Οι δύο αντιπρόεδροι και το κύρος της Δικαιοσύνης

Toυ Ν. Κ. Αλιβιζάτου

Η μεγάλη απήχηση που είχαν οι δηλώσεις των δύο αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας την εβδομάδα που πέρασε δεν είναι τυχαία. Συνδέεται άμεσα με τις προσδοκίες που έχουμε διαμορφώσει όλοι μας, τις τελευταίες δεκαετίες, για τη δικαιοσύνη και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να απονέμεται σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, άλλαξε πράγματι ριζικά ο ρόλος της Δικαιοσύνης στην Ευρώπη. Ακολουθώντας τα αχνάρια της Αμερικής, οι πολιτικές διενέξεις δικαστικοποιήθηκαν και από την εδώ πλευρά του Ατλαντικού. Με αποτέλεσμα, τα δικαστήρια, για πρώτη φορά στην ηπειρωτική Ευρώπη, να πάψουν να είναι παθητικοί θεατές των μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων και να μετατρέπονται, σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και σε πρωταγωνιστές τους. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τη συζήτηση για τις αμβλώσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία στη δεκαετία του 1980 και για τις ιδιωτικοποιήσεις και τα όριά τους στη δεκαετία του 1990.
Πρώτα με την άνοδο των σοσιαλδημοκρατών του Βίλι Μπραντ στη Γερμανία και στη συνέχεια με τη νίκη των σοσιαλιστών του Μιτεράν στη Γαλλία, τα δικαστήρια βρέθηκαν έτσι στο μάτι του κυκλώνα, καθώς καλούνταν να ελέγχουν όλο και πιο συχνά τη συνταγματικότητα των αλλαγών που επιχειρούσαν οι κυβερνώντες και της μιας και της άλλης παράταξης.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ολες οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν έκτοτε και από τις δύο μεγάλες παρατάξεις πέρασαν από το «κόσκινο» των δικαστηρίων και ειδικά του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το τελευταίο, η δυνατότητα που παρέχει το Σύνταγμα σε κάθε θιγόμενο να διεκδικεί το δίκιο του ενώπιόν του, έχει εδώ και χρόνια καταστεί ισοδύναμο με Συνταγματικό Δικαστήριο. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει ότι το ίδιο κάνει και τώρα με τα μέτρα που ψηφίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δύο είναι οι μεγάλες αλλαγές που προκάλεσε η πολιτικοποίηση αυτή της απονομής της δικαιοσύνης:
Εξαιτίας του όλο και πιο πρόδηλου και εμφανούς πολιτικού ρόλου που διαδραματίζουν τα δικαστήρια, το ζήτημα της ανεξαρτησίας τους έχει τεθεί διαφορετικά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Δεν αρκεί πια η διάρρηξη των παραδοσιακών πελατειακών εξαρτήσεων της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική. Ούτε η απεξάρτηση από την ιδεολογική επιρροή που ασκούν τα κόμματα εξουσίας. Πέρα από αυτά, η δικαστική εξουσία καλείται να αποδείξει ότι δεν επηρεάζεται ούτε από τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης.
Αν, για παράδειγμα, οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης αντιτίθεται στα μέτρα του μνημονίου, θα ήταν παράλογο τα δικαστήρια να τα χαρακτηρίσουν αντισυνταγματικά εξ αυτού και μόνον του λόγου. Γιατί καθήκον των δικαστών δεν είναι «να αφουγκράζονται» τον σφυγμό της κοινωνίας, αλλά να τηρούν το Σύνταγμα και να σέβονται το κράτος δικαίου.
Την αντίθετη εκδοχή, δυστυχώς, υποστηρίζει ο σημερινός πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ξεκινώντας από την «υπόθεση των ταυτοτήτων», το 2001, περνώντας από τη δίκη για την ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών το 2014 και φθάνοντας ώς τις μεγάλες δίκες για τα μνημονιακά μέτρα, όπως προκύπτει από το κείμενο των σχετικών αποφάσεων, τάχθηκε πάντοτε με τον σκληρό πυρήνα εκείνων που αδιαφορούσαν για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αλλά και για την τήρηση του προϋπολογισμού. Πίστευε, με άλλα λόγια, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να κακοκαρδίζουν τον λαό. Να οφείλεται άραγε σε αυτό η επιλογή του πέρυσι από τη σημερινή κυβέρνηση στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας;
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που προκάλεσε η πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης είναι ότι η απονομή της έπαψε να είναι απρόσωπη. Για πρώτη φορά, ανοιχτά και ομολογημένα, ο συγκεκριμένος δικαστής και η προσωπικότητά του βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι μόνον των δικηγόρων αλλά και των δημοσιογράφων. Ετσι, όλο και περισσότεροι πολίτες ενδιαφέρονται για το ποιος ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου που εξέδωσε την άλφα πολύκροτη απόφαση, ποιος ήταν ο εισηγητής στην βήτα και ποιος ο εισαγγελέας στη γάμα.
Η ευθύνη λοιπόν για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης προσωποποιείται και εξατομικεύεται. Είτε αρνητικά, με την έννοια ότι ο πολίτης ενδιαφέρεται να μάθει ποιος δικαστής εξέδωσε μιαν ολέθρια απόφαση, είτε θετικά, για να εξάρει την ευθυκρισία εκείνου που χειρίσθηκε μιαν υπόθεση με συνέπεια και επαγγελματισμό. Το ίδιο ενδιαφέρεται ο πολίτης και για τον δικαστή που με αυτοσυγκράτηση και παρρησία παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για θέματα που τον αφορούν, δηλαδή στη συζήτηση για την απονομή της δικαιοσύνης.
Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει η πρωτοβουλία που πήραν την περασμένη Τετάρτη οι δύο αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι μόνο για να διαφοροποιηθούν από μιαν ολοφάνερα εσφαλμένη απόφαση του προέδρου τους, αλλά και για να εξηγήσουν δημόσια τους λόγους της διαφωνίας τους με ένα χειρισμό, σε υπόθεση –σημειωτέον– στην οποία δεν μετείχαν.
Η στάση της κ. Αικ. Σακελλαροπούλου και του κ. Χρ. Ράμμου δεν ήταν απλώς θαρραλέα. Ηταν ευεργετική για να περισωθεί το κύρος της Δικαιοσύνης και να τιμηθεί η ιστορία του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν.
Θέλω να πιστεύω ότι θα βρουν μιμητές.
*Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος ήταν καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.




(Καθημερινή, 09.10.2016)



Σχόλιο "Δικαιόπολις": Επισημαίνεται η απόλυτη διαφωνία ιδίως με την θέση του κου. καθηγητού σε σχέση με την υπόθεση της ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών, και ιδίως με την αυθαίρετη σύνδεσή της με "τα δικαιώματα του ανθρώπου", που εξ ορισμού αφορούν και απονέμονται σε κάθε άνθρωπο λόγω αυτής ακριβώς της ανθρώπινης ιδιότητός του, εν αντιθέσει με τα πολιτικά δικαιώματα (ιθαγένεια) που αφορούν στον ιδιαίτερο νομικό δεσμό ενός πολίτη με συγκεκριμένη έννομη τάξη. Για την υπόθεση αυτή ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλούσια νομική τεκμηρίωση στην ιστοσελίδα μας.

Αλέξανδρος Ντάσκας

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply