Ο Θουκυδίδης και το πραξικόπημα της ολιγαρχίας

Ο Θουκυδίδης (περίπου 460-περίπου398 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
             Μολονότι οι διαπραγματεύσεις με τον Τισσαφέρνη κατέληξαν σε ναυάγιο, αφού ο Αλκιβιάδης φανερά δεν μπορούσε να τον ελέγξει (τουλάχιστον στο βαθμό που ισχυριζόταν) οι Αθηναίοι δεν εγκατέλειψαν τις προτάσεις σχετικά με την ανατροπή της δημοκρατίας θεωρώντας ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι: «Πραγματικά, όταν ο Πείσανδρος με τους άλλους πρέσβεις γύρισαν από τον Τισσαφέρνη στη Σάμο, και τον έλεγχό τους πάνω στο στρατό εξασφάλισαν περισσότερο και τους Σαμιώτες με τη μεγαλύτερη επιρροή παρακίνησαν να προσπαθήσουν να εγκαθιδρύσουν μαζί τους στο νησί τους ολιγαρχικό πολίτευμα, μόλο που τούτοι είχαν κάμει επανάσταση για να μην κυβερνούνται ολιγαρχικά. Οι Αθηναίοι της Σάμου, ταυτόχρονα, ύστερα από συσκέψεις που έκαμαν μεταξύ τους, πήραν την απόφαση να αγνοήσουν τον Αλκιβιάδη, αφού δεν ήθελε να τους βοηθήσει (δεν ήταν άλλωστε, τούτος ο άνθρωπος που θα μπορούσε να συνεργαστεί σ’ ολιγαρχικό πολίτευμα), και να κοιτάξουν, αυτοί μόνοι τους, μια κι είχαν κιόλας εκτεθεί στον κίντυνο, με ποιο τρόπο θα συνέχιζαν την προσπάθεια. Αποφάσισαν επίσης να εξακολουθήσουν μ’ επιμονή τον πόλεμο και να δίνουν πρόθυμα από τις δικές τους προσωπικές περιουσίες χρήματα και ό,τι άλλο χρειαζόταν, αφού από δω κι εμπρός θ’ αγωνίζονταν για τα δικά τους συμφέροντα κι όχι για των άλλων». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 63).

                Παρακολουθούμε πολιτικές εξελίξεις που πλέον δε χρήζουν ούτε συνοχής, ούτε στοιχειώδους συνέπειας καθώς η θυσία της δημοκρατίας – δήθεν – εκλογικευόταν από τις εξελίξεις που ήθελαν τον Αλκιβιάδη μεσάζοντα του Τισσαφέρνη. (Αυτό τουλάχιστον ήταν το βασικό επιχείρημα των ολιγαρχικών προκειμένου να χειραγωγήσουν τον έντρομο κόσμο και να επιβάλουν την εξουσία τους). Η απόφαση να εγκαταλείψουν κάθε βοήθεια από τον Αλκιβιάδη και ταυτόχρονα να συνεχίσουν τις διαδικασίες για την ανατροπή της δημοκρατίας καθιστά σαφές ότι εδώ δε μιλάμε για τίποτε άλλο, παρά για τα αιώνια παιχνίδια της ολιγαρχίας που διαρκώς καραδοκεί όλα τα δημοκρατικά στραβοπατήματα. Η δημοκρατία που παραπαίει ανάμεσα στην πολιτική διαφθορά και τον εφησυχασμό των πολιτών δεν είναι τίποτε άλλο από τον προθάλαμο της ολιγαρχίας. Γι’ αυτό η δημοκρατία είναι καθημερινή και ακατάπαυτη μάχη. Γιατί το ίδιο ακατάπαυτα είναι και τα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Κάθε απολυταρχία, αρχικά τουλάχιστον, επικαλείται φαιδρά προσχήματα εκμεταλλευόμενη τις καταστάσεις. Στη συνέχεια γίνεται σαφές ότι δε χρειάζονται ούτε αυτά, αφού τα συμφέροντα είναι δεδομένα εξ’ αρχής: «Αφού λοιπόν έτσι ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, έστειλαν αμέσως στην Αθήνα τον Πείσανδρο και τους μισούς πρέσβεις για να προχωρήσουν εκεί στις αναγκαίες ενέργειες. Ταυτόχρονα, τους έδωσαν εντολή, στον πηγεμό τους, να εγκατασταίνουν ολιγαρχικά πολιτεύματα σ’ όσες υπήκοες πόλεις θα προσέγγιζαν». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 64).
Ο Τισσαφέρνης ήταν σατράπης της Λυδίας και αξιωματικός του Περσικού στρατού της περιοχής της Μικράς Ασίας. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες και τους βοήθησε να κερδίσουν τους Αθηναίους.  Νόμισμα εποχής
Ο Τισσαφέρνης ήταν σατράπης της Λυδίας και αξιωματικός του Περσικού στρατού της περιοχής της Μικράς Ασίας. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες και τους βοήθησε να κερδίσουν τους Αθηναίους. Νόμισμα εποχής
                Το παράλογο του ολιγαρχικού πραξικοπήματος ζημίωσε την Αθήνα από την πρώτη στιγμή, αφού απορύθμισε τις σχέσεις της με τους συμμάχους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Θάσος, όπου ο Διειτρέφης – εκλεγμένος διοικητής στα παράλια της Μακεδονίας και της Θράκης – όταν έφτασε εκεί, κατέλυσε τη δημοκρατία και:«… δύο μήνες ύστερα από την αναχώρησή του οι Θασίτες άρχισαν να οχυρώνουν την πόλη τους, αφού δεν είχαν πια ανάγκη από μιαν αριστοκρατία που εξαρτιόταν απ’ τους Αθηναίους κι από μέρα σε μέρα περίμεναν να τους ελευθερώσουν οι Λακεδαιμόνιοι. Υπήρχαν, άλλωστε, έξω, κοντά στους Πελοποννησίους, Θασίτες που τους είχαν εξορίσει οι Αθηναίοι κι οι οποίοι συνεργάζονταν με φίλους τους μέσα στην πόλη κι έβαζαν όλα τους τα δυνατά για να στείλουν οι Πελοποννήσιοι καράβια και να εξωθήσουν τη Θάσο σ’ αποστασία. Κι αυτό ακριβώς που τόσο επιθυμούσαν έγινε, κι η πόλη δηλαδή να ‘χει αποκτήσει την ανεξαρτησία της χωρίς εκείνοι να εκτεθούν σε κίντυνο, κι η δημοκρατική παράταξη, που θα πρόβαλλε αντίσταση να ‘χει χάσει την εξουσία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 64). Οι εξελίξεις αυτές είναι μάλλον αυτονόητες, αφού είναι αυτονόητο ότι όταν καταλύεται η δημοκρατία έρχονται στα πράγματα οι ολιγαρχικοί. Κι είναι αυτονόητο επίσης ότι οι ολιγαρχικοί πρόσκεινται στη Σπάρτη. Η απομάκρυνση των δημοκρατικών από την εξουσία σηματοδοτεί την αποκοπή της πόλης από την αθηναϊκή επιρροή. Τα παιχνίδια της ντόπιας ολιγαρχίας παίχτηκαν και στη Χίο και στη Ρόδο και σε γενικές γραμμές σχεδόν σε όλες τις πόλεις που αποστάτησαν. Το να τους δίνει η ίδια η Αθήνα την πρωτοκαθεδρία είναι το πιο παράλογο και ταυτόχρονα το πιο αυτοκαταστροφικό δώρο προς τους εχθρούς της: «Στη Θάσο, λοιπόν, τα γεγονότα εξελίχτηκαν αντίθετα προς τις προσδοκίες των Αθηναίων εκείνων που εγκαθιστούσαν ολιγαρχικά πολιτεύματα και νομίζω πως το ίδιο έγινε και με πολλούς άλλους υπηκόους. Γιατί, μια κι οι διάφορες πόλεις απόχτησαν φρόνιμα (δηλαδή ολιγαρχικά) πολιτεύματα και μπορούσαν να ενεργούν χωρίς φόβο, προχώρησαν προς την πραγματική ελευθερία και δεν προτίμησαν την ψεύτικη ευνομία που τους πρόσφεραν οι Αθηναίοι». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 64).
                Όταν ο Πείσανδρος έφτασε στην Αθήνα, η εκτροπή από τη δημοκρατία, επί της ουσίας, είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Οι ολιγαρχικοί ακολουθώντας τις αλάνθαστες μεθοδεύσεις του τραμπουκισμού και της τρομοκρατίας είχαν καταφέρει να επιβληθούν. Αφού δολοφόνησαν τον Ανδροκλή, ίσως τον κυριότερο ηγέτη των δημοκρατικών που είχε πρωτοστατήσει στην εξορία του Αλκιβιάδη, κι αφού «ξεπάστρεψαν» κι άλλους που θεωρούσαν επικίνδυνους για τα σχέδιά τους άρχισαν διαδίδουν ότι μόνο όσοι στρατεύονταν θα έπαιρναν μισθό κι ότι αυτοί που θα είχαν το δικαίωμα να διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις δε θα ξεπερνούσαν τις πέντε χιλιάδες: «Απ’ τους άλλους πολίτες κανένας πια δεν έφερνε αντιρρήσεις από φόβο, επειδή έβλεπε ότι οι συνωμότες ήταν πολλοί. Κι αν όμως κανένας τολμούσε να προβάλει αντιρρήσεις, αμέσως, με κάποιον κατάλληλο τρόπο, βρισκόταν νεκρός, κι ούτε έρευνα για να βρεθούν οι δράστες γινόταν ούτε ποινική δίωξη εναντίων αυτών που θεωρούνταν ύποπτοι ασκιόταν. Ο λαός αδρανούσε κι ήταν τόσο φοβισμένος, ώστε καθένας που δεν έπεφτε θύμα κάποιας πράξης βίας, μόλο που κρατούσε κλειστό το στόμα, το θεωρούσε κέρδος. Νόμιζαν τους συνωμότες πολύ περισσότερους απ’ ότι πραγματικά ήταν γι’ αυτό κι είχαν χάσει το ηθικό τους. Την αλήθεια δεν μπορούσαν να την εξακριβώσουν, γιατί η πόλη ήταν μεγάλη και δε γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Για τον ίδιο λόγο κι ένας αγαναχτισμένος για κάποιο πάθημά του ήταν αδύνατο να πει τον πόνο του σ’ άλλον είτε να μιλήσει για κάποια μέτρα αυτοπροστασίας, γιατί ή άγνωστος θα ‘ταν αυτός ή γνωστός που δεν του είχε εμπιστοσύνη. Όλοι οι δημοκρατικοί πλησίαζαν ο ένας τον άλλο με δυσπιστία σαν να ‘παιρνε ο καθένας τους μέρος σ’ όσα γίνονταν. Γιατί ανάμεσα στους συνωμότες ήταν κι άνθρωποι που ποτέ κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα γίνονταν ολιγαρχικοί». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 66). Κι αυτή ακριβώς είναι η αιώνια συνταγή κάθε δικτατορίας: η βία, ο φόβος, οι δολοφονίες, η παντελής έλλειψη δικαιοσύνης, η καχυποψία, η αίσθηση του ανίσχυρου και η τελική επιλογή της σιωπής. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γιατί οι χούντες βασίζονται στη θρασύτητα των λίγων, και η θρασύτητα των λίγων στην ανοχή των πολλών. Γιατί καμία χούντα δεν έχει την πλειονότητα του κόσμου με το μέρος της, αφού, αν την είχε, δε θα ήταν χούντα. Οι ισχυρές δημοκρατίες κατατροπώνουν εύκολα αυτά τα φαινόμενα με την εφαρμογή του νόμου. Οι αδύναμες δυσκολεύονται. Και δυσκολεύονται γιατί κατά βάση είναι σαθρές. Όλες οι σαθρές δημοκρατίες κυβερνιούνται από δημαγωγούς κι όλοι οι δημαγωγοί υπηρετούν το ίδιον όφελος. Μοιραία η εξουσία αποκτά παρασκήνιο. Μοιραία υπάρχουν πολλοί δυσαρεστημένοι από τη δημοκρατία. Μοιραία αρχίζουν να ξεπροβάλλουν οι σωτήρες. Κι όταν αυτά συνδυαστούν με την πίεση εξωτερικών παραγόντων και πολέμων κάθε είδους, που κάνουν τον πολίτη να νιώθει μονίμως στο χείλος του γκρεμού, τότε ανοίγεται ο δρόμος των τραμπούκων. Γιατί ξέρουν να εκμεταλλεύονται τη λαϊκή οργή που δεν ξέρει πώς να διοχετευτεί. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο άλλοθι από τη δημοκρατία των διεφθαρμένων, που πρέπει επιτέλους να νοικοκυρευτεί. Όπως τότε, στην Αθήνα, που αναδείχθηκε ο Κλέωνας κι ο Υπέρβολος κι ο Αλκιβιάδης… Και κάπου εδώ ξεκινούν οι ευθύνες των πολιτών, που άφησαν τη δημοκρατία τόσο απροστάτευτη.
Ταυτόχρονα έστειλαν και στη Σάμο δέκα άντρες για να καθησυχάσουν τους στρατιώτες και να διαβεβαιώσουν ότι η ολιγαρχία εγκαθιδρύθηκε για τη σωτηρία όλων, ώστε να εξασφαλιστεί η στήριξη του στόλου.
Ταυτόχρονα έστειλαν και στη Σάμο δέκα άντρες για να καθησυχάσουν τους στρατιώτες και να διαβεβαιώσουν ότι η ολιγαρχία εγκαθιδρύθηκε για τη σωτηρία όλων, ώστε να εξασφαλιστεί η στήριξη του στόλου.
                Υπό αυτές τις συνθήκες το έργο του Πείσανδρου ήταν μάλλον εύκολο: «Πρώτα συγκαλέσανε την εκκλησία του δήμου και πρότειναν να εκλεγούν δέκα άντρες, με απεριόριστη εξουσία, οι οποίοι όφειλαν να συντάξουν και να παρουσιάσουν μπροστά στο λαό, σε καθορισμένη μέρα, γραφτές προτάσεις για τον καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης της πολιτείας. Έπειτα, όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα, καλέσανε σε σύναξη το λαό στον Κολωνό, στον στενό περίβολο του ιερού του Ποσειδώνα (βρίσκεται κάπου δέκα στάδια έξω από την πόλη), κι οι συντάκτες προτάσεων δεν εισηγήθηκαν τίποτε άλλο παρά μονάχα τούτο: να επιτρέπεται κάθε Αθηναίος, ατιμώρητα, να παρουσιάσει όποια πρόταση θέλει. Κι όρισαν αυστηρή τιμωρία για όποιον είτε θα κατάγγελνε τον εισηγητή της πρότασης για παρανομία είτε θα ζητούσε μ’ άλλον τρόπο να τον βλάψει. Τότε πια λεγόταν ανοιχτά να μην ασκεί κανείς καμιάν εξουσία σύμφωνα με το παλιό πολίτευμα ούτε να παίρνει μισθό απ’ το δημόσιο και να εκλεγούν πέντε άντρες ως πρόεδροι, που θα επιλέξουν εκατό άντρες και καθένας απ’ τους εκατό άλλους τρεις. Οι Τετρακόσιοι αυτοί, αφού εγκατασταθούν στο βουλευτήριο, να κυβερνούν όπως κρίνουν καλύτερα, με απεριόριστη εξουσία, και να συγκαλούν τους πέντε χιλιάδες, όταν εκείνοι νομίζουν πως χρειάζεται». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 67). Αυτή ήταν η τελευταία πράξη για τη δημοκρατία. Η ολιγαρχία αποκτά και τυπικά τα ηνία αποκτώντας και θεσμικό περιεχόμενο. Πολλοί ήταν αυτοί που τάχθηκαν με το νέο καθεστώς, όπως ο Αντιφώντας, ο Θηραμένης, αλλά και ο Φρύνιχος, που έδειξε μεγάλο ζήλο, γιατί φοβόταν τον Αλκιβιάδη. Οι Τετρακόσιοι μπήκαν στο βουλευτήριο, χωρίς να υπάρξει ούτε η ελάχιστη αντίδραση. Εξάλλου, φρόντισαν γι’ αυτό οι ολιγαρχικοί ηγέτες οι οποίοι όσους δε θεωρούσαν δικούς τους τούς άφησαν να φύγουν για να αναλάβουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις στην επιφυλακή ή τα τείχη (οι Σπαρτιάτες ήταν διαρκώς οχυρωμένοι στη Δεκέλεια, όπως τους είχε συμβουλέψει ο Αλκιβιάδης) ενώ τους δικούς τους τούς ειδοποίησαν κρυφά να μη φύγουν, ώστε, αν χρειαστεί, να επέμβουν με τα όπλα: «Όταν όλα αυτά έγιναν σύμφωνα με τις διαταγές, ήρθαν κι οι Τετρακόσιοι, έχοντας ο καθένας κρυμμένο σπαθάκι, και μαζί τους οι εκατόν είκοσι νεαροί που τους χρησιμοποιούσαν αν κάπου ήταν ανάγκη να ασκήσουν βία. Παρουσιάστηκαν ξαφνικά απειλητικοί μπροστά στους εκλεγμένους με κλήρο βουλευτές, που βρίσκονταν στο βουλευτήριο, και τους είπαν να πάρουν το μισθό τους και να φύγουν. Είχαν φέρει οι ίδιοι μαζί τους το μισθό για ολόκληρη την υπόλοιπη βουλευτική περίοδο και, καθώς εκείνοι έβγαιναν, τους τον έδιναν». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 69).
                Κι αν κάποιος απορεί πώς ήταν δυνατό να μην καταλάβαιναν οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί ότι καταλύοντας τη δημοκρατία στις συμμαχικές πόλεις, όπως τη Θάσο για παράδειγμα, ουσιαστικά τις έσπρωχναν στα χέρια των Λακεδαιμονίων, αξίζει να σημειωθεί ότι από τις πρώτες ενέργειες που έκανε το ολιγαρχικό βουλευτήριο, πέρα απ’ το να σκοτώσει μερικούς αντιπάλους, ήταν να στείλει πρέσβεις στο βασιλιά των Λακεδαιμονίων Άγη, που ήταν οχυρωμένος στη Δεκέλεια, και να δηλώσει την προθυμία του για ειρήνη, αφού οι ανάξιοι εμπιστοσύνης δημοκρατικοί είχαν παρέλθει από την εξουσία. Η πρόταση ήταν τόσο αιφνιδιαστική που ούτε ο Άγης την πήρε στα σοβαρά. Ζήτησε μάλιστα κι ενισχύσεις από τη Σπάρτη, προκειμένου να πλησιάσει δοκιμαστικά την πόλη και να ζυγίσει τις αντιδράσεις των Αθηναίων. Κι ευτυχώς γι’ αυτόν, γιατί οι Αθηναίοι, αγνοώντας τις ολιγαρχικές συνωμοσίες, παρατάχτηκαν με το ιππικό κι ένα τμήμα από οπλίτες κι ήταν τόσο διατεθειμένοι για ειρήνη, που ο Άγης αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας νεκρούς πίσω του. Παρόλα αυτά δεχόταν φιλικά τους πρέσβεις που οι ολιγαρχικοί εξακολουθούσαν να στέλνουν και τελικά τους συμβούλεψε να στείλουν απεσταλμένους στη Σπάρτη, προκειμένου να διαπραγματευτούν την ειρήνη, πράγμα που οι ολιγαρχικοί της Αθήνας έκαναν.

Ο Θουκυδίδης (περίπου 460-περίπου398 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ταυτόχρονα έστειλαν και στη Σάμο δέκα άντρες για να καθησυχάσουν τους στρατιώτες και να διαβεβαιώσουν ότι η ολιγαρχία εγκαθιδρύθηκε για τη σωτηρία όλων, ώστε να εξασφαλιστεί η στήριξη του στόλου. Οι άντρες αυτοί όμως δεν έφτασαν στη Σάμο, αλλά παρέμειναν στη Δήλο, όταν έμαθαν ότι οι εξελίξεις της Σάμου δεν ήταν ευνοϊκές: «Οι Σαμιώτες, που λίγο πριν είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των ολιγαρχικών, αποτελούσαν το δημοκρατικό κόμμα κι είχαν την εξουσία στην πόλη, πείστηκαν από τον Πείσανδρο, όταν ήρθε στο νησί, κι από Αθηναίους που συνωμοτούσαν μαζί του στη Σάμο, ν’ αλλάξουν φρονήματα, κι αφού σχημάτισαν μιαν ομάδα από τριακόσιους περίπου συνωμότες ετοιμάζονταν να επιτεθούν εναντίον εκείνων που παραμένανε δημοκρατικοί». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 73). Την υπόθεση την πληροφορήθηκαν οι στρατηγοί Λέοντας και Διομέδοντας, που δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τα σχετικά με την ολιγαρχία (όπως και ο Θρασύβουλος με το Θράσυλλο) και ανέλαβαν να μιλήσουν στον κάθε στρατιώτη χωριστά προτρέποντας να ταχθούν όλοι με το μέρος της δημοκρατίας, πράγμα που έγινε. Φανατικά δημοκρατικό αποδείχθηκε και το πλήρωμα της Παράλου, ιερού πλοίου της Αθήνας: «Έτσι, όταν οι τριακόσιοι τους επιτέθηκαν, όλοι αυτοί, και προπάντων το πλήρωμα της Παράλου, βοήθησαν κι υπερίσχυσαν οι Σαμιώτες δημοκρατικοί. Από τους τριακόσιους σκότωσαν περίπου τριάντα και τρεις, τους πιο υπαίτιους, τους εξόρισαν. Εναντίον των άλλων ο λαός δε δείχθηκε μνησίκακος κι από δω και μπρος έζησαν μονοιασμένοι με δημοκρατικό πολίτευμα». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 73).
Αμέσως μετά οι δημοκρατικοί της Σάμου, χωρίς να ξέρουν ότι η υπόθεση της δημοκρατίας στην Αθήνα είχε χαθεί κι ότι οι Τετρακόσιοι είχαν ήδη καταλάβει το βουλευτήριο, έστειλαν την Πάραλο με το Χαιρέα για να αναγγείλει τα όσα είχαν συμβεί. Από τη μεριά τους, οι Τετρακόσιοι, όπως ήταν φυσικό, με το που έφτασε η Πάραλος στην Αθήνα, συνέλαβαν μερικούς και τους υπόλοιπους, αφού τους πήραν το πλοίο, τους ξεφορτώθηκαν πάραυτα στέλνοντάς τους μ’ ένα οπλιταγωγό να περιπολούν γύρω από την Εύβοια. Ο Χαιρέας κατάφερε να διαφύγει, άγνωστο πως, και να επιστρέψει στη Σάμο για να περιγράψει την κατάσταση στην Αθήνα διογκώνοντας τα πάντα προς το χειρότερο: «Έλεγε πως όλους τους τιμωρούσαν με μαστίγωση κι ότι δεν μπορούσε κανείς να αντιμιλήσει σ’ αυτούς που ασκούσαν την εξουσία. Γίνονταν, πρόσθετε, προσβολές στις γυναίκες και στα παιδιά τους και σχεδίαζαν να πιάσουν και να φυλακίσουν όλους τους συγγενείς των στρατιωτών εκείνων της Σάμου που δεν συμφωνούσαν μαζί τους, για να τους θανατώσουν, αν οι στρατιώτες δεν υπακούσουν σ’ αυτούς. Κι άλλα πολλά τους έλεγε αραδιάζοντας ψέματα». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 74). Τα νέα αυτά εξαγρίωσαν το στράτευμα. Πολλοί ήθελαν να σκοτώσουν αμέσως όλους τους πρωτεργάτες του ολιγαρχικού πραξικοπήματος. Τελικά επικράτησε η λογική, αφού ο εχθρικός στόλος, που ήταν τόσο κοντά, καθιστούσε σαφές ότι όλες οι ισορροπίες κρέμονται από μια κλωστή. Πάρθηκαν όρκοι ότι θα μείνουν πιστοί στο δημοκρατικό πολίτευμα, ότι θα πολεμήσουν μέχρις εσχάτων τους Λακεδαιμονίους κι ότι θα θεωρούν τους Τετρακόσιους της Αθήνας εχθρούς. Στους όρκους αυτούς μετείχαν κι όλοι οι Σαμιώτες που ήταν σε στρατεύσιμοι ηλικία. Τα πράγματα παίρναν πολύ παράξενη τροπή. Η Αθήνα βρισκόταν διχασμένη ανάμεσα στον ολιγαρχικό διοικητικό μηχανισμό της πόλης και το δημοκρατικό στρατό που είχε ως ορμητήριο τη Σάμο. Στην εκκλησία που συγκάλεσαν οι στρατιώτες εκλέξανε νέους τριηράρχους και στρατηγούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Θρασύβουλος με το Θράσυλλο. Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν ήταν συγκινητικές. Όσοι μιλούσαν προσπαθούσαν να δώσουν θάρρος σ’ αυτούς που άκουγαν, τονίζοντας τη δύναμη του στρατού, το αξιόμαχο δυναμικό της Σάμου, που ήταν από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις, την ανωτερότητα του στόλου απέναντι στην αθηναϊκή ολιγαρχία, που θα τους επέτρεπε να εισπράττουν οι ίδιοι τις εισφορές των συμμάχων, το πλεονέκτημα που δίνουν τα πλοία να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονται απ’ όποιο τόπο θέλουν ή ακόμη και να καταφύγουν όπου θέλουν και να εγκατασταθούν σε περίπτωση που αποτύχαιναν στον πόλεμο με τους Σπαρτιάτες. Σε τελική ανάλυση όλα συνέχιζαν ως είχαν, με τη διαφορά ότι το κέντρο δεν θα ήταν πια η Αθήνα αλλά η Σάμος. Εξάλλου,«…. όσοι στο στρατό μπορούσαν να δώσουν χρήσιμες συμβουλές δεν ήταν χειρότεροι από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη»Με άλλα λόγια: «Αν, επίσης, θελήσουν να δώσουν εγγυήσεις στον Αλκιβιάδη και να του επιτρέψουν να γυρίσει στην πατρίδα, αυτός ευχαρίστως θα τους εξασφάλιζε τη συμμαχία του βασιλιά» (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 77).
Η ιστορία παίζει τα πιο απίθανα παιχνίδια: «Οι Αθηναίοι ηγέτες στη Σάμο κι ιδιαίτερα ο Θρασύβουλος – ο οποίος από τότε που αποκατάστησε τη δημοκρατία είχε πάντα είχε πάντα τη γνώμη, πως έπρεπε να επιτρέψουν να γυρίσει από την εξορία ο Αλκιβιάδης – πέτυχε τελικά, συγκαλώντας εκκλησία, να πείσει τους περισσότερους στρατιώτες να ψηφίσουν την ανάκληση του Αλκιβιάδη και την αμνήστευσή του. Ο Θρασύβουλος αρμένισε ως εκεί που βρισκόταν ο Τισσαφέρνης κι έφερε στη Σάμο τον Αλκιβιάδη, πιστεύοντας πως η μόνη σωτηρία τους ήταν να αποσπάσει τούτος τον Τισσαφέρνη από τους Πελοποννησίους και να τον κάμει φίλο δικό τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 81). Ο Αλκιβιάδης, από ελπίδα των ολιγαρχικών, στο όνομα της οποίας καταλύθηκε η δημοκρατία μετά από δική του απαίτηση, μετατρέπεται σε ύστατο καταφύγιο των δημοκρατικών, που τον καλούν ανοιχτά να παρευρεθεί στην εκκλησία του δήμου. Κι ενώ κατέστη σαφές ότι δεν μπορεί να προσεταιριστεί τον Τισσαφέρνη στα σχέδια των Αθηναίων, οι δημοκρατικοί, (είτε από άγνοια είτε από απελπισία είτε και από τα δύο μαζί), τον επαναφέρουν στο προσκήνιο δίνοντάς του και πάλι το βήμα κι εκλέγοντάς τον στρατηγό. Και βέβαια ο Αλκιβιάδης δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Στην εκκλησία δίνει πραγματικό ρεσιτάλ. Παραπονιέται για την άδικη συμπεριφορά των Αθηναίων σε βάρος του, κλαίει για την εξορία του, τονίζει το πόσο υπέφερε μακριά από την πατρίδα, προσπαθεί με κάθε τρόπο να εκμαιεύσει τη συγκινησιακή φόρτιση όχι της επιστροφής, αλλά της δικαίωσης, αφού η συμφιλίωση μόνο ως αναγνώριση μπορεί να ερμηνευτεί. Όσο για υποσχέσεις: «Ο Τισσαφέρνης τον είχε τάχα επίσημα διαβεβαιώσει πως, αν οι Αθηναίοι του εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, κι όσο θα ‘χε στη διάθεσή του και τα ελάχιστα μέσα, δε θα στερούνταν τα αναγκαία για τη διατροφή τους, ακόμη κι αν χρειαζόταν τελικά να πουλήσει το ίδιο το κρεβάτι του. Το φοινικικό στόλο που βρισκόταν κιόλας στην Άσπενδο θα τον έφερνε για να ενισχύσει τους Αθηναίους κι όχι τους Πελοποννησίους. Τέλος, έλεγε, ότι ο Τισσαφέρνης θα ‘χε εμπιστοσύνη στους Αθηναίους μονάχα αν αυτός, ο Αλκιβιάδης, γυρίσει στην πατρίδα σώος κι αβλαβής και του εγγυηθεί τη φιλία τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 81). Για τον Αλκιβιάδη δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο ευνοϊκή εξέλιξη. Εκεί που φαινόταν ότι οι πολιτικοί του αριβισμοί τον είχαν πια ξεβράσει από την πολιτική σκηνή, ξαναγεννιέται κυριολεκτικά από την απελπισία του δημοκρατικού αθηναϊκού στόλου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η θέση του ισχυροποιείται και απέναντι στον Τισσαφέρνη, αφού θα καταφέρει να επιστρέψει στρατηγός κι ως εκ τούτου όλοι πρέπει να τον πάρουν στα σοβαρά: «Αμέσως ύστερα από την εκκλησία αυτή έφυγε για κει, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση πως όλα τα συζητά μαζί του (τον Τισσαφέρνη εννοείται), επιδιώκοντας ταυτόχρονα ν’ ανεβάσει την υπόληψή του στα μάτια του Τισσαφέρνη, να του δείξει δηλαδή ότι είχε κιόλας εκλεχτεί στρατηγός κι ότι, επομένως, ήταν τώρα σε θέση να του κάνει καλό ή κακό. Είχε, πραγματικά, ο Αλκιβιάδης τώρα τη δυνατότητα να φοβίζει τους Αθηναίους με τον Τισσαφέρνη και τον Τισσαφέρνη με κείνους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 82).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985
    Φωτογραφίες:       https://www.numisbids.com/n.php?p=lot&sid=589&lot=266

Aναδημοσίευση από: http://eranistis.net/wordpress/2014/06/26/%CE%BF-%CE%B8%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%85%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF%CE%BB/






Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply