H αρχή του Φορολογικού Ρεαλισμού και η εικονική πραγματικότητα της φορολογικής διοίκησης






Του Χρήστου Κλειώση 
Δικηγόρου Αθηνών
Μέλους ΔΣ του Σωματείου "ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ"


Κάθε φόρος, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες έχει την ίδια μορφή: αποτελείται από έναν παρανομαστή, δηλαδή το σύνολο ενός εισοδήματος, περιουσίας ή συναλλαγής που πρόκειται να φορολογηθεί, και έναν αριθμητή , δηλαδή τον συντελεστή το φόρου που έρχεται το κράτος να επιβάλει στο εισόδημα την περιουσία ή την συναλλαγή του φορολογούμενου με τους νόμους του.
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες υπάρχει ένα φυσικό όριο μεταξύ νομοθετικής εξουσίας και πραγματικότητας: Η μεν πραγματικότητα έρχεται να ορίσει τι θα φορολογηθεί, και είναι ένα πραγματικό δεδομένο που μπορεί να διαπιστωθεί,  η δε νομοθετική εξουσία καλείται εκ των uυστέρων να προσδιορίσει ποια θα είναι η φορολογική επιβάρυνση επί κάθε εισοδήματος, περιουσίας ή συναλλαγής.
Φυσικά η διακρίβωση της πραγματικότητας δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην καλή προαίρεση των φορολογούμενων και για αυτό προβλεφθεί η εξουσία του κράτους να διαπιστώνει την πραγματικότητα που καλείται στην συνέχεια να φορολογήσει. Αυτό είναι το νόημα του φορολογικού ελέγχου του κράτους: Να διαπιστώνει πραγματικές καταστάσεις, να διαπιστώνει και να προσδιορίζει την ύπαρξη φορολογητέου εισοδήματος, περιουσίας ή συναλλαγής.
Αυτή  όμως η ελεγκτική εργασία είναι μια πνευματικά επίπονη εργασία που προϋποθέτει ανθρώπους με παρατηρητικότητα και κριτική σκέψη προκειμένου να διαπιστωθεί με απόλυτα τεκμηριωμένο τρόπο η ύπαρξη φορολογητέας ύλης που έχει αποκρυβεί. Τέτοια όμως προσόντα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τα ζητάει η ελληνική φορολογική νομοθεσία, γιατί πολύ απλά, έχοντας μια προνομιακή σχέση με την νομοθετική εξουσία που τις επιτρέπει να μετατρέπει σε νόμο κάθε διοικητικό καπρίτσιο, μπορεί να περνάει στην νομοθεσία πλήθος διατάξεων που της επιτρέπουν να αποφύγει να κάνει την πραγματική ελεγκτική εργασία: Αρκεί πλέον να τεκμαίρει η διοίκηση. Όχι να διαπιστώνει μια πραγματικότητα. Άς δούμε όμως μερικά παραδείγματα:
Π.χ στην περίπτωση των ακινήτων υπάρχει ο αντικειμενικός προσδιορισμός της αξίας τους, ο οποίος συνιστά ένα σύστημα από κανόνες και συντελεστές η εφαρμογή των οποίων καταλήγει στον προσδιορισμό μιας αξίας που μόνο από τύχη μπορεί να βρίσκεται κοντά με την πραγματική αγοραία αξία ενός ακινήτου.  Παλαιότερα, πριν την κρίση, η αντικειμενική αξία του ακινήτου ήταν σχεδόν πάντα κάτω από την αγοραία αξία του ακινήτου, τώρα είναι σχεδόν πάντα πάνω από αυτή. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών και των εταιρικών συμμετοχών κατά την μεταβίβασή του. Και πάλι με ένα σύνολο κανόνων καταλήγουμε σε μια «τεκμαιρόμενη» αξία. Η πραγματική μας είναι αδιάφορη πλεον.
Στην περίπτωση των φορολογητέων εισοδημάτων και κερδών πάλι, υπάρχει ένα σύνολο από αυτοματοποιημένους ελέγχους (αυτοπεραίωση) που γίνονται κατά την υποβολή της δήλωσης αλλά και ένα σύνολο από κανόνες που επιτρέπουν τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των κερδών ενός επιτηδευματία (νομικού ή φυσικού προσώπου)βάσει προκαθορισμένων συντελεστών επί του τζίρου, αν αυτός δεν δείξει την επιμέλεια που απαιτεί ο νόμος στην τήρηση των βιβλίων και των στοιχείων.

Ο μέσος ελεγκτής της εφορίας δεν χρειάζεται να έχει αίσθηση της πραγματικής οικονομικης ζωής, π.χ. πόσο κοστίζει ένα ακίνητο, τι πραγματικά εισοδήματα έχει ένας φορολογούμενος ή πόσο αξίζει μια επιχείρηση. Αρκεί να εφαρμόζει σωστά τους συντελεστές που ορίζει ο νόμος τον οποίον έχει υπαγορεύσει η ίδια η φορολογική διοίκηση.

Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των διατάξεων της νομοθεσίας είναι να αφαιρέσει ο νομοθέτης από τον φορολογικό έλεγχο την πραγματική του αποστολή: την διαπίστωση μιας φορολογικής πραγματικότητας. Αντ’ αυτού πλεόν, τα φορολογικά ελεγκτικά όργανα κάνουν εκτιμήσεις και  υποθέσεις, «τεκμαίρουν», «υποθέτουν», και επί υποθετικών εισοδημάτων , περιουσιών ή συναλλαγών, έρχονται και καταλογίζουν φόρο. Γράφοντας αυτές τις λέξεις αισθάνομαι σαν το παιδί που φώναξε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Έτσι και η φορολογική διοίκηση που πανω στον εισπρακτικό της οίστρο νομοθετεί ερήμην της πραγματικότητας είναι γυμνή από επιστημοσύνη και ηθική επάρκεια.
Θύμα αυτής της γύμνιας, στην οποία οι ελεγκτικοί μηχανισμοί αντιτάσσουν το «εγώ εκτελώ εντολές» και την ευγενική απάνθρωπη αδιαφορία, είναι η επιβίωση του ίδιου του φορολογούμενου που χρηματοδοτεί τα πάντα. Όταν φορολογείς υποθετικά εισοδήματα θα εισπράξεις και υποθετικούς φόρους. Όμως οι διώξεις και οι κατασχέσεις θα είναι πραγματικές.
Υπάρχει ανάγκη και μάλιστα άμεση να εισαχθεί άμεσα ως πολιτικό αίτημα η επιστροφή στον φορολογικό ρεαλισμό και η αναγνώριση ότι το κράτος δεν μπορεί δια της νομοθετικής οδού να προσδιορίζει μια πραγματικότητα όπως το συμφέρει για καθαρά εισπρακτικούς στόχους.  Και εν πάσει περιπτώσει θα πρέπει να δίνεται με ευχερή τρόπο δυνατότητα στον φορολογούμενο να ανταποδεικνύει την εικονική πραγματικότητα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον επιβαρύνει με φόρους και διώξεις.
Δεν είναι βιώσιμη η φορολόγηση όταν φορολογητέα ύλη προσδιορίζεται από τον νομοθέτη και όχι από την πραγματικότητα. 
 Όσοι νόμοι και να γράψουν ότι το εισόδημα ή η περιουσία ενός φορολογούμενου ισούται με ένα δις, όσα πρόστιμα και αν του επιβληθούν, όσες ποινικές καταδίκες και αν υποστεί,  αν δεν έχει όντως εισπράξει το ένα δίς ευρώ,  αν η  περιουσία του δεν είναι όντως ένα δις, τότε πολύ απλά το μεν δημόσιο δεν θα εισπράξει τους φόρους του, αφού ο κανόνας «ΟΥΚ ΑΝ ΛΑΒΟΙΣ» δεν χρειάζεται να νομοθετηθεί για να ισχύσει και σε αυτή την περίπτωση.  Και ενώ δεν θα υπάρχει πραγματική ωφέλεια για το δημόσιο ταμείο,  ο φορολογούμενος θα έχει υποστεί έναν σκληρό διωγμό με ποινικές διώξεις και κατασχέσεις.
Και όλα αυτά γίνονται γιατί τόσο η φορολογική διοίκηση, εφαρμόζοντας διατάξεις που τις λένε τι θα πρέπει να θεωρεί ως πραγματικότητα, όσο και η δικαιοσύνη (ιδίως η ποινική) που φοβάται να αμφισβητήσει την κρίση των φορολογικών αρχών, αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. Το πτώμα δεν το είδε κανείς αλλά ο φορολογούμενος κρίνεται πάντα ένοχος .
Ο φορολογικός ρεαλισμός, είναι σαν το κουτί της Πανδώρας. Όλα θα μπορούν να αμφισβητηθούν και θα πρέπει να συνηθίσουμε σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας όπου όλα είναι αντικείμενο απόδειξης, αλλά θα αναγκάσει τους διοικητικούς υπαλλήλους των ελεγκτικών μηχανισμών να παράγουν πραγματικό ελεγκτικό έργο τεκμηρίωσης αναφορικά με την αξία ενός ακινήτου ή αναφορικά με τα πραγματικά έσοδα ενός φορολογούμενου και να μην αρκούνται στην τυποποιημένη εφαρμογή συντελεστών που πίσω από ένα προπέτασμα επιστημοσύνης κρύβουν την επαγγελματική ένδεια και ανικανότητα. Ο φορολογικός έλεγχος πρέπει να γίνει έλεγχος ουσίας και όχι απλά η υπόθεση ή αυθαίρετη εκτίμηση του κάθε φορολογικού οργάνου που εφαρμόζει αποδεικτικούς κανόνες και εκ των προτέρων νομοθετημένα συμπεράσματα όπως οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply