Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η άλωσή της

H ελληνική αυτοκρατορία του Πόντου

Του Βλάση Αγτζίδη 

H άνοιξη του 1204 μ.Χ. υπήρξε μοιραία για τον Ελληνισμό. Στις 13 Απριλίου οι Σταυροφόροι είχαν εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη και είχαν καταλύσει την ελληνική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Διέλυσαν έτσι τον κεντρικό ιστό του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Ανατολής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Ισλάμ, αραβικό και τουρκικό. H πράξη αυτή της καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση των Τούρκων μουσουλμάνων. Μετά την κατάληψη της Πόλης, οι Ελληνες θα ιδρύσουν τρία κράτη, ένα στα Βαλκάνια και δύο στη Μικρά Ασία. Με κέντρα τη Νίκαια της Βιθυνίας, την Ηπειρο και την Τραπεζούντα του Πόντου θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Μακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια. Ιδρύθηκε από τα αδέλφια Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνό. Ηταν εγγόνια του Ανδρόνικου A΄, ιδρυτή της βυζαντινής Αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, που έχασε τον θρόνο το 1185 από τη δυναστεία των Αγγέλων.

Η ύπαρξη ενός δυναμικού ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή, επέτρεψε τη δημιουργία μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, η οποία διεκδικούσε τη συνέχιση της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας. Την εποχή εκείνη, ο Πόντος ήταν σημαντικός εμπορικός και πολιτικός σταθμός. H Τραπεζούντα ήταν μία από τις ασφαλείς απολήξεις του περίφημου δρόμου του μεταξιού. Εξαιτίας της ισλαμικής - τουρκικής επέκτασης, οι νότιες απολήξεις του δρόμου του μεταξιού είχαν σε μεγάλο βαθμό αχρηστευτεί. Επιπλέον, ο εμπορικός δρόμος Τραπεζούντας προς την Κριμαία και τη σκυθική ενδοχώρα, είχε τεράστια εμπορική σημασία λόγω των υψηλών τελωνειακών εσόδων.
Πολιτικά ο Πόντος βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Νοτιοανατολικά υπήρχαν οι Πέρσες και τα κράτη των νεοφώτιστων στο Ισλάμ τουρκομάνων εισβολέων, δυτικά η Αρμενία και βορειότερα η Γεωργία, ενώ στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας βρισκόταν το έσχατο ελληνικό έδαφος της Κριμαίας. Στη συνέχεια, υπήρχαν οι απέραντες στέπες, όπου κυριαρχούσαν οι νομάδες και έφταναν μέχρι τις περιοχές των Σλάβων και των Σουηδών. Το διαμετακομιστικό εμπόριο υπήρξε η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της περιοχής και συσσώρευσης πλούτου στον Πόντο.
Ενδοελληνικές αντιθέσεις
Στην Ανατολή διαμορφώθηκαν δύο ισχυρά ελληνικά κράτη με πρωτεύουσες την Τραπεζούντα και τη Νίκαια, τα οποία διεκδικούσαν κληρονομικά -το καθένα για τον εαυτό του- την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς και την αποκατάσταση της βυζαντινής εξουσίας. Το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού υπήρξε η πολεμική αναμέτρηση του Θεόδωρου Λάσκαρη της Νίκαιας, με τον Δαβίδ Κομνηνό της Τραπεζούντας. H νίκη του πρώτου στην Ηράκλεια περιόρισε τις ποντιακές φιλοδοξίες. H αδυναμία συνεννόησης των δύο ελληνικών κρατών είχε αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες αναχαίτισης τόσο των Λατίνων της «Ρωμανίας», δηλαδή του «φραγκικού» κράτους της Κωνσταντινούπολης, όσο και των Σελτζούκων Τούρκων του Ικονίου. Τα βυζαντινά όνειρα των Κομνηνών θα λάβουν τέλος το 1261 με την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ H΄ Παλαιολόγο της Νίκαιας. Οι Κομνηνοί συνειδητοποίησαν ότι δεν έπρεπε πλέον να τρέφουν καμιά ελπίδα επιστροφής στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν οριστικά στην ισχυροποίηση της ποντιακής τους Αυτοκρατορίας. Σύμβολό τους θα γίνει ο μονοκέφαλος αετός, που κοιτάει πλέον προς την Ανατολή, σε αντίθεση με τον αετό των αρχαίων Σινωπέων που έχει το κεφάλι του στραμμένο προς τη Δύση. Οι Πόντιοι Αυτοκράτορες, μετά την επίσημη αναγνώριση του κράτους τους από τον Παλαιολόγο, θα ονομάζονται «εν Χριστώ πιστοί βασιλείς και αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας» σε αντίθεση με τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, που διατήρησαν τον παραδοσιακό τίτλο: «βασιλείς και αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Ιβηρία ονομαζόταν τότε η Γεωργία του Καυκάσου και Περατεία η χερσόνησος της Κριμαίας.
Ο βυζαντινολόγος Αλέξης Γ. K. Σαββίδης γράφει: «Σταδιακά κατάφερε να σταθεροποιηθεί κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά ασταθούς κατάστασης στην Εγγύς Ανατολή, και να διαγράψει τη δική του ιστορία σε σχετική, αλλά όχι ολοκληρωτική, απομόνωση από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Κέντρο του η ονομαστή Τραπεζούντα, σημείο κομβικό του διαμετακομιστικού εμπορίου πολύτιμων προϊόντων από την Ανατολή στη Δύση και αντίστροφα».
Κράτος και Εκκλησία
Ενα από τα ενδιαφέροντα -και επίκαιρα- στοιχεία της ιστορίας της ελληνικής αυτής Αυτοκρατορίας ήταν οι σχέσεις του κράτους με την Εκκλησία και οι ενδοθρησκευτικές ισορροπίες. Με την κατάληψη της Πόλης από τους Δυτικούς, την έξοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την έδρα του από το 1204 έως το 1261 και τη δημιουργία και άλλων ελληνικών κρατών, προέκυψε ένα υπαρκτό εκκλησιαστικό ζήτημα. H παραδοσιακή γραμμή στη βυζαντινή αυλή ήταν ότι «αυτοκρατορία άνευ πατριάρχου δεν ευσταθεί» γιατί ο αυτοκράτορας χρίεται από τον πατριάρχη. Τη θεωρία αυτή είχαν χρησιμοποιήσει πρωτίστως οι Βούλγαροι για να πετύχουν τους δικούς τους εκκλησιαστικούς στόχους.
Η Τραπεζούντα αμφισβήτησε την κανονική συνέχεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ οι σλαβικές εκκλησίες των Βουλγάρων και των Σέρβων διεκδίκησαν την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία. Μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, οι εκκλησιαστικές σχέσεις ομαλοποιήθηκαν από τους Μιχαήλ H΄ Παλαιολόγο και Μανουήλ A΄ Μέγα Κομνηνό. O μητροπολίτης Τραπεζούντας έλαβε τον τίτλο του «παναγιώτατου». Οι Πόντιοι, παρότι είχαν τη δική τους ξεχωριστή κρατική συγκρότηση, αποδέχτηκαν την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Θρόνου αποτρέποντας έτσι μια μεγάλη ρήξη στους κόλπους της ελληνόφωνης ορθοδοξίας. H επόμενη κρίση στο πλαίσιο του Ελληνισμού -η οποία αυτή τη φορά θα οδηγήσει σε ρήξη- θα γίνει τον 19ο αιώνα με αφορμή τη διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το νεαρό βασίλειο περιλάμβανε τότε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, κατέχοντας έκταση λίγο μεγαλύτερη από το μισό της έκτασης που κατείχε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στις μέρες της ακμής της.
Μεγάλο πρόβλημα στο ακριτικό ελληνικό κράτος δημιούργησε η εισβολή και η εδραίωση των τουρκομανικών ομάδων στον μικρασιατικό χώρο. Παρ' όλα αυτά, στο τέλος του 14ου αιώνα η Αυτοκρατορία ήταν αρκετά ακμαία. Αιτία ήταν η ισχυρή προσωπικότητα του Αλεξίου Γ΄, ο οποίος κυβέρνησε επί σαράντα συνεχή έτη. Οι διάδοχοί του, όμως, θα σταθούν μικρότεροι των περιστάσεων, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο δύσκολες εξαιτίας του τουρκικού παράγοντα, που είχε επανακάμψει απειλητικός μετά τη μογγολική εισβολή.
Το τέλος θα έρθει στις 15 Αυγούστου 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. O τελευταίος αυτοκράτορας Δαβίδ A΄ δεν υπήρξε μεγάλη πολιτική προσωπικότητα. Παρά το γεγονός αυτό, η Αυτοκρατορία κατάφερε να συνάψει συμμαχία με την ισχυρή ομάδα των Ασπροπροβατάδων, τους μουσουλμάνους τουρκομάνους του Ουζούν Χασάν. Ανανεώθηκαν οι συμμαχίες με τους Γεωργιανούς, τους Αρμενίους, τους εμίρηδες της Σινώπης και της Καραμανίας. Στη Δύση άρχισε να κυοφορείται η ιδέα μιας νέας Σταυροφορίας για την υπεράσπιση της Τραπεζούντας.
Το 1459, ο ποντιακός στρατός αριθμούσε 20.000 άντρες και διέθετε ναυτική δύναμη 30 πλοίων. O Μωάμεθ B΄ ο Πορθητής, μεθοδικά κατέστρεψε το δίκτυο συμμαχιών της Αυτοκρατορίας. Τον Ιούλιο του 1461 τα οθωμανικά στρατεύματα με επικεφαλής τον εξωμότη Μαχμούτ, πρώτο εξάδελφο του μυστικοσύμβουλου του Δαβίδ Γεωργίου Αμοιρούτζη, πολιόρκησαν την Τραπεζούντα. O λαός της πόλης ήταν αποφασισμένος να προβάλει αντίσταση στην τουρκική απειλή. Με μυστικές διαπραγματεύσεις Αμοιρούτζη με τον Μωάμεθ μέσω του Μαχμούτ, ο Δαβίδ πείστησε να παραδώσει την πόλη έπειτα από πολιορκία 32 ημερών, ενάντια στη θέληση του λαού. Παρά την παράδοση της πόλης, οι Οθωμανοί προέβησαν σε βιαιότητες κατά του πληθυσμού. O Δαβίδ με την οικογένειά του και την περιουσία του εγκαταστάθηκε στη Αδριανούπολη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μωάμεθ τον εκτέλεσε, όπως και τους επτά γιους του. O μόνος που επέζησε ήταν ο μικρότερος γιος του Νικηφόρος, ο οποίος υποχρεώθηκε να εξισλαμιστεί. Στο τέλος του 15ου αιώνα ο Νικηφόρος Κομνηνός κατέφυγε στη Μάνη. O εγγονός του Στέφανος Κομνηνός, που αναγνωρίστηκε ως πρωτόγερος στην περιοχή, υπήρξε γενάρχης της μεγάλης πελοποννησιακής οικογένειας των Στεφανόπουλων. 430 Στεφανόπουλοι μετανάστευσαν το 1738 στην Κορσική ιδρύοντας εκεί μια ελληνική αποικία.
Ετσι άδοξα τελείωσε η ιστορία του μεσαιωνικού ελληνισμού. H κατάληψη της Τραπεζούντας από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς έθεσε τέλος σε μια μεγάλη περίοδο ελληνικής κυριαρχίας, πολιτιστικής και πολιτικής, στην καθ' ημάς Ανατολή. Οπως γράφει ένας από τους καλύτερους μελετητές της ιστορίας της ποντιακής Αυτοκρατορίας, J. K. Fallmerayer: «λιγότερο η τύχη και το θάρρος της τουρκικής ράτσας και περισσότερο η απειθαρχία των ανώτερων τάξεων της ανατολικής Εκκλησίας οδήγησαν τον βυζαντινό κόσμο στην καταστροφή».
Οι Ελληνες δεν θα καταφέρουν ποτέ στο εξής να επανακτήσουν την παλιά τους επιρροή. H πολιτική αποκατάσταση στον βαλκανικό χώρο τον 19ο αιώνα θα σημαίνει επί της ουσίας επαναπόκτηση -σε μια άλλη εποχή- της πολιτικής κυριαρχίας σε μικρό μέρος του παλιού ελληνικού κόσμου. Μόνο το μικρασιατικό εγχείρημα μπορεί να θεωρηθεί ότι διεκδικούσε κομμάτι της ελληνικής Ανατολής, απωθώντας το τουρκικό Ισλάμ στο φυσικό του χώρο. Πάντως, παραμένει ερώτημα για την ιστοριογραφία μας, γιατί στην Ανατολή δεν συνέβη η «επανακατάκτηση» των γεωγραφικών χώρων που είχε κατακτήσει το Ισλάμ, όπως έγινε στη Δύση στην περίπτωση της Ισπανίας.
--------------------------------------------

Πολιορκία και Άλωση της Τραπεζούντος (15 Αυγούστου 1461).

Το τελευταίο προπύργιο του βυζαντινού ελληνισμού, που δεν είχε πέσει ακόμα στα χέρια των Οθωμανών μετά την κατάκτηση και της Πελοποννήσου από το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή το 1458, ήταν η Τραπεζούντα. Ο κίνδυνος για την απώλειά της ήταν άμεσος, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας της Δαβίδ αποφάσισε να έρθει σε συνεννοήσεις με Δυτικούς και Ανατολικούς ηγεμόνες, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν καρπούς. Η Τραπεζούντα πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς επί 32 ημέρες και παραδόθηκε στις 15 Αυγούστου 1461.
Ιστορικό πλαίσιο.
Όταν το 1458 πέθανε ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Ιωάννης Δ΄, ο γιος και διάδοχός του Αλέξιος Ε΄ ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Αυτός ήταν και ο λόγος για να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο αδελφός του Ιωάννη, ο Δαβίδ. Η ισχυρή οικογένεια των Καβασιτών του Μεσοχαλδίου τον στήριξε και ο λαός τον δέχτηκε χωρίς καμία αντίσταση, γιατί θεώρησε ότι ήταν εκείνος ο ώριμος πολιτικός άνδρας που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ο μεγάλος κίνδυνος που απειλούσε την Τραπεζούντα στα χρόνια του Δαβίδ ήταν ο Μωάμεθ Β΄ Πορθητής. Μόλις πέντε χρόνια πριν (1453), είχε καταλάβει την πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, την Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό και η απειλή του τώρα ήταν περισσότερο από ορατή.
Αν και ο Δαβίδ έχει ατυχώς κατηγορηθεί για τον αδύναμο χαρακτήρα του και την έλλειψη πολιτικής βούλησης, ο τουρκικός κίνδυνος δεν τον άφησε αδιάφορο. Συνέχισε την πολιτική του Ιωάννη.[1]
Ο Δαβίδ, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης πολιτικής λύσης, κατέφυγε στην τακτική της σύναψης επιγαμιών, φέροντας εις πέρας την επιγαμία μεταξύ της ανιψιάς του Θεοδώρας (Δέσποινα Χατούν)[2] και του μουσουλμάνου εμίρη των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν, επιγαμία που είχε ξεκινήσει από τον πατέρα της Θεοδώρας, τον Ιωάννη Δ΄, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί πριν από το θάνατό του (1458). Η στρατιωτική συμμαχία που συνεπαγόταν ο «πολιτικός» αυτός γάμος, αναπτέρωνε τις ελπίδες του Δαβίδ, γιατί έτσι οι λαοί από τον Καύκασο και τον Τίγρη μέχρι τα Καρπάθια και από εκεί μέχρι τα νησιά της Μεσογείου, θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του κοινού εχθρού.
Στόχος του αυτοκράτορος Δαβίδ ήταν να οργανωθεί σταυροφορία, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη. Στην Ανατολή ανανέωσε τις συμμαχίες και τις συνθήκες με τους ηγεμόνες της Ιβηρίας, της Γεωργίας, της Μιγκρελίας,[3] της Κιλικικής Αρμενίας, με τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ, καθώς και με το σουλτάνο της Καραμανίας.
Στην προσπάθειά του να πείσει τη Δύση για την οργάνωση αντιπερισπασμού εναντίον των Οθωμανών στην Ουγγαρία, ο Δαβίδ απευθύνθηκε στην ισχυρή Δημοκρατία της Βενετίας, με την οποία οι Τραπεζούντιοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις από το 1416, στο δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππο Γ΄ τον Καλό, καθώς και στον πάπα Πίο Β΄, στο πρόσωπο του οποίου βρήκε ένα θερμό υποστηρικτή. Ο πάπας έστειλε προσωπική επιστολή προς τους περισσότερους χριστιανούς ηγεμόνες και οργάνωσε μία εκκλησιαστική σύνοδο στη Μάντουα, με σκοπό την αποστολή βοήθειας στην Τραπεζούντα.
Ως παπικός απεσταλμένος στην Τραπεζούντα έφτασε ο πατήρ Λουδοβίκος, ο οποίος ταξίδεψε στην Ιβηρία, τη Γεωργία, τη Μικρή Αρμενία και την Καραμανία για να συνασπίσει τις δυνάμεις αυτές κατά των Οθωμανών, ενώ έφτασε μέχρι το Ντιαρμπέργκ με σκοπό να συναντήσει το Χασάν. Από όλες τις δυνάμεις της Ανατολίας ο Δαβίδ μπορούσε να υπολογίζει ουσιαστικά μόνο στον Ουζούν Χασάν, ο οποίος όμως, όπως θα δούμε, σύντομα τον εγκατέλειψε.
Το 1459 ο Δαβίδ οργάνωσε στρατό 20.000 ανδρών και ναυτική δύναμη 30 πλοίων, ενώ από τη Γένουα και τη Βενετία στάλθηκε πολεμικό υλικό. Όμως, το μοναδικό αποτέλεσμα όλων αυτών των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών ήταν να αποκτήσει ο Μωάμεθ σαφή εικόνα σχετικά με το ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί του, για να εκδικηθεί τους τελευταίους μετά την τελική επικράτησή του.
Παρά την ισχυρή στρατιωτική του δύναμη, ο Μωάμεθ ακολούθησε αρχικά το δρόμο των διπλωματικών ελιγμών. Η πρώτη του κίνηση ήταν να επιχειρήσει να αποσπάσει τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ από τη συμμαχία του με τους Τραπεζούντιους. Κι αυτό γιατί η Σινώπη διέθετε κατάλληλο λιμάνι για επιχείρηση εναντίον του εσωτερικού της Μικράς Ασίας κι επιπλέον η φρουρά της αποτελούνταν από 1.200 στρατιώτες και οι προμαχώνες της είχαν γύρω στα 300 τηλεβόλα. Ήταν δηλαδή η μόνη στρατιωτική βάση που θα μπορούσε να παραλύσει τις οθωμανικές δυνάμεις, γι’ αυτό και ο έλεγχός της ήταν μείζονος σημασίας για το Μωάμεθ.
Ο Ισμαήλ έστειλε πρέσβη το γιο του, ο οποίος υπέγραψε συμμαχία με το Μωάμεθ, για να καταλήξει τελικά αιχμάλωτος του και να αποτελέσει μέσο εκβιασμού προς τον ηγεμόνα της Σινώπης. Ο Ισμαήλ, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να παραδώσει στο σουλτάνο τη Σινώπη με αντάλλαγμα τη Φιλιππούπολη και να μεταφερθεί σ’ αυτήν με μεγάλη χρηματική αποζημίωση.
Και ενώ ο οθωμανικός στόλος κατευθυνόταν από το νέο ορμητήριο, τη Σινώπη, εναντίον της Τραπεζούντας, ο στρατός ξηράς, ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία και περνώντας από τη Σεβάστεια, συγκρούστηκε με τους Τουρκομάνους του Ουζούν Χασάν και τους συνέτριψε. Ο Ουζούν Χασάν, πανικοβλημένος από τις πρώτες νίκες του Μωάμεθ, έστειλε πρεσβεία ζητώντας ειρήνη. Ο Μωάμεθ δέχτηκε το αίτημα με μοναδικό όρο να λύσει τη συμμαχία του με τους χριστιανούς της Τραπεζούντας, ο οποίος έγινε δεκτός.
Οι εξελίξεις ήταν τραγικές για το Δαβίδ, γιατί με τα νέα δεδομένα οι συμφωνίες που είχε πετύχει ο Ιωάννης Δ΄ ακυρώνονταν και ο ίδιος βρισκόταν τελείως εκτεθειμένος στον οθωμανικό κίνδυνο.
Πολιορκία και παράδοση της Τραπεζούντας.
Ο οθωμανικός στόλος, αφού απέκλεισε κάθε δυνατότητα βοήθειας προς την Τραπεζούντα από τη Θεοδοσία και τη Γεωργία, ξεκίνησε από τη Σινώπη για να επιτεθεί στην πόλη. Όταν ο οθωμανικός στρατός αποβιβάστηκε από τα πλοία, άρχισε η λεηλασία των προαστίων της Τραπεζούντας. Η Τραπεζούντα πολιορκούνταν επί 32 ημέρες χωρίς αποτέλεσμα. Την εξέλιξη των πραγμάτων καθόρισε η είδηση ότι τα στρατεύματα του Ουζούν Χασάν κατατροπώθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις και ότι ο εμίρης παραιτήθηκε από τη συμμαχία του με τους χριστιανούς ηγεμόνες.
Στο μεταξύ, η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού με στρατηγό τον Μαχμούτ, είχε ήδη καταλάβει τη Σκυλολίμνη, ενώ ο στρατός του Μωάμεθ όδευε προς την Τραπεζούντα προσπερνώντας τα οχυρωμένα στενά της περιοχής χωρίς καμία αντίσταση.
Υποστηρίζεται ότι ο Δαβίδ, όπως και ο λαός της Τραπεζούντας, παρά τον πανικό και την απόγνωση στην οποία βρίσκονταν, ιδίως μετά την εγκατάλειψή τους από τις συμμαχικές δυνάμεις, ήταν αποφασισμένοι να προβάλουν αντίσταση στην τουρκική απειλή. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το γεγονός ότι υπέμεναν την πολιορκία επί 32 ημέρες.
Στο μεταξύ όμως είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις, με σκοπό την επίτευξη κάποιας συνθήκης. Μεσολαβητής των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν ο πρωτοβεστιάριος Έλληνας εξωμότης Γεώργιος Αμιρούτζης, πρώτος εξάδελφος του στρατηγού Μαχμούτ. Θεωρείται ότι ο Αμιρούτζης ήταν αυτός που διεκπεραίωσε τα ζητήματα των διαπραγματεύσεων υπέρ των Τούρκων και στην ουσία ανάγκασε το Δαβίδ να δεχτεί τους ταπεινωτικούς όρους των συνθηκών που επιτεύχθηκαν. Στον υποδαυλιστικό ρόλο του Αμιρούτζη υπέρ των Τούρκων συνηγορεί και το γεγονός ότι μετά τη σύναψη των ευμενών για το Μωάμεθ συμφωνιών, ο Αμιρούτζης εξασφαλίστηκε από το σουλτάνο με ισόβια διατροφή.[4]
Ο Δαβίδ πρότεινε στο Μωάμεθ να επιστρέψουν στις παλιές συνθήκες. Έδειξε μάλιστα προθυμία να του προσφέρει ως σύζυγο την κόρη του Άννα, καθώς και περιοχές της επικράτειάς του. Ο Μωάμεθ, ευρισκόμενος σε θέση ισχύος, ήδη έξω από τα τείχη της πόλης, επέμεινε στην πλήρη υποταγή. Στις διαπραγματεύσεις με τον Αμιρούτζη επικαλούνταν την περίπτωση του Δημητρίου της Πελοποννήσου, ο οποίος του είχε παραδώσει την περιοχή του κατά τις υποδείξεις του και γι’ αυτό εξακολουθούσε να ζει ευτυχισμένος και ασφαλής. Απείλησε μάλιστα ότι σε περίπτωση αντίστασης οι Τραπεζούντιοι όχι μόνο θα αιχμαλωτίζονταν, αλλά και θα εκτελούνταν ταπεινωτικά.
Ο Δαβίδ, βλέποντας ότι ήταν ανώφελο να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση, απάντησε ότι ο ίδιος ήταν πρόθυμος να δεχτεί κάθε όρο του Τούρκου σουλτάνου, ζητώντας να μη λεηλατηθεί η χώρα του. Μπροστά στην ορατή και άμεση απειλή του οθωμανικού στρατού, δέχτηκε να παραδώσει την πόλη του, κάτι που –βάσει της συμφωνίας– εγγυούνταν τόσο τη σωτηρία του ίδιου και των υπηκόων του όσο και την ασφάλεια της περιουσίας τους. Η παράδοση της πόλης έγινε στις 15 Αυγούστου 1461.
Έπαρχος της πόλης διορίστηκε ο Χιτήρ μπέης. Ωστόσο οι δηλώσεις, οι αρπαγές, οι σφαγές και οι κάθε είδους βιαιότητες δεν αποφεύχθηκαν και η πραγματικότητα αυτή δικαίωσε τη στάση του λαού, που επιθυμούσε τη συνέχιση της αντίστασης αντί της άνευ όρων παράδοσης.
Ο Δαβίδ μαζί με την οικογένειά του και τους θησαυρούς του αναχώρησε με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατέληξε στο Μαύρο Όρος κοντά στις Σέρρες. Τον τελευταίο αυτοκράτορα του Πόντου ακολούθησαν –κατ’ εντολή του Μωάμεθ– και πολλές οικογένειες ευγενών Τραπεζουντίων, όπως οι Δωρανίτες, οι Καβασίτες κ.ά. Στο νέο τόπο εγκατάστασης τους παραχωρήθηκαν κάποιες περιοχές ως αντάλλαγμα για την παράδοση της Τραπεζούντας. Αυτά στις πρώτες ημέρες της αιχμαλωσίας.
Είναι δυστυχώς συνήθεια, για κάθε καταστροφή να ρίχνονται οι ευθύνες μόνο στους ηγήτορες. Τα πραγματικά όμως αίτια ενυπάρχουν σε σύνθετες καταστάσεις και η νηφάλια διάγνωση ατυχώς παραθεωρείται. Αυτός που έχει την ατυχία να κυβερνά τις τελευταίες αυτές ώρες και να υφίσταται τους κλονισμούς της καταστροφής, αυτός θεωρείται και ο εκ του προχείρου υπεύθυνος, ο άνανδρος, ο προδότης. Τέτοιο διπλό θύμα υπήρξε δυστυχώς και ο αυτοκράτορας Δαβίδ. Δεν βουλευόταν όμως μόνος του! Οι ώρες ήταν κρίσιμες, και απαιτούσαν, ασφαλώς, συναινέσεις και προσοχή. Τέτοια χαρακτηριστικά ηγέτη υπέδειξε και ο αυθέντης της Τραπεζούντος, όπως φαίνεται και από το τέλος του βίου του.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάρα πολλοί ήσαν εκείνοι που θεωρούσαν την αντίσταση μάταιη και γι’ αυτό, πίεζαν για τη λύση της συνθηκολογήσεως, ελπίζοντας ότι θα μετριάζοταν το κακό και η οργή του πορθητού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει και το τέλος του αυτοκράτορα. Το ανώνυμο συναξάριο του γένους με λιτές γραμμές αναφέρεται στο μαρτυρικό του τέλος.
«Κατά την 26ην του μηνός Μαρτίου της ΙΑ΄ Ινδικτιώνος του 1463 έτους, ημέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ώρα γ., (2 μόλις χρόνια μετά την πτώση της Τραπεζούντος), εκρατήθη ο Άγιος ημών Αυθέντης και Βασιλεύς Τραπεζούντος, κύριος Δαβίδ, ο Μέγας Κομνηνός, εν Ανδριανουπόλει καθειρχθείς συν αλύσεσι, εν τώ Πύργω ». «Εν δε τη πρώτη Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή και ώρα τετάρτη της νυκτός, ετελειώθη τώ ξίφει ο αυτός, συν άμα τοίς τρισίν αυτού υιοίς και τώ ανεψιώ, τώ 1463 ινδικτιώνος ΙΒ΄ εν Κωνσταντινουπόλει».
Οι παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σε μεμβράνινο χειρόγραφο ευαγγελιστάριο της Μονής της Θεοτόκου στη νήσο Χάλκη. Τώρα το χειρόγραφο με τις ενθυμίσεις βρίσκεται στο σκευοφυλάκειο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έτσι, όταν ο Δαβίδ παρουσιάσθηκε στον Μωάμεθ, αυτός του πρότεινε ένα από τα δυό: ή να μείνει ζωντανός εφόσον απαρνηθεί την πίστη του ή να θανατωθούν αυτός και όλη η οικογένειά του. Από την τρομερή αυτή πρόταση ο Δαβίδ διάλεξε τη δεύτερη λύση, λέγοντας με παρρησία στον Μωάμεθ ότι : «Κανένα μαρτύριο δεν πρόκειται να με φέρει στο σημείο ν’ απαρνηθώ την πίστη των πατέρων μου». Έτσι πέρασε ο Δαβίδ στην αιωνιότητα, ανταλλάσσοντας τη βασιλική αλουργίδα με το φωτοστέφανο του μάρτυρα.
Το τέλος του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1461, ο Μωάμεθ ολοκλήρωσε την κατάκτηση των περιοχών γύρω από την Τραπεζούντα. Η Κερασούντα, το Μεσοχάλδιο, καθώς και τα υπόλοιπα ορεινά κάστρα, παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση. Ο σουλτάνος, ωστόσο, παρά τα συμφωνημένα, εκδίωξε τους χριστιανούς από τα σπίτια τους με τη διαταγή να κατασκηνώσουν κοντά στο Τζυκανιστήριο, στον Άγιο Φίλιππο και στην Αγία Σοφία. Επίσης τους αφαίρεσε τις περιουσίες τους και τους απαγόρευσε την είσοδο εντός των τειχών. Μόνο στο ένα τρίτο των κατοίκων επετράπη να κατοικήσει γύρω από την Τραπεζούντα. Τόσο οι κόρες όσο και οι γιοι των ευγενών γέμισαν τα χαρέμια του Μωάμεθ και των άλλων Τούρκων ηγεμόνων, ενώ τουλάχιστον 800 αιχμάλωτοι Τραπεζούντιοι οδηγήθηκαν στα τάγματα των Γενιτσάρων.
Η μητρόπολη και οι γύρω από αυτή σχολές και βιβλιοθήκες έγιναν κατοικίες των Ουλεμάδων και αργότερα έδρα του εκάστοτε διοικητή. Όλες οι εκκλησίες της περιοχής, εντός και εκτός των τειχών, μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ ο προσωρινός αρχιερέας ορίστηκε να εδρεύει όχι μέσα στην πόλη, αλλά σε προάστιο, στην περιοχή όπου βρισκόταν η μονή του Αγίου Φιλίππου.
Η πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας σήμανε την κατάλυση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών και την απόλυτη επικράτηση των Οθωμανών στην περιοχή. Παρά το άδοξο τέλος της, η επί περίπου τρεις αιώνες παρουσία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας συνέβαλε στο να διασωθεί το εκεί ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο, κάτι που θα μπορούσε από πολύ νωρίς να είχε αλλοιωθεί από τις ισχυρές πιέσεις των γειτονικών λαών, αντίστοιχες με τον εξισλαμισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Παραπομπές.
1. Finlay, G., The history of Greece (from its conquest by the crusaders to its conquest by the Turks) and of the Empire of Trebizond (1204-1461) (Edinburgh – London 1851), σελ. 480 κ.ε.
2. Ο Charles Diehl απέδειξε, με βάση έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, ότι η κόρη του Ιωάννη Δ΄ Καλογιάννη ονομαζόταν Θεοδώρα και όχι Αικατερίνη. Βλ. Diehl, C., “Catherine où Théodora”, BZ 22 (1913), σελ. 88-89.
3. Η Μιγκρελία είναι περιοχή στη βορειοδυτική Γεωργία.
4. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, Ι. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (CSHB, Bonn 1843), σελ. 494-495.
5. Νεομάρτυς Δαβίδ, ο Μ. Κομνηνός, τελευταίος Αυτοκράτορας της Τραπεζούντος. Από την ιστοσελίδα: Πεμπτουσία.gr: www.pemptousia.gr/2013/08/%ce%bf-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bd%ce%b5%ce%bf%ce%bc%ce%ac%cf%81%cf%84%cf%85%cf%82-%ce%b4%ce%b1%ce%b2%ce%af%ce%b4-%ce%bf-%ce%bc%ce%ad%ce%b3%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bd%ce%b7%ce%bd/

Επιλογή κειμένων, από τον ιστορικό, Άλκη Ευστρατιάδη.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply