοιμα νὰ τοῦ προσφέρουν τὶς κατάλληλες τεχνικὲς γιὰ τὴν «αὐτοκτονία του ἐπὶ μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου».
Στοὺς πολιτισμοὺς τῆς κοινωνικῆς ἐξατομίκευσης, ὅπως ὁ ἑλληνικὸς καὶ ὁ νεωτερικός, ἡ θέληση νὰ κατοχυρωθεῖ καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἐλεύθερα ἡ προσωπικότητα εἶναι θεμελιακὴ κινητήρια δύναμη. Εἶναι τὸ λεγόμενο ἀνθρωποκεντρικὸ πρόταγμα. Βεβαίως ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκοῦν στὴν προσωπικότητα τὰ γνωστικιστικὰ συστήματα δὲν εἶναι ἄστοχη. Εἶναι ἀσταθής, ἀντιφατική, μονομερής, ἐγωιστικὴ κ.λπ. Εἶναι ἡ λεγόμενη κρίση τῆς ἐξατομίκευσης, ποὺ τὴν πέρασε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ τὴν περνάει σήμερα ὁ νεωτερικὸς πολιτισμός, βιώνοντας τὴν τρομερὴ κατολίσθησή του στὸν μεταμοντέρνο μηδενισμό.
Ὁ γκουρτζιεφικὸς γνωστικισμὸς ὑπόσχεται τὴν «πραγματικὴ ἀτομικότητα». Ἁνταποκρίνεται ἔτσι στὸ πρόβλημα τῶν καιρῶν: τὴν ἀποσύνθεση τοῦ ἀτόμου. Ὁ ἐξωκοινωνικὸς ὅμως χαρακτήρας της καὶ τὰ δεσποτικά της συμφραζόμενα τὴν καθιστοῦν λύση χειρότερη ἀπὸ τὸ πρόβλημα.
Τὴν ἀπάντηση στὴν κρίση τῆς ἐξατομίκευσης τὴν ἔχει ἤδη προσφέρει ὁ χριστιανισμός, γιατὶ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸ διαλυμένο ἄτομο νὰ ἀναγεννηθεῖ «ἄνωθεν» κι ἀπὸ ἄτομο νὰ γίνει Πρόσωπο. Ἁναδεικνύοντας ὡς περιεχόμενο τῆς ἀνακαινισμένης προσωπικότητας τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας, ἐπιτρέπει τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῆς ἀτομικότητας καὶ τῆς καθολικότητας ἀκριβῶς στὸ πεδίο τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων. Ἡ «πραγματικὴ ἀτομικότητα» ἐπιτυγχάνεται στὸ ἐδῶ καὶ τώρα. Ὄχι ὡς «ἀστρικὸ» ἢ ἄλλου εἴδους «κοσμικὸ» σῶμα, ἀλλὰ ὡς κοινωνικὸ σῶμα. Ὁ Ἕνας Θεός του εἶναι Ἁγάπη. Τριάδα Προσώπων. Ἁγάπη, ὄχι ὡς ἐνέργεια «κοσμική», δηλαδὴ ἐξωκοινωνική, ἀλλὰ ὡς πνεῦμα κοινωνίας. Εἶναι ἐνέργεια «ἄκτιστη» καὶ ὄχι «κτιστή». Ὁ Λόγος της εἶναι τὸ ὀντολογικὸ θεμέλιο τοῦ Κόσμου.
Ἁλλὰ γιὰ νὰ πλησιάσω τὴ χριστιανικὴ ὑπέρβαση τοῦ γνωστικισμοῦ ἔπρεπε, τί παράξενο, νὰ μὲ περιλάβει πρῶτα ὁ δαιμόνιος συμπατριώτης μας ἀπὸ τὸν Καύκασο: ὁ Γεώργιος Γεωργιάδης ἢ Γκουρτζίεφ.
περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τ. 108 (Oκτ. Δεκ. 2008)
(Αντίφωνο, 13.10.2014)
Ἡ Ἑλληνική Ἐμπειρία ἐκζήτησης τῆς Ἀρχής, ποὺ πυροδοτήθηκε ἀπὸ Ὅμηρο καὶ Ἡσίοδο, συνεχίσθηκε με Ἡράκλειτο, Θαλῆ, Ἀναξίμανδρο, Ἀναξαγόρα, Δημόκριτο, διέλυσε τὰ μυθολογικά, θρησκευτικά συντάγματα καὶ τὶς φυλετικὲς κοινωνίες, εἰσήγαγε τὴν ἰδιότητα τοῦ πολίτου ὡς ἐξ ἴσου μετόχου- «ἐκκλησιαζομένου», στὴν Πόλη καὶ ἔφθασε μέσῳ Πλάτωνος – Σωκράτους, στὴν ἀναγνώριση τῆς ἀνθρωπίνης Ὑπάρξεως ὡς Ἱερᾶς.
Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ γκρεμίζει ὁριστικά τὴν φυλετική κουλτούρα. Ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία καταχώρησε ὡς ἀπαξία ὁλόκληρη τὴν κοινωνικὴ τάξη, δηλαδή κάθε διάκριση. Ὅλοι εἶναι ἴσοι ὡς πρόσωπα θεούμενα κατά χάριν Θεοῦ. Βεβαίως δὲν ἔχουν καταργηθῆ ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ διακρίσεις, ἀλλὰ ἔπαψαν νὰ ἔχουν θρησκευτική, δηλαδὴ ἠθική, νομιμοποίηση καὶ κάλυψη.
Συμπληρώνουν οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι ἡ βιολογική, κοινωνικὴ καὶ φυσική ἀναγκαιότητα δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Αὐτεξουσίου ἀποδιώχνει καὶ μετατρέπει τὸ ‘προϋπᾶρχον' κακό, ἀπὸ συστατικὸ τοῦ μυθολογικοῦ κόσμου, σὲ πρόβλημα δυνητικῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρωπίνου Ὅντος.
Πῶς συναρτῶνται τώρα ἡ Ἑλληνορθόδοξη Φιλοσοφία καὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ μυθολογικὸ σύνταγμα (Παλαιὰ Διαθήκη) ποὺ καθορίζει ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ ἐνοχὴ καὶ μάλιστα ἐκ κληρονομίας; Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ μετατρέπει τὴν ἐργασία ἀπὸ πηγὴ προσφορᾶς καὶ συμμετοχῆς στὴν κοινωνία σὲ ἀπαξία, τὴν δὲ μητρότητα σὲ ἀφόρητο πόνο. Ποὺ μόνο ἀνελεύθεροι ἤ ἐπικυρίαρχοι μποροῦν νὰ πρεσβεύουν. Διότι τὸ ἐνοχικὸ θρησκευτικὸ μοντέλο, ἀκυρώνει τὶς δυνατότητες τῆς ἐλευθερίας, τὴν ἐξορίζει ἀπὸ τὴν συνυπαρκτικὴ περιοχὴ (κοινωνία). Φανερώνει οὐσιαστικὰ, τρόμο, μπροστὰ στὴν ἐλευθερία. Κρατούντων καὶ κρατουμένων.
Πουθενὰ στὰ Εὐαγγέλια δὲν ὑπεισέρχεται ἡ ἔννοια τῆς πτώσεως καὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, παρὰ μόνον ἀργότερα καὶ στά πλαίσια τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ ὁμοθρήκους τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τιμωροῦ τοῦ "περιουσίου" (ἄλλη θεμελιώδης ἀντίφαση) λαοῦ, ὅταν παρεκτρέπεται ἤ τῶν ἐχθρῶν του!
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ συνεχισθῇ ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἑλληνορθόδοξης σκέψης, δηλαδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας, ἐνστερνίσθηκε ἡ Ὀρθοδοξία τὸ δῆθεν παραδειγματικὸ πλαίσιο τῆς "παιδευτικῆς" λειτουργίας τῶν ἰουδαϊκῶν μυθολογιῶν καὶ δημιουργεῖ σχιζοφρενεῖς καταστάσεις στὰ μυαλὰ τῶν παιδιῶν μας. Ἔτσι ποὺ ἡ ἀποχώρησὴ τους ἀπὸ τὸν ποιμαντορικό λόγο νὰ εἶναι βεβαία, ἀφοῦ ἡ Π.Δ. βρίθει ἀπὸ ἐγκλήματα, πάθη, ἀγριότητες πολεμικὲς, ἀλλὰ καὶ νομικὲς ἐπιβολὲς προκειμένου νὰ τιθασσευθῇ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γιὰ νὰ μὴν ποῦμε γιὰ τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὴν σεξουαλικότητα καὶ τὴν γυναίκα κατὰ τὴν ἔμμηνο καὶ ὄχι μόνο, ρύση (ἐνῷ πουθενὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν ὑπάρχει ἔστω καὶ ἡ παραμικρὴ νύξη γι’ αὐτά). Δὲν πρωτεύει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σχέση, ἀλλὰ μιὰ πανικόβλητη προσπάθεια ἀπόσεισης καὶ ἀμνήστευσης φαντασιακῶν καὶ ἀνύπαρκτων ἐνοχῶν. Ποὺ ἀφήνει νευρωτικὰ ἐρείπια.
Ὅμως ἕνας Θεὸς χωροφύλακας καὶ δικαστὴς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Θεὸς. Γι' αυτὸ καὶ ἡ 'Oρθοδοξία μιλᾶ γιὰ ἀγάπη, σχέση κοινωνίας, ἐκκλησία -κάλεσμα σχέσης μὲ τὸν Θεό, τρόπο βίου κατὰ Θεὸν καὶ ἐν τέλει θέωση, κατὰ χάριν Θεοῦ. Μιὰ θέωση κατ’ ἐπιταγὴν εἶναι ἀνελεύθερη καὶ συνεπῶς παραλογισμός. Ἡ τραγικότητα τοῦ Ἀνθρώπου δὲν ἀποτυπώνεται στὰ μυθολογικὰ Ἰουδαϊκὰ κείμενα, ἀλλὰ μόλις στοὺς 1440 στίχους τῆς Ἀντιγόνης τοῦ Σοφοκλέους.
Ἄς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι τὴν ἰουδαϊκὴ μυθολογικὴ ἱστορία, τὴν κατέστησε οἰκουμενικὴ ὡς Ἁγία Γραφὴ ὁ διοικῶν Χριστιανισμός. Ὅμως ὁ Ἄνθρωπος, ὀντολογικὰ, εἶχε ἠδη προχωρήσει πολύ.
Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ γκρεμίζει ὁριστικά τὴν φυλετική κουλτούρα. Ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία καταχώρησε ὡς ἀπαξία ὁλόκληρη τὴν κοινωνικὴ τάξη, δηλαδή κάθε διάκριση. Ὅλοι εἶναι ἴσοι ὡς πρόσωπα θεούμενα κατά χάριν Θεοῦ. Βεβαίως δὲν ἔχουν καταργηθῆ ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ διακρίσεις, ἀλλὰ ἔπαψαν νὰ ἔχουν θρησκευτική, δηλαδὴ ἠθική, νομιμοποίηση καὶ κάλυψη.
Συμπληρώνουν οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι ἡ βιολογική, κοινωνικὴ καὶ φυσική ἀναγκαιότητα δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Αὐτεξουσίου ἀποδιώχνει καὶ μετατρέπει τὸ ‘προϋπᾶρχον' κακό, ἀπὸ συστατικὸ τοῦ μυθολογικοῦ κόσμου, σὲ πρόβλημα δυνητικῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρωπίνου Ὅντος.
Πῶς συναρτῶνται τώρα ἡ Ἑλληνορθόδοξη Φιλοσοφία καὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ μυθολογικὸ σύνταγμα (Παλαιὰ Διαθήκη) ποὺ καθορίζει ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ ἐνοχὴ καὶ μάλιστα ἐκ κληρονομίας; Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ μετατρέπει τὴν ἐργασία ἀπὸ πηγὴ προσφορᾶς καὶ συμμετοχῆς στὴν κοινωνία σὲ ἀπαξία, τὴν δὲ μητρότητα σὲ ἀφόρητο πόνο. Ποὺ μόνο ἀνελεύθεροι ἤ ἐπικυρίαρχοι μποροῦν νὰ πρεσβεύουν. Διότι τὸ ἐνοχικὸ θρησκευτικὸ μοντέλο, ἀκυρώνει τὶς δυνατότητες τῆς ἐλευθερίας, τὴν ἐξορίζει ἀπὸ τὴν συνυπαρκτικὴ περιοχὴ (κοινωνία). Φανερώνει οὐσιαστικὰ, τρόμο, μπροστὰ στὴν ἐλευθερία. Κρατούντων καὶ κρατουμένων.
Πουθενὰ στὰ Εὐαγγέλια δὲν ὑπεισέρχεται ἡ ἔννοια τῆς πτώσεως καὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, παρὰ μόνον ἀργότερα καὶ στά πλαίσια τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ ὁμοθρήκους τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τιμωροῦ τοῦ "περιουσίου" (ἄλλη θεμελιώδης ἀντίφαση) λαοῦ, ὅταν παρεκτρέπεται ἤ τῶν ἐχθρῶν του!
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ συνεχισθῇ ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἑλληνορθόδοξης σκέψης, δηλαδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας, ἐνστερνίσθηκε ἡ Ὀρθοδοξία τὸ δῆθεν παραδειγματικὸ πλαίσιο τῆς "παιδευτικῆς" λειτουργίας τῶν ἰουδαϊκῶν μυθολογιῶν καὶ δημιουργεῖ σχιζοφρενεῖς καταστάσεις στὰ μυαλὰ τῶν παιδιῶν μας. Ἔτσι ποὺ ἡ ἀποχώρησὴ τους ἀπὸ τὸν ποιμαντορικό λόγο νὰ εἶναι βεβαία, ἀφοῦ ἡ Π.Δ. βρίθει ἀπὸ ἐγκλήματα, πάθη, ἀγριότητες πολεμικὲς, ἀλλὰ καὶ νομικὲς ἐπιβολὲς προκειμένου νὰ τιθασσευθῇ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γιὰ νὰ μὴν ποῦμε γιὰ τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὴν σεξουαλικότητα καὶ τὴν γυναίκα κατὰ τὴν ἔμμηνο καὶ ὄχι μόνο, ρύση (ἐνῷ πουθενὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη δὲν ὑπάρχει ἔστω καὶ ἡ παραμικρὴ νύξη γι’ αὐτά). Δὲν πρωτεύει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σχέση, ἀλλὰ μιὰ πανικόβλητη προσπάθεια ἀπόσεισης καὶ ἀμνήστευσης φαντασιακῶν καὶ ἀνύπαρκτων ἐνοχῶν. Ποὺ ἀφήνει νευρωτικὰ ἐρείπια.
Ὅμως ἕνας Θεὸς χωροφύλακας καὶ δικαστὴς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Θεὸς. Γι' αυτὸ καὶ ἡ 'Oρθοδοξία μιλᾶ γιὰ ἀγάπη, σχέση κοινωνίας, ἐκκλησία -κάλεσμα σχέσης μὲ τὸν Θεό, τρόπο βίου κατὰ Θεὸν καὶ ἐν τέλει θέωση, κατὰ χάριν Θεοῦ. Μιὰ θέωση κατ’ ἐπιταγὴν εἶναι ἀνελεύθερη καὶ συνεπῶς παραλογισμός. Ἡ τραγικότητα τοῦ Ἀνθρώπου δὲν ἀποτυπώνεται στὰ μυθολογικὰ Ἰουδαϊκὰ κείμενα, ἀλλὰ μόλις στοὺς 1440 στίχους τῆς Ἀντιγόνης τοῦ Σοφοκλέους.
Ἄς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι τὴν ἰουδαϊκὴ μυθολογικὴ ἱστορία, τὴν κατέστησε οἰκουμενικὴ ὡς Ἁγία Γραφὴ ὁ διοικῶν Χριστιανισμός. Ὅμως ὁ Ἄνθρωπος, ὀντολογικὰ, εἶχε ἠδη προχωρήσει πολύ.
Τοῦ Γιώργου Κακαρελίδη
Καθηγητοῦ Ἐφαρμογῶν στὴν Ἐπιχ. Ἒρευνα & Στατιστικὴ τοὒ ΤΕΙ Πατρῶν
kakarelidis@gmail.com
Καθηγητοῦ Ἐφαρμογῶν στὴν Ἐπιχ. Ἒρευνα & Στατιστικὴ τοὒ ΤΕΙ Πατρῶν
kakarelidis@gmail.com
Ἔχετε δεῖ πῶς παρουσιάζουν τὰ Χριστούγεννα, τὰ διάφορα σχολικά βιβλία, ἡ τηλεόραση καὶ τὰ ΜΜΕ; Κάτι σὰν φολκλὀρ! Μιὰ ρηχή ἀναπαράσταση καὶ χρήση λέξεων καὶ φράσεων, ἴδιες ἀκριβῶς μὲ αὺτὲς ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὶς ἐπισκέψεις στὰ μαιευτήρια, μαζί μὲ τυπικά ἐπιφωνήματα καὶ εὐχές. Μὲ τὴν προσθήκη γλυκανἀλατων ἐκφράσεων γιὰ βοήθεια πρὸς τοὺς ἀσθενέστερους.
Πῶς λοιπὸν νὰ δώσουμε στὰ παιδιά νὰ καταλάβουν τὴν ἔννοια τῆς ἐνανθρώπισης; Ὄχι τῆς μεταμόρφωσης, ποὺ ὑπῆρχε στὸ πολυθεϊστικὸ καὶ ἀνιμιστικὸ τυπικό, στὰ μικυμάους καὶ στὶς ταινίες φαντασίας μικρῶν καὶ μεγάλων παιδιῶν, ὡς μιὰ παραλλαγὴ ὄψεως. Καὶ φυσικά, δὲν ἀναφέρομαι στὰ μικρά παιδιά μόνον, ἀλλὰ καὶ στοὺς μαθητὲς Λυκείου καὶ στοὺς φοιτητές καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἑκατονταετίες ἀργότερα, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα τῶν Λαῶν τῆς Θάλασσας, συζητοῦσε, στὶς ἀγορὲς καὶ στούς δρόμους, τὸ ἀπορεῖν καὶ τὰ νοήματα τῆς ἀνθρώπινης ὑπαρξης, τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸ μεταφυσικό πρόβλημα καὶ ἐξ αὐτῶν προσπαθοῦσε νὰ ἐρμηνεύσῃ καὶ καθορίσῃ, τὸν ὅποιο τρόπο τοῦ βίου. Ὄχι μόνον σὲ Ἀκαδημίες καὶ Ἱερατεῖα, ἀλλὰ παντοῦ, μὲ γλωσσικὸ ὄργανο τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων ἀρχαίων καὶ ἐκκλησιαστικῶν.
Μέσα σὲ συνθῆκες δύσκολου βίου, μὲ ἀσθένειες, μὲ φυσικὲς καταστροφὲς, μὲ φοβερὴ παιδικὴ θνησιμότητα, μὲ πρόβλημα παραγωγῆς, διακίνησης, διατροφῆς καὶ χίλιους δυὸ ἀντιξόους παράγοντες, μὲ πρόβλημα ἐπιβίωσης ἐν γένει, οἰ ἄνθρωποι έπροβληματίζοντο μεταφυσικὰ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ψηλαφήσουν τρόπο ζωῆς καὶ κοινωνίας.
Δυὀ χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, μὲ τὸν ἄνθρωπο νικητὴ, στὰ περισσότερα προβλήματα ποὺ προαναφέραμε, ὁ τρόπος ζωῆς καὶ κοινωνίας ἀγγίζει τὰ ὄρια τοῦ παραλογισμοῦ (ἀκόμη καὶ σὲ συνθῆκες φεουδαρχίας, τότε, ὁ δεκατισμός, ἡ ἐκχώρηση τοῦ ἐνὸς δεκάτου τῆς παραγωγῆς στὸν ἀφέντη, θεωρεῖται «εὐλογία», ἄν τὸν συγκρίνουμε μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα τῆς ἐπίσημης καὶ άρπακτικῆς κλεπτοκρατίας). Κυρίως ὅμως μὲ τὴν ἄθλια ἐπιβολὴ τοῦ Ἐγὼ ἔναντι τοῦ Ἄλλου. Σὲ ὀλα τὰ ἐπίπεδα.
Τὸ Ἀρχῆθεν τοῦ Ἡρακλείτου, τὶς Πλατωνικές «Ἰδέες». τὴν Ἀριστοτελικὴ «Σπουδαία Πάξη», οὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐμπλούτιζαν μὲ τὶς διδαχὲς τοῦ ναζωραίου καὶ ἀνασυνέθεταν σὲ νοηματικὲς ἐστίες γιὰ τὴν σήμανση τῆς ταυτότητος τοῦ Ὅντος, μέσα σὲ μιὰ ἀέναη διαδικασία καὶ πράξη ἀλληλοναγνώρισης τοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ Ἄλλου (προσώπων καὶ κόσμου κατὰ τὸν Ι. Γεράση).
Ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ὕπαρξη γιὰ νὰ εἰσχωρήσῃ στὴν αἰώνια, πρέπει νὰ βιὠσῃ τὴν ἀγαθὴ ὕπαρξη, διαφορετικὰ ἀποσκοπεῖ στὴν κοσμικὴ ἐξουσία.
Αὐτὴ ἡ πρόσκληση, ἐλευθέρως, γιὰ τὸ άγαθόν, τὴν θέωση δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ χάριν Θεοῦ, μακρὰν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀπορεῖν τοῦ καθ’ ἑνὸς μας. Γιὰ τὴν Προσωπικὴ μας ὕπαρξη, γιὰ τὸ κορμί μας, ἔχυσε ποτάμια αἵματος ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὄχι γιὰ τὸ άπροσδιόριατο πνεῦμα μας καὶ τὴν σωτηρία του.
Οἱ σύγχρονες ὅμως κουβέντες μας, διατομικὲς ἤ διαδικτυακές, ἀφοροῦν, ὅπως μᾶς ἐπιτιμᾶ, τραγουδώντας, ὁ Βιολάρης, σὲ στίχους Πυθαγόρα, τό «... μα εμείς τα λησμονάμε, κι όλη μέρα συζητάμε, πού θα βγούμε, πού θα φάμε, ποια γραβάτα θα φοράμε, ποια γυναίκα προτιμάμε, Δόξα τω Θεώ, καλά περνάμε ...»
Τοῦ Γιώργου Κακαρελίδη
Καθηγητοῦ Ἐφαρμογῶν στὴν Ἐπιχ. Ἒρευνα & Στατιστικὴ τοὒ ΤΕΙ Πατρῶν
kakarelidis@gmail.com
Πῶς λοιπὸν νὰ δώσουμε στὰ παιδιά νὰ καταλάβουν τὴν ἔννοια τῆς ἐνανθρώπισης; Ὄχι τῆς μεταμόρφωσης, ποὺ ὑπῆρχε στὸ πολυθεϊστικὸ καὶ ἀνιμιστικὸ τυπικό, στὰ μικυμάους καὶ στὶς ταινίες φαντασίας μικρῶν καὶ μεγάλων παιδιῶν, ὡς μιὰ παραλλαγὴ ὄψεως. Καὶ φυσικά, δὲν ἀναφέρομαι στὰ μικρά παιδιά μόνον, ἀλλὰ καὶ στοὺς μαθητὲς Λυκείου καὶ στοὺς φοιτητές καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἑκατονταετίες ἀργότερα, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα τῶν Λαῶν τῆς Θάλασσας, συζητοῦσε, στὶς ἀγορὲς καὶ στούς δρόμους, τὸ ἀπορεῖν καὶ τὰ νοήματα τῆς ἀνθρώπινης ὑπαρξης, τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸ μεταφυσικό πρόβλημα καὶ ἐξ αὐτῶν προσπαθοῦσε νὰ ἐρμηνεύσῃ καὶ καθορίσῃ, τὸν ὅποιο τρόπο τοῦ βίου. Ὄχι μόνον σὲ Ἀκαδημίες καὶ Ἱερατεῖα, ἀλλὰ παντοῦ, μὲ γλωσσικὸ ὄργανο τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς παρακαταθῆκες τῶν Πατέρων ἀρχαίων καὶ ἐκκλησιαστικῶν.
Μέσα σὲ συνθῆκες δύσκολου βίου, μὲ ἀσθένειες, μὲ φυσικὲς καταστροφὲς, μὲ φοβερὴ παιδικὴ θνησιμότητα, μὲ πρόβλημα παραγωγῆς, διακίνησης, διατροφῆς καὶ χίλιους δυὸ ἀντιξόους παράγοντες, μὲ πρόβλημα ἐπιβίωσης ἐν γένει, οἰ ἄνθρωποι έπροβληματίζοντο μεταφυσικὰ, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ψηλαφήσουν τρόπο ζωῆς καὶ κοινωνίας.
Δυὀ χιλιάδες χρόνια ἀργότερα, μὲ τὸν ἄνθρωπο νικητὴ, στὰ περισσότερα προβλήματα ποὺ προαναφέραμε, ὁ τρόπος ζωῆς καὶ κοινωνίας ἀγγίζει τὰ ὄρια τοῦ παραλογισμοῦ (ἀκόμη καὶ σὲ συνθῆκες φεουδαρχίας, τότε, ὁ δεκατισμός, ἡ ἐκχώρηση τοῦ ἐνὸς δεκάτου τῆς παραγωγῆς στὸν ἀφέντη, θεωρεῖται «εὐλογία», ἄν τὸν συγκρίνουμε μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα τῆς ἐπίσημης καὶ άρπακτικῆς κλεπτοκρατίας). Κυρίως ὅμως μὲ τὴν ἄθλια ἐπιβολὴ τοῦ Ἐγὼ ἔναντι τοῦ Ἄλλου. Σὲ ὀλα τὰ ἐπίπεδα.
Τὸ Ἀρχῆθεν τοῦ Ἡρακλείτου, τὶς Πλατωνικές «Ἰδέες». τὴν Ἀριστοτελικὴ «Σπουδαία Πάξη», οὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐμπλούτιζαν μὲ τὶς διδαχὲς τοῦ ναζωραίου καὶ ἀνασυνέθεταν σὲ νοηματικὲς ἐστίες γιὰ τὴν σήμανση τῆς ταυτότητος τοῦ Ὅντος, μέσα σὲ μιὰ ἀέναη διαδικασία καὶ πράξη ἀλληλοναγνώρισης τοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ Ἄλλου (προσώπων καὶ κόσμου κατὰ τὸν Ι. Γεράση).
Ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ὕπαρξη γιὰ νὰ εἰσχωρήσῃ στὴν αἰώνια, πρέπει νὰ βιὠσῃ τὴν ἀγαθὴ ὕπαρξη, διαφορετικὰ ἀποσκοπεῖ στὴν κοσμικὴ ἐξουσία.
Αὐτὴ ἡ πρόσκληση, ἐλευθέρως, γιὰ τὸ άγαθόν, τὴν θέωση δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ χάριν Θεοῦ, μακρὰν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀπορεῖν τοῦ καθ’ ἑνὸς μας. Γιὰ τὴν Προσωπικὴ μας ὕπαρξη, γιὰ τὸ κορμί μας, ἔχυσε ποτάμια αἵματος ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὄχι γιὰ τὸ άπροσδιόριατο πνεῦμα μας καὶ τὴν σωτηρία του.
Οἱ σύγχρονες ὅμως κουβέντες μας, διατομικὲς ἤ διαδικτυακές, ἀφοροῦν, ὅπως μᾶς ἐπιτιμᾶ, τραγουδώντας, ὁ Βιολάρης, σὲ στίχους Πυθαγόρα, τό «... μα εμείς τα λησμονάμε, κι όλη μέρα συζητάμε, πού θα βγούμε, πού θα φάμε, ποια γραβάτα θα φοράμε, ποια γυναίκα προτιμάμε, Δόξα τω Θεώ, καλά περνάμε ...»
Τοῦ Γιώργου Κακαρελίδη
Καθηγητοῦ Ἐφαρμογῶν στὴν Ἐπιχ. Ἒρευνα & Στατιστικὴ τοὒ ΤΕΙ Πατρῶν
kakarelidis@gmail.com
του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
(Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Μάξιμο Ομολογητή.)
«Δυνάμει» όλοι οι άνθρωποι είναι πρόσωπα. «Ενεργεία» όμως όχι. Η αριστοτελική διάκριση «δυνάμει» και «ενεργεία», εφαρμοζόμενη επί του προσώπου, παραπέμπει σε συγκεκριμένο ψυχοκοινωνικό πρόσκτημα. Αν αυτό υπάρχει τότε έχουμε πρόσωπο, όχι μόνο ως δυνατότητα, αλλά και στην πράξη. Η εισήγησή μου θα έχει ως αντικείμενο την περιγραφή του εν λόγω προσκτήματος στην ελληνική παράδοση. Θα ξεκινήσει από το «τι δεν είναι», θα επικεντρωθεί στο «τι είναι» και θα ολοκληρωθεί με τους «περιορισμούς», που δεσμεύουν σήμερα την κατανόηση και την «ενεργοποίηση» του προσώπου. Λόγω της επιβεβλημένης συντομίας θα αποφύγω τις κειμενικές αναφορές.
του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
Οι άνθρωποι όταν «κάνουν το καλό» κατευθύνονται από διάφορα ψυχικά «κίνητρα». Ανάλογα με τα «κίνητρά» τους η ελληνορθόδοξη παράδοση τους διακρίνει σε τύπους ή «τάξεις».
Στην πρώτη τάξη τοποθετεί αυτόν που κάνει το καλό από φόβο. Στην δεύτερη εκείνον που κάνει το καλό επειδή θα αμειφθεί. Στην τρίτη τάξη βάζει εκείνον που κάνει το καλό από αγάπη. Δούλος, Μισθωτός, Φίλος είναι τα ονόματά τους.
Ας εξετάσουμε το ερώτημα: τι είδους κοινωνία αντιστοιχεί στον καθένα από τους τρεις αυτούς τύπους; Το ερώτημα είναι νόμιμο διότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, «ζώον πολιτικόν», το δε νόημα του «καλού» επίσης κοινωνικό.
Πρόταση: Ο Δούλος φτιάχνει κολεκτιβιστική-δουλοκτητική κοινωνία, ο Μισθωτός ατομοκεντρική κοινωνία περιορισμένης ελευθερίας και ο Φίλος μια κοινωνία προσωποκεντρική με καθολική την ελευθερία.
Τετάρτη, 22 Φεβρουάριος 2012
του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
Η σημερινή οικουμένη αποτελείται από καμιά τριακοσαριά έθνη πάνω κάτω, που αναμένεται μάλιστα να αυξηθούν. Εμφανίζονται σαν υποκείμενα της οικουμένης, σαν υποστάσεις της, ώστε χωρίς εθνικότητα να μην νοείται οικουμενικότητα. Προσδιορίζονται κατά κανόνα ως εθνοκράτη. Πριν αποκτήσουν όμως κράτος υπήρχαν σαν εθνότητες. Αν και υπάρχουν εθνότητες που φαίνεται να γεννήθηκαν από το κράτος. Ξεχωρίζουν όλα μεταξύ τους από ένα είδος συλλογικής ετερότητας: την εθνική ετερότητα.
Δευτέρα, 12 Δεκέμβριος 2011
Άρης Ζεπάτος
[Σημείωση Θ. Ζιάκα: Είχα δώσει στον μακαρίτη Άρη Ζεπάτο τα κείμενα-σχέδια των βιβλίων μου Πέρα από το Άτομο και Αυτοείδωλον εγενόμην..., ζητώντας τις παρατηρήσεις του. Μου τα επέστρεψε γεμάτα κριτικές σημειώσεις στα περιθώρια. Μαζί τους και έξι πυκνογραμμένες σελίδες με τίτλο "γενικές παρατηρήσεις". Αναφέρονται στην προσωποκεντρική αναζήτηση, στον υπαρξισμό και στον μαρξισμό, αλλά και στις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της αμερικανικής δυνάμεως. Είναι ένα πολύ σημαντικό κείμενο. Το αντιγράφω και το στέλνω στο Αντίφωνο.]
Νομίζω πως την σκέψι σου την διαρρέουν τρία ρεύματα. Το προσωποκεντρικό, δηλαδή η αναζήτησι για το βάθος του χριστιανικού μηνύματος σε συνδυασμό με τα πεπρωμένα του Ελληνισμού. Το μαρξιστικό, που επιζεί και αναδύεται ως κεντρικό μοτίβο σε ορισμένα σημεία και το υπαρξιστικό-μηδενιστικό, το οποίο δεν το ονομάζεις με αυτό το όνομα και το οποίο είναι δάνειο από τον Γιανναρά. Πιστεύω ότι το πρώτο και κύριο ρεύμα της σκέψεώς σου, το οποίο αγαπάς και θέλεις να προωθήσεις, βρίσκεται σε αντίθεση με τα άλλα δύο, στριμώχνεται και δυσκολεύεται να ξεδιπλωθεί.