Η μετατροπή ενός Κινήματος σε Κόμμα και οι εναλλακτικοί δρόμοι πολιτικής συγκρότησης.

Στην προηγούμενη τοποθέτηση μου, ασχολήθηκα με την πολιτική αποτυχία των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, να ηγηθούν πολιτικα του αντι-μνημονιακού μετώπου. Μια σημαντική παράμετρος της αποτυχίας αυτής, υπήρξε η αδυναμία εξεύρεσης μιας νέας οργανωτικής δομής, που να συμβαδίζει με τον κινηματικό χαρακτήρα που ευαγγελίζονταν οι ΑΝΕΛ. 
Πολλοί θα πουν ότι τα οργανωτικά ζητήματα ενός κόμματος είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα πολιτικά. Εντούτοις για ένα κίνημα που δεν έχει δοκιμαστεί στην εξουσία, ο τρόπος με τον οποίο "διοικεί" τις εσωτερικές του υποθέσεις, αποτελεί τη μοναδική ίσως έμπρακτη εκδήλωση προς την κοινωνία των ικανοτήτων και των πραγματικών του προθέσεων. Υπό την έννοια αυτή, το ύφος και η νοοτροπία που διέπει την εσωκομματική λειτουργία, προϊδεάζει το εκλογικό σώμα για το ύφος και τη νοοτροπία που θα εκδηλωθούν κατά την ενάσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.

Εν προκειμένω, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ξεπήδησαν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο. Άνθρωποι άγνωστοι μέχρι πρότινος, δημιουργούσαν διαδικτυακά γκρουπ και άρχισαν σε τοπικό επίπεδο να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Ο ίδιος ο Πάνος Καμμένος, ενθάρρυνε αυτή τη διαδικασία, μιλώντας για την γέννηση ενός κινήματος από τα κάτω και σε επίπεδο γειτονιών και πόλεων.
Την ίδια περίοδο, ζώντας εκ των ένδον τη ζύμωση που γινόταν, βίωσα τους προβληματισμούς σε κεντρικό επίπεδο, πολλών στελεχών σχετικά με την οργανωτική συγκρότηση του Κινήματος. Καθώς η πολιτική προσπάθεια είχε πλέον όνομα και σήμα η πρόκληση ήταν μεγάλη:
Πως δηλαδή, θα συμβιβαστεί η αυτό-οργάνωση της κοινωνίας με την ανάγκη αποφυγής ενεργειών στο όνομα του Κινήματος, που θα μπορούσαν να εκθέσουν την συνολική προσπάθεια. Καθώς δεν υπήρχε κάποια οργανωτική δομή, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε εμφανιστεί ως εκπρόσωπος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και να εκθέσει το Κίνημα με τους λόγους ή τις πράξεις του. Η κατάσταση αυτή της αβεβαιότητας κορυφώθηκε στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2012, αφού γνωριζόμασταν ελάχιστα μεταξύ μας και δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για την οργάνωση σε πανελλαδικό επίπεδο.
Στις εκλογές του 2012, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες έπρεπε, επομένως,  να στηριχθούν στα άτυπα δίκτυα υποστηρικτών που είχαν δημιουργηθεί από το μηδέν σε όλη την Ελλάδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επρόκειτο για ολιγοάριθμες παρέες ατόμων, που συγκροτούσαν τους πυρήνες στους οποίους έπεφτε αναγκαστικά το βάρος της κινητοποίησης, του στησίματος εκλογικών περιπτέρων και της εύρεσης εκλογικών αντιπροσώπων για την ημέρα των εκλογών. Όλα τα ανωτέρω απαιτούσαν μια κοπιώδη προσπάθεια, η οποία διεξήχθη κυρίως από πρόσωπα που είχαν προηγούμενη εμπειρία σε άλλες κομματικές οργανώσεις.  
Δυστυχώς, τα τελευταία 20 έτη αποστασιοποίησης της κοινωνίας από τα κόμματα έπαιξαν και εδώ τον ρόλο τους. Ελάχιστοι, υποστηρικτές του κινήματος, που για πρώτη φορά έρχονταν σε επαφή με την πολιτική και τα κόμματα, είχαν την εμπειρία, την υπομονή και την αντοχή να εμπλακούν ενεργά στις παραδοσιακές μορφές ενός παρατεταμένου εκλογικού αγώνα. Έτσι, ενώ η παρουσία τους στο διαδίκτυο ήταν ζωηρή και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αρχικής φυσιογνωμίας του κινήματος, στο «πολιτικό πεζοδρόμιο» η μάχη δόθηκε κυρίως από τα στελέχη, που είχαν ζυμωθεί στις κομματικές και συνδικαλιστικές διαδικασίες της Μεταπολίτευσης.
Αναγκαστικά λοιπόν και για τις ανάγκες της κατά τόπους διεξαγωγής των εκλογών, η κομματική «διαπίστευση» δόθηκε κυρίως στα παλαίμαχα κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη. Κάπως έτσι, άρχισαν σιγά-σιγά να αποκτούν επίσημη αναγνώριση και «κομματική σφραγίδα» όλοι αυτοί οι ολιγομελείς τοπικοί πυρήνες.
Επρόκειτο για μια πραγματιστική και εν πολλοίς αναπόφευκτη προεκλογική επιλογή. Η πρόκληση όμως μετά τις εκλογές ήταν να μην μονιμοποιηθεί αυτή η πρόχειρη οργανωτική δομή, που ενέπλεκε περιορισμένο αριθμό στελεχών αλλά να παραμείνει το Κίνημα ανοικτό στην κοινωνία. Δυστυχώς, έγινε το ακριβώς αντίθετο.
Οι ολιγομελείς πυρήνες μετατράπηκαν σε κομματικές οργανώσεις και οι διαπιστευμένοι εκλογικοί εκπρόσωποι σε τοπικούς κομματάρχες. Και ήταν πολύ λογικό, αυτοί οι κομματάρχες που έδωσαν τη μάχη «του πεζοδρομίου και του καφενείου», να διεκδικούν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της κομματικής εκπροσώπησης σε τοπικό επίπεδο. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, δεν είχαν κανένα κίνητρο να ανοίξουν τις οργανώσεις τους προς την κοινωνία. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η είσοδος νέων μελών στο κλειστό κλαμπ της τοπικής οργάνωσης, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία τους. Και αν επρόκειτο να προβούν σε νέες εγγραφές, αυτές αφορούσαν τους αδιάφορους για κομματική ενασχόληση, φίλους και συγγενείς και στόχευαν αποκλειστικά στην εδραίωση της επιρροής τους.
Η κυριαρχία των κομματαρχών και η μετατροπή των ΑΝΕΛ σε παραδοσιακό κόμμα της μεταπολίτευσης επισφραγίστηκαν με τις αποφάσεις για τη διεξαγωγή του Συνεδρίου: Τα καθοδηγητικά όργανα δεν επρόκειτο να αναδειχθούν από το σύνολο των μελών του Κινήματος, αλλά από τους Συνέδρους. Και η πλειοψηφία από αυτούς τους Συνέδρους θα αναδεικνυόταν με εσωκομματικές διαδικασίες σε επίπεδο τοπικών οργανώσεων. Για όσους είχαν προηγούμενη κομματική εμπειρία, ήξεραν τι συνεπάγονταν αυτές οι αποφάσεις:
Ακόμη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση των οργανώσεων έναντι της κοινωνίας, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η θέση των κομματαρχών, επιλεκτικές εγγραφές φίλων και συγγενών και ασφυκτικά κατευθυνόμενες εσωκομματικές διαδικασίες. Εν ολίγοις, μια θλιβερή επανάληψη των κομματικών διαδικασιών της μεταπολίτευσης, για όσους είχαν την εμπειρία να ασχοληθούν με αυτές, όπως παλαιότερα είχα και εγώ.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα είναι αν θα μπορούσαν τα πράγματα να πάρουν άλλο δρόμο. Κατά την προσωπική μου άποψη ναι.
Η πολιτική αυτό-οργάνωση που επαγγέλθηκε ο Πάνος Καμμένος δεν ήταν ένα λεκτικό πυροτέχνημα και δεν θα έπρεπε επουδενί να καταντήσει νεκρό γράμμα.
Αυτό-οργάνωση σημαίνει ότι ομάδες πολιτών, που αποφασίζουν να υπηρετήσουν μια κοινή ιδέα, συγκροτούνται σε διάφορα επίπεδα: Μια παρέα σε μια γειτονιά, μια άλλη ομάδα στο διαδίκτυο και μια έτερη ομάδα στον χώρο της εργασίας. Συγκρότηση δεν σημαίνει όμως αφομοίωση σε μια κεντρική κομματική δομή. Οι πολίτες σήμερα, απηυδισμένοι από τις παλαιοκομματικές αντιλήψεις του παρελθόντος δεν είναι διατεθειμένοι να μπουν σε στεγανά και τα κάθε λογής «πολιτικά μαντριά». Γι’ αυτό και η  πολιτική αυτό-οργάνωση των πολιτών θα μπορούσε εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους. Ενδεικτικά αναφέρω:
-Την ευχέρεια επιλογής της νομικής μορφής της ομάδας (αν λ.χ. θα είναι σωματείο ή απλή ένωση προσώπων), ή, ακόμη, του διακριτικού τίτλου της ομάδας (λ.χ. μια «Τοπική Πρωτοβουλία», μια «Τοπική Οργάνωση», μια «Ένωση Υποστηρικτών» των Κινήματος κ.ο.κ.)
-Την ευχέρεια καθορισμού των εσωτερικών κανόνων λειτουργίας και κατανομής ρόλων εντός της ομάδας. Μια ομάδα ενδέχεται να επιθυμεί την ανάδειξη του επικεφαλής  με κλήρωση, άλλη ομάδα με ψηφοφορία, άλλη με εκ περιτροπής εναλλαγή στις θέσεις ευθύνης. Άλλη ομάδα πάλι, θα μπορούσε να έχει συλλογική ηγεσία.
-Την ευχέρεια καθορισμού της θητείας των εκπροσώπων της ομάδας στα κεντρικά όργανα του Κινήματος και των διαδικασιών ανάκλησης τους από αυτά.
Υπάρχουν άπειρες επιλογές ως προς τους τρόπους λήψης των αποφάσεων και την οργάνωση της δράσης που θα μπορούσαν να αφεθούν στην πρωτοβουλία των κατά τόπους ενεργών πολιτών του Κινήματος.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πολύμορφης αυτό-οργάνωσης της κοινωνίας το σύγχρονο Κίνημα δεν θα ήταν ο κηδεμόνας των οργανωμένων οπαδών αλλά μια Κεντρική Οργάνωση-Ομπρέλα, μέσα στην οποία θα μπορούσαν να στεγασθούν όλες αυτές οι αποκεντρωμένες πολιτικές πρωτοβουλίες. Το Κίνημα θα μπορούσε απλώς να καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές (κάτι σαν «ISO») δραστηριοποίησης, μαζικότητας, διαφάνειας και δημοκρατικής λειτουργίας, ώστε να αποφεύγεται η εισδοχή στις τάξεις του, ομάδων με τυχοδιωκτικό, ολοκληρωτικό ή εγκληματικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε ακόμη να παρέχει στις οργανώσεις των πολιτών ενδεικτικούς κανονισμούς λειτουργίας και τεχνική υποστήριξη ώστε η παρουσία τους να είναι ελκυστική στην τοπική κοινωνία.
Μέσα σε ένα τέτοιο διευρυμένο πλαίσιο πολιτικής αντίληψης, δεν θα ήταν απαραίτητη η ανάδειξη των κεντρικών καθοδηγητικών οργάνων μέσα από τις γνώριμες συνεδριακές διαδικασίες, με τις περιφερόμενες λίστες των υποψηφίων και τα παρασκηνιακά παζαρέματα. Στα πλαίσια της βραχύβιας ενασχόλησης μου με τους Ανεξάρτητους Έλληνες είχα στο παρελθόν προτείνει την αποσύνδεση της Συνεδριακής διαδικασίας από την εκλογή των καθοδηγητικών οργάνων. Το Συνέδριο θα έπρεπε να ασχολείται με τα αμιγώς πολιτικο-ιδεολογικά ζητήματα, το πολιτικό πρόγραμμα και την τροποποίηση του Καταστατικού του Κινήματος.
Ως προς τα καθοδηγητικά όργανα πίστευα ότι ο Πρόεδρος θα έπρεπε να εκλέγεται απευθείας από το σύνολο των μελών, ενώ στη θέση της παραδοσιακής κεντρικής επιτροπής, να υφίσταται μια Εθνική Συνέλευση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων με τον συμβολικό αριθμό των 300 μελών. Αυτή θα είχε διαρκή χαρακτήρα (δηλαδή χωρίς θητεία), θα εργαζόταν σε ομάδες εργασίας, αντίστοιχες με τις κοινοβουλευτικές επιτροπές και θα απαρτιζόταν από τους εκπροσώπους που θα έστελναν –σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες εσωτερικής λειτουργίας- οι προαναφερθείσες αυτοοργανωμένες ομάδες του κινήματος. Και προκειμένου να μην αφεθεί χώρος για «σφραγιδοφύλακες» κομματάρχες με μηδενική απήχηση στην κοινωνία, θα καθορίζονταν τα κριτήρια με τα οποία εκπρόσωποι των τοπικών ή άλλων οργανώσεων –ανάλογα με τη μαζικότητα τους θα απολάμβαναν την ιδιότητα του τακτικού μέλους της Εθνικής Συνέλευσης ή του απλού παρατηρητή, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Για λόγους πολιτικού συμβολισμού είχα, επίσης, προτείνει την ανάδειξη από την Συνέλευση των ΑΝΕΛ, αντί εκτελεστικής επιτροπής, μιας Σκιώδους Κυβέρνησης με αντίστοιχους προς τα Υπουργεία τομείς ευθύνης.
Πολλές ακόμη λεπτομέρειες και προτάσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν –και είχαν ήδη διατυπωθεί από άλλους- προκειμένου να συγκροτηθεί ένα πολιτικό ρεύμα ανοικτό προς την κοινωνία. Αλλά για τους Ανεξάρτητους Έλληνες φοβούμαι ότι όλη η παραπάνω συζήτηση έχει πλέον φιλολογική σημασία και το πολιτικό momentum χάθηκε ανεπιστρεπτί. Μπορεί όμως η συζήτηση αυτή να αποκτήσει μεγάλη σημασία για τους ενεργούς πολίτες και τις σκόρπιες ομάδες των πολιτών που ξεπηδούν σήμερα ανά την επικράτεια και που αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους συνεργασίας και συλλογικής έκφρασης.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply