Αποσπάσματα από ποιητικά έργα του Οδυσσέα Ελύτη




Οδυσσέας Ελύτης



προμετωπίδα του Γεράσιμου Στέρη για τον «Μικρό Ναυτίλο» (1985)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού· ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του. 
 «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. 
 «ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

αποσπάσματα από τα «ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΝΑ»:
Μια φωτογραφική μηχανή κρυμμένη μέσα στην κακή ποίηση μας καταδικάζει να ξαναβλέπουμε αυτά που πολλές φορές είδαμε – και να μη βλέπουμε αυτά που δεν είδαμε ποτέ.
Σίγουρα η παρατηρητικότητα είναι μεγάλο ελάττωμα για τον ποιητή· που καταντά, στο τέλος, τα σύννεφα να τα παίρνει για σύννεφα.
Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό. Αλίμονο. Αν νογούσανε τα πουλιά, θα μας έπαιρναν με τις πέτρες – συγγνώμην, με τις κουτσουλιές ήθελα να πω.
Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει.
Προσοχή στη συγκίνηση. Αν είναι γόησσα, δεν παύει να ’ναι και ρουφιάνα.
Η απόσταση από το «τίποτε» στο «ελάχιστο» είναι πολύ μεγαλύτερη παρ’ ό,τι από το «ελάχιστο» στο «πολύ».
από τα «ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ»
«ΕΝ ΛΕΥΚΩ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 



χειρόγραφο του Ο. Ελύτη με εικαστική του παρέμβαση (Αρχείο Δ. Φωτόπουλου)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ
Στον Aντρέα Kαμπά
Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !
Από το «ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ‘χει από μιας αρχής δοθεί;
 ΠΡΩΤΑ – ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 


Προμετωπίδα (φωτογραφία) της Ιουλίτας Ηλιοπούλου
για τα «Δυτικά της λύπης» (1995)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το νόημα του ονόματος Ελύτης:
Το νόημα του ονόματος Ελύτης αποδόθηκε σε στιγμές επισημότερες της ζωής του, στο συνδυασμό της συλλαβής ‘ελ’, αρχικής σε ονόματα σημαδιακά όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με τη «γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα με το ‘Πολίτης’ (Κ. Φράιερ, σ. 12). Παλαιότερα οι φίλοι του έδιναν μια λιγότερο ελληνοπρεπή και περισσότερο διασκεδαστική ερμηνεία αναφέροντας τρεις αφορμές: το όνομα του Eluard, τη λέξη elite που υπονοεί εκλεκτικότητα και που δηλώνει μιαν αντίθεση στην εύκολη τέχνη, τη λέξη ‘αλήτης’ για την ανταρσία στην αστική συμβατικότητα. Η ουσία είναι ότι ο ποιητής, έτσι κι αλλιώς, ήθελε να περιχαρακώσει με το όνομα που δημιουργούσε ένα χώρο αποκλειστικά δικό του κι ανεξάρτητο πριν απ’ όλα απ’ την οικογένειά του. Αυτό μαρτυρούν και τα λόγια του της Κατοχής: «Με τη σειρά μου κατάλαβα κι εγώ πως θα ’τανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω ύστερα μ’ ένα όνομα συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό» (Αιολικά Γράμματα 3, 1973, σ. 12).
Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες και τις ψυχολογικές άμυνες, μένει η υποβολή του ήχου και της γραφής του ονόματος. ‘Ελύτης’ είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με την κεντρική συλλαβή υψωμένη χάρη στον τόνο της, με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά και με μια ειδική γεύση από το υγρό ‘λ’. Στηρίζεται σε μια ζυγισμένη ισομετρία που ανταποκρίνεται στους νόμους του μουσικού τονισμού της ελληνικής γλώσσας που προτιμά τις παροξύτονες καταλήξεις των λέξεων.
Όσο για την κατάληξη -ύτης, που μοιάζει τοπωνυμικός προσδιορισμός, δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι διακρίνεται από την άλλη κατάληξη, -ητής, που είναι χαρακτηριστική των επαγγελματικών ουσιαστικών (ο ποιητής μας απορρίπτει την ιδιότητα ενός ανθρώπου την εξαρτημένη από το επάγγελμα).
Για να επιμείνουμε στη γραφή, και σχετικά με τη διαφοροποίηση των δύο ‘ι’, το ένα ύψιλον, το άλλο ήτα, παρατηρούμε ότι το ύψιλον βρίσκεται εκεί που θα περιμέναμε ένα γιώτα και ασκεί έτσι τη γοητεία του άδηλου και του λογικά απροσδόκητου. Δεν υπάρχει αμφιβολία: το επώνυμο ‘Ελύτης’ είναι ευρηματικό και προγραμματικά ταιριαγμένο στο νέο που ξεκινά με επαναστατικές προθέσεις και με ασυνήθιστους οραματισμούς, που γρήγορα θα ξεχωρίσει μέσα στις προσπάθειες άλλων, πρεσβύτερων ή συνομηλίκων. 
MARIO VITTI «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ» Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΙ
Μια φορά στα χίλια χρόνια
     του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
     μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
     πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
     το θαλασσινό τριφύλλι

Κι όποιος τό βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος τό βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια
     κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
     μόνο λένε μόνο λένε:
― Μια φορά στα χίλια χρόνια
     γίνεται η αγάπη αιώνια
Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη
     κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ’ ουρανού τα μέρη
     την αγάπη να σου φέρει. 
Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.
  από «ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ


Προμετωπίδα του Οδυσσέα Ελύτη για τα «Ρω του έρωτα» (1972)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι. 
 “VILLA NATACHA” από τα “ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ” 

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου… 
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
 “ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ” 

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο. 
 “ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ XVI” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 

 

από την ΜΕΘΟΔΟ ΤΟΥ «ΑΡΑ»¹:
Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα – ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τσέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν. Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται με προσωπιδοφόρους, ποικίλες ομάδες καταλαμβάνουν αεροπλάνα και συλλαμβάνουν ομήρους, ενώ οι κολεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, διά, επί -άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι· καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο «άρα» και να ‘χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το «άρα» στομώνει;
Το μυαλό μας κάνει μαιάνδρους απίθανους προκειμένου στο μέλλον να σταδιοδρομήσει στα εργαστήρια, στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, οπουδήποτε οσφραίνεται όφελος χειροπιαστό. Προκειμένου όμως να καταλήξει σε μια συνειδητοποίηση του είναι παραμένει στην πρώτη του Δημοτικού. Γιατί;
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει· άρα; Μηδέν ο μαθητής. -Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε· άρα; Κενό.
Το τρανζίστορ μας, ναι· αυτό ξέρουμε να το λύνουμε και να το επανασυνδέουμε στο άψε σβήσε.

 

Επειδή -να το πούμε κι αυτό- ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο, και δη κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι. Διαθέτοντας καινούριες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου. Τότε μόνον προχωρείς ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις, που σημαίνει: αναπτύσσεις ένα πρίσμα διάφανο, ικανό να σε κάνει να βλέπεις όπως ακούς, ή ν’ ακούς όπως βλέπεις, και ούτω καθεξής, όπως μόνον η ψύχη γίνεται να το επιτρέψει. Ένα ρυάκι δεν είναι απλώς λίγο νερό που κατρακυλάει τον κατήφορο· είναι η λαλούσα κι εύχαρις υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων. Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου, μέντα σε πάει ολόισια στη σκέψη των Ιώνων. Τα χάδια σου είναι η μετάθεση μιας απαλής μουσικής, με όλα τα andante και τα allegro της, πάνω στην επιδερμίδα. Κι εκείνο το φυτό αντικρύ σου, που διαιρεί άνισα πλην σωστά το χώρο, είναι η αόρατη γεωμετρία που διέπει στο βάθος ολάκερη την οικουμένη. Να, αυτή είναι μια ελευθερία πραγματική, που έχει τη δύναμη τη γενική ν’ αναστέλλει όλες τις επιμέρους αναστολές σου και να σε κάνει, κάθε φορά που τρως μια συναγρίδα ψητή, να τρως κι από λίγο Αιγαίο, με αντίς  λεμόνι δυο τρεις οξείς στίχους του Αρχίλοχου.
«ΕΝ ΛΕΥΚΩ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
¹Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ «ΑΡΑ» (1976) δημοσιεύτηκε στο ειδικό αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη του περιοδικού ΧΑΡΤΗΣ 21-23, 1986

 


Προμετωπίδα του Κώστα Πανιάρα για τα «Ελεγεία της οξώπετρας» (1991)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

 

«ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ» XIV
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ΄ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ΄ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε 
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
                         λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ΄ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, τόχουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε.
Είμαστε από καλή γενιά.

Ο ασυγχρονισμός της φύσης και του ανθρώπου, έφερε τον ασυγχρονισμό της ψυχής και του σώματος. 
ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ “ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ  

Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. 
«ΕΝ ΛΕΥΚΩ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Προμετωπίδα του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα για τα «Ετεροθαλή» (1974)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
«ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ»
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

«Δυο χρόνια της ζωής σας θα πάνε χαμένα»
Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλάει για τις συνέπειες του βραβείου Νόμπελ:
Δύο ειδών μπορεί να είναι οι συνέπειες: ψυχολογικές και πρακτικές. Από τις πρώτες, ευτυχώς, ούτε μία δεν σημειώθηκε στην περίπτωση τη δική μου. Θέλω να πω ότι στην πνευματική μου υπόσταση, το γεγονός αυτό δεν εβάρυνε καθόλου. Θα ήταν ανόητο να νιώσω ότι έγινα ξαφνικά σπουδαίος ή ότι έπρεπε ν’ αλλάξει ο τρόπος που ζω ή αντιμετωπίζω τα πράγματα. Πολύ περισσότερο να προσπαθήσω να προσαρμόσω την τέχνη μου στις απαιτήσεις ενός κοινού που από ελληνικό γινότανε διεθνές. Έχω κληρονομήσει από τους Αρβανίτες προγόνους της μητέρας μου ένα πείσμα που μου βγήκε σε καλό. Από τα πρώτα μου βήματα μου εδόθηκε να συλλάβω σε γενικές γραμμές το οικοδόμημα που θα ήθελα να πραγματοποιήσω. Το έφερα ως εδώ με μερικές επιτυχίες αλλά και με αβαρίες πολλές. Σήμερα, το μόνο που με νοιάζει είναι να ‘χω υγεία και χρόνους, για να το ολοκληρώσω. Πάντοτε με χίλιες δυσκολίες και πάντοτε πλησιάζοντας κατά προσέγγιση το ιδανικό. Δεν βλέπω λοιπόν σε τι θα μπορούσε το γεγονός του Νόμπελ να ωφελήσει ή να βλάψει, όταν οι επιδιώξεις μου είναι αυτές. «Τομή» από την άποψη την πνευματική, το επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει. Βεβαιότατα όμως υπάρχει από την άποψη την πρακτική. Έγινε η ζωή μου άνω – κάτω. Αυτόν το σωρό από αιτήματα που αναγκαζόμουν ως τώρα με δυσφορία να υφίσταμαι στα όρια τα ελληνικά, φαντασθήτε τον πολλαπλασιασμένο επί 20 ή 30. Στην αρχή είπα: Θα βάλω τα δυνατά μου να τα βγάλω πέρα, εωσότου γίνει η επίσημη απονομή. Κι ύστερα θα ησυχάσω.
Πού να ‘ξερα ότι το μεγάλο κακό θα συνεχιζότανε ύστερα. Ξέρετε, πριν να φύγω από την Στοκχόλμη, πήγα ν’ αποχαιρετήσω τον Γραμματέα της Ακαδημίας, τον κ. Γκύλλενστεν, ένα θαυμάσιο άνθρωπο. «Έχετε υπ’ όψιν σας», μου είπε, «ότι θέλοντας, και μη, δύο χρόνια της ζωής σας θα πάνε χαμένα». Το θεώρησα μιαν υπερβολή, ένα σχήμα λόγου. Και όμως ο ενάμισης χρόνος πέρασε και ακόμα να βρω λίγη ώρα ν’ ανοίξω τα χειρόγραφά μου. Βέβαια φταίει και ο χαρακτήρας μου. Δεν είχα ποτέ το ταλέντο να βάζω τους άλλους να δουλεύουν για μένα. Συνήθισα να τα κάνω όλα μόνος μου. Έχω απαντήσει με το χέρι μου σε πάνω από χίλια διακόσια γράμματα. Έχω στείλει εκατοντάδες αυτόγραφα. Έχω κάνει εννέα φιλμς για ξένες τηλεοράσεις. Αλλά το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι οι αρνήσεις. Επειδή δεν αρκεί ν’ αρνείσαι προσκλήσεις, κάποτε πολύ συγκινητικές, πρέπει και να δικαιολογηθείς και να ευχαριστήσεις. Χώρια το άλλο μαρτύριο: των εκδοτών που ερίζουν μεταξύ τους και σε εμπλέκουν σε μυστηριώδη συμβόλαια ή των μεταφραστών που σου υποβάλλουν τριάντα και σαράντα ερωτήματα και διευκρινίσεις. Αυτά όλα είναι πολύ αντιποιητικά πράγματα που οφείλεις να τα ξεπεράσεις όσο γίνεται πιο γρήγορα. Προσπαθώ. Με τις αρνήσεις μου έχω ήδη δημιουργήσει πολλές δυσαρέσκειες. Αλλ’ αυτό, φαίνεται, είναι το τίμημα του βραβείου εφόσον το δέχτηκες. Κι εγώ το δέχτηκα.
από μια συνομιλία του Ο. Ελύτη με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη» Μάρτης – Απρίλης 1981

 


Οι 2 στους 3 δεν τον ήξεραν!
Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ έγραψε στις 18/10/1979:
Οι 2 στους 3 δεν τον ήξεραν! Γκάλοπ στους δρόμους της Αθήνας.
Πόσο γνωστός είναι στον απλό κόσμο ο Οδυσσέας Ελύτης;
Τιμήθηκε δίκαια κατά τη γνώμη τους με το βραβείο Νόμπελ ο Έλληνας ποιητής;
Στα ερωτήματα αυτά θέλησε να δώσει μια απάντηση το γκάλοπ της Ελευθεροτυπίας που έγινε χθες το μεσημέρι σε ανύποπτους διαβάτες. Να οι απαντήσεις που πήραμε:
Σ.Κ. (φοιτήτρια): Δικαιολογημένα έδωσαν το Νόμπελ στον Ελύτη. Είναι ένας μεγάλος ποιητής.
Ι. Γ. (νοικοκυρά): Ελύτης; Ζωγράφος δεν είναι αυτός;
Θ.Μ. (σπουδαστής): Ξέρω ότι είναι πολύ καλός ποιητής. Δεν έχω όμως μελετήσει το έργο του.
Α.Κ. (νοικοκυρά): Α! δεν θυμάμαι καλά. Είναι λογοτέχνης ή συνθέτης.
Γ.Κ. (ιδιωτικός υπάλληλος): Καλλιτέχνης νομίζω πως είναι. Δεν θυμάμαι καλά.
Γ.Κ. (οδηγός ταξί): Άκουσα στο ραδιόφωνο ότι είναι ποιητής και πήρε το Νόμπελ.
Γ.Τ. (δικηγόρος): Είναι ποιητής. Δεν ξέρω αν άξιζε για το Νόμπελ.
Μ.Κ. (ιδ. υπάλληλος): Νομίζω ότι είναι συγγραφέας.
Κ.Σ. (επιπλοποιός): Ελύτης; Δεν ξέρω, ποιος είναι αυτός;
Ν.Κ. (υπάλληλος): Είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές. Δίκαια τιμήθηκε με το Νόμπελ.
Μ.Σ. (μοδίστρα): Δεν τον ξέρω. Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα.
Ε.Π. (δασκάλα): Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές μας. Τιμή μας που τιμήθηκε με το Νόμπελ.
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Πέμπτη 18/10/1979

 

ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (ΣΤ΄)
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί! 
από το «ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ», (ΣΤ΄) 

 



Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
από «ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – ΤΑ ΠΑΘΗ – ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ – Ε΄»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
«ΠΡΩΤΑ – ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ» από τα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
«ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από «ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ»:
Θέλω να πιστεύω – και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση – ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ο ρ θ ο γ ρ α φ ί α, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια.
Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποίησαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.
Ω να μπορούσανε, λέει, και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;
Φέρτε μου τον Θεό, θα συνεννοηθώ αμέσως. Με τους ανθρώπους είναι το δύσκολο.
Το μόνο πράγμα που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυο τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι· ολίγες μέντες από δυο κοντά κοντά βαλμένες ανάσες· ένα τραγούδι, βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος· και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντα. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη, να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
«ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

 

«Καλώς επλάσθηκες άνθρωπε, χωρίς κανένα λόγο». Ή μάλλον: «Ο λόγος που επλάσθηκες, άνθρωπε, είναι ακριβώς αυτός: ν’ αποδεικνύεις κι εσύ με τη ζωή σου και το έργο σου ότι τα πάντα μπορούν και πρέπει να γίνονται χωρίς κανένα λόγο. Να συντελούνται έτσι όπως συντελείται ολόκληρη η δημιουργία».
Μόνο που για να το καταλάβεις αυτό, πρέπει να πας μακριά.
«ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ» Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ

 

Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.
«ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ» από τα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ»

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
     κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
     φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειροκι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
     βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
     τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μάς ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
     χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
     μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
     παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
«Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Λέω: κι αυτό θα ’ρθει. Και τ’ άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση

Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.
«VILLA NATACHA» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
  
από την «ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ»:
Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη ποτέ σου
δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.
Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.
Έχει τη μέση της και η άκρη – άκρη.
Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.
Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.
Όταν ακούς «τάξη», ανθρώπινο κρέας μυρίζει.
«ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ’

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ
Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις.
Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του
με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του
μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών
πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών.
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων).
Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».
Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης
μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά
στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ
που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν’ ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.
Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό.
Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο
«ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ»
«Το βιβλίο που με κράτησε στη ζωή»
Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια.
Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν. Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: «πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα».
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα «γεμίσω», όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο. Να ‘χεις βγάλει τον εαυτό σου τον πραγματικό, από τον άλλο τον καθημερινό, έξω, και να τον βλέπεις αντίκρυ σου άτρωτον, άφθαρτον, προσιτό στα μέλλοντα όπου πια εσύ δε θα συμμετέχεις, τι ανακούφιση!
(…)
Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, και οι άλλοι άρρωστοι, θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα. Οι γιατροί μαζεύτηκαν γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση. Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.» Να πάλι το passe-partout Καβάφη.
«ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ» από τα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα
πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
αντιγραφή από το http://img.pathfinder.gr/clubs/files/61034/7.html
ολόκληρο το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στην ιστοσελίδα:http://www.scribd.com/doc/8659676/-1959


Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ (3) 
Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Κολάζ του Ελύτη
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (VIII)
ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλυνα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω κα γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να την αφαιρέσεις την αγκίδα της.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
κολάζ του Ελύτη
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (Χ)
ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος. Η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία
με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό,
ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
 κολάζ του Ελύτη
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΙ)
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.
Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι’ αυτό, εμένα, ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια. Κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο τρυφερό συναίσθημα.
Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.
Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΙV)
Τ’ ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.
(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.
(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.
(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
(7) Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV)
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧ)
ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο ύ μ ε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ’ απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
 
κολάζ του Ελύτη
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)
ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
 
κολάζ του Ελύτη
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μεσ’ απ’ αυτήν, όταν σκύβουμε, όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ‘να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.
Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη. Τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Όλα τα κολάζ του Ελύτη είναι αντιγραφή από τις παρακάτω ιστοσελίδες:
“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο”
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ‘65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

«Ποτέ δεν μπόρεσα να αντικρίσω, ώρα πολλή, το φωτόδεντρο», γράφει ο Νίκος Δήμου. «Αντέχω το κείμενο σε μικρές δόσεις. Κάθε λίγο αναστέλλω. Αλλάζω βλέμμα. Η συμπύκνωση της ουσίας, η ευφορία των στιγμών ζαλίζει, σαν το πολύ οξυγόνο». 
Πάντως ολόκληρο το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» υπάρχει στοhttp://www.scribd.com/doc/8660655/-1971. Εμείς θα περιοριστούμε σε κάποια αποσπάσματα πλαισιωμένα από μια συνέντευξη του Ελύτη καθώς και μια ιστορία από τα χρόνια που πολεμούσε στο αλβανικό μέτωπο.



Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ‘ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να
βρω εκκλησάκι να’χω να μιλήσω.
(…)
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ’ όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που’φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα
(…)
Ύστερα μου’ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

λίγο βόρειον άνεμο, λίγο λουλακί θαλάσσης, λίγο δέρμα νέας κοπέλας, λίγη κατάνυξη αγιότητας.

Μιλώ για την ποιητική λειτουργία και ως προς αυτήν υπάρχουνε δύο μέθοδοι. Υπάρχει η μέθοδος η εξομολογητική, που αποτελεί, ας πούμε, τον κανόνα. Ο ποιητής, δεχόμαστε ότι εκφράζει την γύρω του πραγματικότητα. Στα έργα του, που αποτελούν ένα είδος εσωτερικού ημερολογίου, καταγράφει τις ψυχικές του αντιδράσεις, που, βέβαια, είναι οδυνηρές, αφού ζητούν ν’ αποδώσουν τη δυσαρμονία του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Στο βαθμό μάλιστα που η θλίψη του ή η διαμαρτυρία του είναι οξύτερες, αξιολογείται και η ποιότητα της ευαισθησίας του. Οπόταν εγώ, με τέτοια κριτήρια, ευρέθηκα να είμαι τέρας αναισθησίας, άμοιρος των δεινών που μαστίζουν την ανθρωπότητα, με άλλα λόγια ένας απερίσκεπτος έφηβος που τα βρίσκει όλα ωραία και τα εξυμνεί. Ενώ εγώ ήμουν, απλά και μόνον, ένας χημικός που έβαζε λίγο βόρειον άνεμο, λίγο λουλακί θαλάσσης, λίγο δέρμα νέας κοπέλας, λίγη κατάνυξη αγιότητας, για να βγάλει το αποτέλεσμα που η ζωή του στερούσε. Ήταν ο μηχανισμός του εξορκισμού που λειτουργούσε μέσα μου; Δεν ξέρω. Πάντως ήταν η αντίδραση που θα δοκίμαζε φερ’ ειπείν ένας αρχιτέκτονας που βλέπει ένα φριχτό οικοδόμημα και ξέρει ότι με τα ίδια υλικά θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι που να «στέκει» καλύτερα. Σημειωτέον ότι τα «υλικά» που είχα βαλθεί να επικαλούμαι δεν ήταν διόλου φανταστικά πράγματα. Υπήρχαν δοσμένα απ’ την ίδια τη ζωή – πλην καταδικασμένα σε αδράνεια από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την άγνοια και τις προκαταλήψεις αιώνων.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800



ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξι-
δεύανε όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύ-
σες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα το κορίτσι μου σαν όρκο που’φτασα να πιάνω τον ήλιο απ’ τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ’ ένα τίποτα έζησα.
(…)
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα’ να μ’ έλεγαν τρελό πως από’να τί-
ποτα γίνεται ο Παράδεισος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971



η μειωμένη αντίληψη

Ανέκαθεν, έτσι, από μειωμένη αντίληψη γράφεται η Ιστορία. Ειλικρινά θα προτιμούσα να ‘ναι από κακοπιστία. Και όμως είναι από μειωμένη αντίληψη. Να τι με δυσκόλεψε περισσότερο κι από τους πολέμους κι από τις δικτατορίες κι από τους διωγμούς στη ζωή μου: η μειωμένη αντίληψη. Που, ευτυχώς, αντί να εξουδετερώνει το πνεύμα μου, το γιγάντωνε.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800


Προμετωπίδα του Οδυσσέα Ελύτη για τα “Ρω του έρωτα” (1972)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
“ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ”
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ



ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω
(…)
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα:
το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ’ ονειροπαρμένο δίχως σέλα
ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να κα-
ταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

με γνώμονα πάντοτε την καθαρότητα

Εάν εξαιρέσω μερικά φωτεινά διαλείμματα –που γι’ αυτά θα σας μιλήσω παρακάτω- δε θυμάμαι παρά πένθη της οικογένειας, μαυροντυμένους συγγενείς, επαναστάσεις, βομβαρδισμούς από στόλους ξένων δυνάμεων, διωγμούς του πατέρα μου που ήταν αντίθετος με το Παλάτι. Βλέπετε, την εποχή εκείνη οι αστοί – πρέπει να το παραδεχθούμε – ακολουθούσαν μια πολιτεία που δικαίωνε την ύπαρξή τους. Στις ημέρες μας είναι που αποξενώθηκαν από οτιδήποτε δεν είναι κέρδος υλικό, κι έχουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται, υπογράψει την καταδίκη τους. Ας είναι.
Στα δεκαοχτώ μου χρόνια, λοιπόν, κάτω από τέτοιες συνθήκες, εάν εκφραζόμουν αυτοβιογραφικά, μπορείτε να φανταστείτε τι μαύρα ποιήματα θα είχα γράψει. Ο νους μου όμως εμένα ήταν αλλού. Ήταν σε μιαν ιδανική κατάσταση, ξεσηκωμένη από την τρέχουσα και όμως διαφορετική στο βαθμό που άλλαζα τη διάταξη των στοιχείων της. Καλώς ή κακώς υπήρχε σχηματισμένος μέσα μου ένας μύθος πέραν του πιθανού ή του απίθανου, που έπρεπε, με κάθε ποίημα – όπως ένα κτίριο με κάθε πέτρα – να λαμβάνει υπόσταση, να υλοποιείται και συνάμα, ν’ αποσπάται από μένα, θέλω να πω από την προσωπική μου περίπτωση. Να γιατί δεν έγραφα στο Λονδίνο για ομίχλες και στο Παρίσι για μετρό, αλλά εκεί, όταν ζούσα στις πόλεις αυτές, έβαζα τα θεμέλια του «Άξιον Εστί» και αργότερα ολοκλήρωνα έργα όπως το «Φωτόδεντρο» ή το «Μονόγραμμα». Με γνώμονα πάντοτε την καθαρότητα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800



ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

Ο πατέρας μου, που ήταν ερασιτέχνης ναυτικός, με ανέβαζε στη γέφυρα ενώ ταξιδεύαμε, άλλοτε για την Τήνο και τη Σαντορίνη, άλλοτε για τη Μυτιλήνη κι άλλοτε για τα κοντινά νησιά, Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες.
Αυτό που έβλεπα δεν ήταν με κανένα τρόπο απλώς «τοπίο». Ήταν ένα αλφάβητο από φυσικά στοιχεία που αργότερα θα ζητούσα να βρω την ηθική τους αντιστοιχία στο πνεύμα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800



Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα
γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές
όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

μια ελληνική γραφή

Εάν είμαι μια «ελληνική γραφή» όπως λέτε, μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Κάθε ποιητής πραγματώνεται μέσ’ απ’ τη γλώσσα του. Κι ακόμη πιο βαθιά: μέσ’ απ’ το δεύτερο και τρίτο στρώμα της γλώσσας του. Στο κεφάλαιο αυτό, είναι αλήθεια, ο Έλληνας – ο σε όλα του άτυχος – βγαίνει τυχερός. Καμιά γλώσσα δε διαθέτει μια τέτοιαν απέραντη προοπτική προς τα πίσω  και – το κυριότερο – με αδιάσπαστη συνέχεια. Δεν το λέω με υπερηφάνεια, το λέω με δέος, αφού οι ευθύνες του ποιητή σε μια τέτοια περίπτωση, πολλαπλασιάζονται. Και με πιάνει αληθινή απόγνωση όταν βλέπω συναδέλφους μου ν’ απομακρύνονται και ν’ αδιαφορούν για αυτό που είναι η διακλάδωση των νεύρων μέσα στο σώμα της γλώσσας, ένα σώμα, που, όπως και να το κάνουμε, είναι τριών χιλιετιών και όμως αγέραστο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800

.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν’ ανεβαί-
νουνε ως τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας
μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Πρόσω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
(…)
Δόξα να’χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλά-
κια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
(…)
Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:
Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

μου αναλογεί το λευκό

Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής π ο ι ε ί. Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο – λογαριασμός δικός του. Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του. Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λ ε υ κ ό. Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου. Αλλά πώς να κάνω αλλιώς; Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε. Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800



ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ

Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέ-
ρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατον-
τάδες αρπαγμένα εφ’ όρου ζωής απ’ το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας
πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξα-
νασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή
σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ’ αντέξει
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς
Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
(…)
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην παν-σέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυ-
μουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας
Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ’ το πέρασμα του θυ-
μιατού στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σερά-
για και σοφία χυμένη στο γυαλί
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ

Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ’ ακούς;
το αχ που βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν’ η αγάπη

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971



ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν
έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκι-
κες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστή-
σεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να
‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να
δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971

.

“Το βιβλίο που με κράτησε στη ζωή”

Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια.
Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν. Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: “πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα”.
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα “γεμίσω”, όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο. Να ‘χεις βγάλει τον εαυτό σου τον πραγματικό, από τον άλλο τον καθημερινό, έξω, και να τον βλέπεις αντίκρυ σου άτρωτον, άφθαρτον, προσιτό στα μέλλοντα όπου πια εσύ δε θα συμμετέχεις, τι ανακούφιση!
(…)
Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, και οι άλλοι άρρωστοι, θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα. Οι γιατροί μαζεύτηκαν γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση. Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. “Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.” Να πάλι το passe-partout Καβάφη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ “ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ”
από τα “ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ




Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:
elytis13
Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) «Κολάζ»

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply