Στο φως και οι εκπληκτικής αισθητικής βυζαντινές δεξαμενές του Ηρακλείου




Ξενάγηση στα έγκατα της πόλης - Στα άδυτα της βυζαντινής δεξαμενής


του Σταύρου Μουνταφάρη


Η κουρτίνα του χρόνου τραβήχτηκε για πρώτη φορά μετά από έντεκα αιώνες και τα ανθρώπινα βλέμματα αντίκρισαν με δέος την ίδια την ιστορία να έχει "παγώσει" ανέπαφη, σε μια χρονοκάψουλα γεμάτη μυστικά. Εκείνα που κρυβόταν κάτω από το έδαφος, κοντά δέκα μέτρα από την επιφάνεια του "Παγοποιείου" στην πλατεία του Αγίου Τίτου. Μια γυριστή σκάλα, την οποία ακολουθούσαν τα βήματα ανθρώπων που για πρώτη φορά από το 1923, όταν δημιουργήθηκε το κτήριο, "καταδύονταν" στο παρελθόν και μετά από αιώνες εξερευνούσαν το θρυλικό οικοδόμημα των δεξαμενών που έχουν πάρει το όνομα του ιδιοκτήτη του παλιού εκείνου εργοστασίου πάγου, του Μυστίλογλου.
Σκαλί-σκαλί οι αιώνες, με την αγωνία στο κατακόρυφο για όσα μας περίμεναν πίσω από τις σκιές, με το βλέμμα θολό να προσπαθεί να συνηθίσει το σκοτάδι και τις ανάσες βαριές από την πνιγηρή υγρασία.
Και η εικόνα που ξεδιπλώθηκε μπροστά μας ήταν απλά μοναδική. Ασύλληπτη. Με τα λόγια αδύναμα να περιγράψουν αυτό που είδαν για πρώτη φορά οι αρχαιολόγοι της 13ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πριν μερικούς μήνες και εμείς που ακολουθήσαμε τα βήματά τους, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά με το φωτογραφικό φακό και την τηλεοπτική κάμερα το μνημείο. Τις δεξαμενές της Β' Βυζαντινής Περιόδου, όπως όλες οι ενδείξεις συνηγορούν - οι οποίες ξεπερνούν με την αρχιτεκτονική αρτιότητα, τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και το βάρος της ιστορίας που στηρίζεται πάνω τους κάθε ανθρώπινη φαντασία - κάνουν τις λέξεις φτωχές και τα συναισθήματα εκρηκτικά, ενθουσιώδη, ανίκητα και κυρίαρχα.

Μοναδική ομορφιά

Οι κιονοστήρικτες δεξαμενές με οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση, μαζεμένο δηλαδή από διάσπαρτα στην περιοχή μνημεία και ξαναχρησιμοποιημένο για να στηρίξουν τις δεξαμενές, καθυποβάλλουν. Μπροστά στα μάτια του χρονοταξιδιώτη ξεδιπλώνουν τη μοναδική ομορφιά τους ρωμαϊκοί, ιωνικοί κίονες, παραστάδες παραθύρων ακόμα και μια παλαιοχριστιανική κολόνα με ένα χαραγμένο σταυρό πάνω της, προφανώς από κάποια Βασιλική των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που στηρίζουν πέντε θολοσκέπαστους χώρους οι οποίοι ανοίγονται στο πλάτος με τέσσερα τόξα ο καθένας από αυτούς.
Οι δεξαμενές, που αποθήκευαν το νερό για να ξεδιψάσει το πάντα διψασμένο Ηράκλειο, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις χρονολογούνται μετά το 961 μ.Χ. και, αν και γνωστές βιβλιογραφικά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και κηρυγμένες ως διατηρητέα μνημεία με το Διάταγμα του 1947, όταν πήραν αυτό το χαρακτηρισμό πολλά από τα φορτωμένα με ιστορικές μνήμες κτήρια του Ηρακλείου, μόνο δύο ή τρεις άνθρωποι είχαν επιχειρήσει να κατέβουν ως τα 'κει.

Οι πρώτοι
Χωρίς υπερβολή, οι αρχαιολόγοι που μπήκαν στο μνημείο πριν από μερικούς μήνες για να το καθαρίσουν και να το συντηρήσουν και εμείς είμαστε οι πρώτοι που το είδαμε να λαμπυρίζει μέσα στο μισοσκόταδο, τόσο έντονα με τη χρυσόσκονη της ιστορίας πάνω του, από τη δεκαετία του '30. Μαγεμένοι από τη μοναδική ομορφιά του, όπως συμφώνησε η προϊσταμένη της 13ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Βάσω Συθιακάκη, όταν επιχειρήσαμε να περιγράψουμε το μνημείο με τη μόνη λέξη που έμοιαζε να το χαρακτηρίζει, ως «χρονοκάψουλα μυστικών»: «Και εμείς έτσι αισθανθήκαμε όταν μπήκαμε για πρώτη φορά μέσα πέρυσι. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνει κάμερα ουσιαστικά και δεν έχει αποτυπωθεί ποτέ φωτογραφικά».
«Σφραγισμένη»
«Γνωρίζαμε την ύπαρξη της δεξαμενής από ιστορικά στοιχεία των παλαιότερων χρόνων, καθώς είχε κηρυχθεί το 1947 διατηρητέα. Ήταν σφραγισμένη για πάρα πολλά χρόνια και με αφορμή τις εργασίες ανακαίνισης του κτηρίου του "Παγοποιείου", που βρίσκεται πάνω από τη δεξαμενή, καθαρίστηκε ο χώρος και καταφέραμε να μπούμε πριν από λίγους μήνες. Και βέβαια μείναμε κατάπληκτοι από αυτό που αντικρίσαμε. Διότι είναι ένας χώρος που διατηρείται πραγματικά άθικτος, είναι σε εξαιρετικά καλή κατάσταση και είναι εντυπωσιακός και λόγω της ποιότητας της κατασκευής του, του μεγέθους του.
Δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι υπάρχει αυτό το πράγμα κάτω από τα πόδια μας», συμπλήρωσε ενθουσιασμένη, όπως και εμείς, η κ. Συθιακάκη.
Β' Βυζαντινή Περίοδος
Οι δεξαμενές αποτελούσαν μέρος του δικτύου που είχε δημιουργηθεί για να ξεδιψάσει το πάντα διψασμένο Ηράκλειο και η χρονολόγησή τους φαίνεται να είναι ασφαλής στη Β' Βυζαντινή Περίοδο, καθώς τα τόξα είναι κυκλικά και όχι γοτθικά, οξυκόρυφα, όπως θα ήταν λογικό για την ενετοκρατία, εποχή στην οποία ανάγονται οι άλλες αρχαίες δεξαμενές του Ηρακλείου που έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής στην πόλη.
Όπως μας εξήγησε η κ. Συθιακάκη, «θεωρούμε ότι πρόκειται για μια από τις παλαιότερες σωζόμενες ακέραιες δεξαμενές της πόλης με πολύ εντυπωσιακό μέγεθος, μεγάλης χωρητικότητας. Η δεξαμενή αρχικά τροφοδοτούνταν με βρόχινα νερά, όπως δείχνουν οι τρύπες στη θολωτή οροφή, με ορατά ακόμα τα στόμια της ροής, και παρέμενε σε χρήση στη διάρκεια της ενετοκρατίας. Πιθανότατα συνδέθηκε με το υδραγωγείο του Μοροζίνι, καθώς έχουν σε οψιμότερη φάση τοποθετηθεί πήλινες σωλήνες υδροδότησης που προφανώς παροχέτευαν πλέον το νερό από το υδραγωγείο στην πόλη.
Ο Μοροζίνι
Σύμφωνα με την προϊσταμένη της 13ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, «γνωρίζουμε από τις πηγές ότι ο Φραντσέσκο Μοροζίνι (ο παππούς του τελευταίου υπερασπιστή του Χάνδακα, γενικός προβλεπτής από το 1626-28 και κατασκευαστής του θρυλικού σιντριβανιού των λεόντων που φέρει ακόμα το όνομα του, Κρήνη Μοροζίνι), όταν έφερε το νερό, το 1628, από τις Αρχάνες στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε την κατασκευή του υδραγωγείου, φρόντισε να συνδέσει όλες τις παλαιότερες δεξαμενές στην πορεία διέλευσης του αγωγού».


Η διαδρομή
Το νερό ερχόταν από τις Αρχάνες, περνούσε από τη σωζόμενη ως τα σήμερα μεγαλόπρεπη υδατογέφυρα στην Αγία Ειρήνη στα Σπήλια, το "Καρυδάκι", κατέληγε στην πλατεία του Άρεως, δηλαδή τη σημερινή πλατεία Ελευθερίας, όπου υπήρχαν οι μεγάλες δεξαμενές του Αγίου Γεωργίου Πολυστύλου (το σημερινό συγκρότημα των Δικαστηρίων και της Περιφέρειας), τις οποίες και τροφοδοτούσε. Στη συνέχεια είχε διαμορφωθεί ένας αγωγός, ο οποίος περνούσε πάνω από την παλιά οχύρωση, ανάμεσα στις οδούς Δαιδάλου και Δικαιοσύνης, και κατέληγε στη σημερινή πλατεία των Λιονταριών, όπου τροφοδοτούσε το σιντριβάνι και εν συνεχεία προχωρούσε προς το λιμάνι για να υδροδοτήσει και τις εγκαταστάσεις του λιμανιού
Διατάξεις
Σύμφωνα με την κ. Συθιακάκη, «όσες δεξαμενές υπήρχαν ήδη από παλιότερα, στην πορεία του υδραγωγείου, φαίνεται ότι συνδέθηκαν με αυτό, όπως διαπιστώνουμε και από τις νομοθετικές διατάξεις που θεσπίστηκαν για να ορίζουν ότι η κατανομή του νερού στα δημόσια κτήρια και τους πολίτες θα γινόταν με οργανωμένο τρόπο. Υπάρχουν δηλαδή μια σειρά από διατάγματα που εξέδωσε ο Μοροζίνι για το πώς ακριβώς θα γίνεται η διαχείριση του νερού.
Βυζαντινά πρότυπα
Η δεξαμενή σώζεται σε άριστη κατάσταση και δεν υπήρχε επίχωση, η οποία θα μπορούσε να δώσει κάποια στοιχεία για την απόλυτη χρονολόγηση του μνημείου, όμως όλα δείχνουν ότι ακολουθεί το πρότυπο των βυζαντινών δεξαμενών. Στοιχείο στο οποίο συνηγορεί και η στήριξη με κίονες από ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά οικοδομήματα, που οι κατασκευαστές της είχαν συγκεντρώσει, όπως συνέβαινε συνήθως, από γειτονικά μνημεία που είχαν περιέλθει σε αχρηστία.
Από αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι οι δεξαμενές γέμιζαν με νερό η μία μετά την άλλη και προφανώς μέσα σε αυτό το σύστημα είχε ενταχθεί και αυτή εδώ η δεξαμενή. Καθώς και δύο ακόμη, οι οποίες ανεγέρθηκαν μάλλον στην ενετοκρατία, βρίσκονται εξωτερικά αυτής της δεξαμενής, έχουν εντοπιστεί και σώζονται, είναι αυτόνομες και μεμονωμένες, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ούτε και με αυτή τη δεξαμενή, και προφανώς εντάσσονταν στο ίδιο σύστημα υδροδότησης».
Έργο τέχνης

Το ακόμα πιο εντυπωσιακό στοιχείο του μνημείου είναι ότι τα ιζήματα από το νερό έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους πάνω στο υδραυλικό κονίαμα σαν πινελιές ενός άγνωστου ζωγράφου, ενώ τα άλατα έχουν κατακαθίσει πάνω στους κίονες δημιουργώντας έργα τέχνης εκπληκτικής ομορφιάς.

Το δάπεδο της δεξαμενής είναι πατητό με χυτό, κοκκινωπό υλικό σαν κουρασάνι, με μονωτική, για το νερό, χρήση, όπως γίνεται στις δεξαμενές. Τόσο το υδραυλικό κονίαμα των τοιχωμάτων όσο και της οροφής και του δαπέδου σώζεται σε άριστη κατάσταση, όπως και όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, κάνοντας το χαρακτηρισμό «άθικτη» ή «παγωμένη στο χρόνο» κυριολεκτικό.

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η δεξαμενή δεν αναφέρεται από τον Ιταλό Giuseppe Gerola, ο οποίος κατέγραψε στις αρχές του αιώνα όλα τα βενετσιάνικα μνημεία της Κρήτης στο θρυλικό έργο του Monumenti Veneti nel isola di Creta. Το μνημείο έχει βρει μια εκπληκτική ισορροπία μέσα στους αιώνες, όντας απομονωμένο και μη επισκέψιμο γεγονός που εξηγεί τη μοναδική του διατήρηση και καθιστά δύσκολη την επισκεψιμότητά του, κάτι που θα μπορούσε να γίνει μελλοντικά, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις.


Δείτε το σχετικό βίντεο ΕΔΩ

Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/09/2014,


κανένα σχόλιο

Leave a Reply