Μετά την τελευταία ανταλλαγή ομολόγων, το Μάρτιο του 2012, ρυθμίστηκε η αποπληρωμή του σημερινού δημοσίου χρέους μέχρι το 2042. Πρόσφατα δε, δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" ένα δήθεν αμερικανικό σχέδιο για επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους μέχρι το 2063.
Δικαίως τίθεται το ερώτημα από τη νέα γενιά της χώρας, για ποιο λόγο αυτή και οι επόμενες να πληρώνουν της οικονομικές καταχρήσεις του παρελθόντος.
Το ερώτημα αυτό δεν έχει μια "φιλολογική" σημασία. Είναι ένα πρακτικό ερώτημα, που αφορά τη νομική υποχρέωση της νέας γενιάς ή των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων να πληρώσουν ένα χρέος για το οποίο δεν ευθύνονται. Αφορά τη δυνατότητα της σημερινής πολιτικής εξουσίας να μεταφέρει τα οικονομικά της βάρη στις πλάτες των φορολογουμένων πολιτών του 2040 και του 2050.
Το ζήτημα αυτό, είναι τόσο σοβαρό, που αγγίζει πλέον τον πυρήνα της λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι το Σύνταγμα θέτει τους κανόνες κατ’ αρχήν μιας οριζόντιας – χωρικής προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών. Δηλαδή, οριοθετεί τις «σφαίρες» απόλαυσης των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων του καθενός από εμάς έναντι εισβολών από κάποιον τρίτον ή από το Κράτος. Η παραβίαση του ατομικού αυτού «χώρου» δίνει το δικαίωμα στους θιγόμενους να καταφύγουν στη δικαστική προστασία.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει μια σαφής «χρονική» οριοθέτηση για την απόλαυση των ανωτέρω δικαιωμάτων. Δηλαδή δεν υπάρχει ένα ασφαλές κριτήριο μέχρι ποιου σημείου μπορεί μια γενιά να αναλώνει υλικούς πόρους και ευχέρειες που πρέπει να μεταβιβαστούν στη μελλοντική γενιά.
Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ένας θανάσιμος κίνδυνος για την προοπτική επιβίωσης του Έθνους. Διότι έχουμε από τη μία το αμοιβαίο συμφέρον του Εκλογικού Σώματος και των Κυβερνόντων να μεταθέσουν τα βάρη στο μέλλον και από την άλλη την αντικειμενική αδυναμία των μελλοντικών γενεών να αμυνθούν σε αυτή την απόφαση.
Ο κίνδυνος αυτός αφορά πρωτίστως τη λειτουργία της ίδιας της Δημοκρατίας. Αν μια εφήμερη πολιτική πλειοψηφία με ορίζοντα τετραετίας λαμβάνει αποφάσεις που δεσμεύουν τις επόμενες εν δυνάμει λαϊκές πλειοψηφίες, τότε αναιρείται η ίδια η βάση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Διότι αν με μια απόφαση δημιουργούνται ανεπανόρθωτα ή δυσχερώς ανατρέψιμα νομικά και υλικά τετελεσμένα, τότε παρεμποδίζεται η έκφραση της δημοκρατικής βούλησης του Λαού, σε κάθε μελλοντική του συγκρότηση.
Αυτό καθίσταται προφανές στην περίπτωση της ανάλωσης και καταστροφής των περιβαλλοντικών πόρων. Φανταστείτε τι θα γίνει αν λ.χ. μια Κυβέρνηση αποφασίσει να κοπούν όλα τα δάση. Καμία μελλοντική κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να ανατρέψει αυτό το περιβαλλοντικό τετελεσμένο. Διότι δεν θα αρκεί τότε η δημοκρατική βούληση λ.χ. για αποκατάσταση του δασικού πλούτου, αλλά θα πρέπει να συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε αυτή να μπορέσει υλοποιηθεί.
Στην περίπτωση του Περιβάλλοντος, η πολυετής ευαισθησία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που προέβαλε συχνά σθεναρή αντίσταση στη δημιουργία τέτοιων περιβαλλοντικών τετελεσμένων και η παρέμβαση του Συντακτικού νομοθέτη, οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός προστατευτικού πλαισίου προς όφελος των μελλοντικών γενεών.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, "η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα και προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας".
Για πρώτη φορά, διακηρύσσεται στο ελληνικό Σύνταγμα η αρχή της αειφορίας ως έννομης υποχρέωσης της παρούσας γενιάς Ελλήνων, να διαφυλάξει το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, υπέρ των μελλοντικών γενεών.
Όπως όμως αναφέρθηκα στην αρχή του κειμένου, δεν είναι μόνο οι περιβαλλοντικές αποφάσεις που δημιουργούν τετελεσμένα σε βάρος των μελλοντικών Ελλήνων. Είναι ίσως οι πιο ορατές, όχι όμως και οι μοναδικές.
Σήμερα, οι Κυβερνήτες δημιουργούν οικονομικά και δημοσιονομικά τετελεσμένα που δεν διαφέρουν σε καταστροφικά αποτελέσματα από τα περιβαλλοντικά τετελεσμένα. Με τις δανειακές συμβάσεις που υπέγραψαν, πρώτα υπήγαγαν το χρέος της χώρας σε ξένο δίκαιο, και εν συνεχεία φρόντισαν η αποπληρωμή του να μεταφερθεί σε όσο το δυνατόν πιο μακρινό μέλλον. Ανέλαβαν διεθνείς δεσμεύσεις και έδεσαν με αυτές αμετάκλητα εμάς και τα παιδιά μας. Προσέδεσαν τις Κυβερνήσεις του μέλλοντος στο άρμα των Διεθνών Πιστωτών της Χώρας.
Και καθώς τα νήματα της οικονομίας κινούνται εφεξής από το εξωτερικό, η εσωτερική πολιτική διαπάλη καταντά μια φάρσα και η Λαϊκή Κυριαρχία μια φενάκη. Οι Κυβερνήσεις μίας και μόνο 3ετίας, σφράγισαν κατά τρόπο καταλυτικό την πολιτική των επομένων δεκαετιών.
Δεν είχαν δικαίωμα να το κάνουν. Ούτε ηθικό, ούτε πολιτικό και ούτε νομικό.
Και δεν υπάρχει, ασφαλώς, ένα αντίστοιχο άρθρο 24 για να επιβάλλει ρητά την δημοσιονομική αειφορία της χώρας.
Υπάρχει όμως η αρχή της Εθνικής Αειφορίας που θεμελιώνεται στο άρθρο 1§3 του Συντάγματος, , σύμφωνα με το οποίο η εξουσία δεν ασκείται από τον Λαό μόνο υπέρ των δικών του συμφερόντων, αλλά και υπέρ του Έθνους, που αποτελεί μια έννοια ευρύτερη από εκείνη του Λαού.
Ευρύτερη τόσο χωρικά, αφού περιλαμβάνει τους απόδημους και ομογενείς Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και χρονικά, αφού περιλαμβάνει τον Λαό στην διαχρονική-ιστορική διάσταση του, παρελθούσα, παρούσα και μέλλουσα.
Επομένως το άρθρο 1§3 του Συντάγματος δεν έχει ένα συμβολικό-διακηρυκτικό χαρακτήρα, αλλά ένα σαφές κανονιστικό περιεχόμενο: Υποχρεώνει την εκάστοτε πολιτική εξουσία να ασκεί τις εξουσίες κατά τρόπο που να μην ματαιώνεται η κυριαρχία του Έθνους, δηλαδή η Κυριαρχία του Λαού σε κάθε μελλοντική εκδήλωση του.
Η θεμελιώδης αυτή συνταγματική αρχή, αναδείχθηκε για πρώτη φορά με την –ιστορική πλέον- απόφαση 460/2013 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ιθαγένεια.
Έχοντας ως αφετηρία του νομικού συλλογισμού το άρθρο 1§3 του Συντάγματος, οι Δικαστές έκριναν ότι ο τυπικός νομοθέτης δεν είχε το δικαίωμα να παραχωρήσει σε ευρύ και απροσδιόριστο αριθμό μεταναστών την ελληνική ιθαγένεια. Διότι αν μπορούσε ο Νομοθέτης "να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο".
Στοιχείο που βάρυνε, ήταν ο αμετάκλητος χαρακτήρας της απονομής ιθαγένειας, που επιβάλει στο Νομοθέτη να ασκεί την συνταγματική του εξουσία για καθορισμό των σχετικών κριτηρίων με φειδώ και με σεβασμό προς την τυχόν αντίθετη μεταγενέστερη βούληση του Λαού.
Η αρχή της εθνικής αειφορίας εξειδικεύεται και με άλλες συνταγματικές διατάξεις:
Εκτός από την περιβαλλοντική αειφορία υφίσταται η αρχή της δημογραφικής αειφορίας, μέσα από την προστασία της Οικογένειας. Έτσι στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος διακηρύσσεται ότι η Οικογένεια αποτελεί το θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του έθνους ενώ στην παρ. 5 ορίζεται ότι "ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής αποτελεί υποχρέωση του κράτους". Ομοίως, η μετάδοση των στοιχείων της εθνικής ταυτότητας στις μέλλουσες γενεές εξασφαλίζεται μέσω υποχρέωσης του Κράτους δια της παιδείας να μεριμνά για την προαγωγή της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων (άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος).
Καμία όμως πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί και καμία βιώσιμη εθνική ανάπτυξη δεν μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς τα αναγκαία υλικά-οικονομικά μέσα. Και δυστυχώς, η αμετάκλητη εκχώρηση κυριαρχίας στους δανειστές αφαιρεί από τους αγέννητους ή τους ανήλικους Έλληνες, δηλαδή από τον Λαό του μέλλοντος, τα μέσα για να ασκήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και την Κυριαρχία μέσα στην ίδια του την Πατρίδα.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Είναι κατανοητό ότι η αρχή της εθνικής αειφορίας αποτελεί μια αόριστη έννοια, όχι επαρκώς επεξεργασμένη από το νομικό κόσμο. Η επίκληση της δεν καθιστά τους Δικαστές εκτελεστές ενός αορίστως νοουμένου εθνικού συμφέροντος. Η στάθμιση του εθνικού συμφέροντος αποτελεί αδιαμφισβήτητα αποκλειστική υπόθεση της Κυβέρνησης και της Βουλής.Όπως όμως και στην περιβαλλοντική αειφορία, έτσι και στην δημοσιονομική, ο φυσικός δικαστής μπορεί να καθορίσει κριτήρια που να οριοθετούν την συνταγματικώς επιτρεπτή άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.Στην περίπτωση των δανειακών συμβάσεων του Κράτους, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 98 του Συντάγματος να προβεί στον έλεγχο τους, θα μπορούσε να καθορίσει τέτοια κριτήρια συνταγματικής νομιμότητας. Για παράδειγμα, αν ο δανεισμός συνεπάγεται τη μετάθεση υπέρογκων δαπανών σε μελλοντικούς προϋπολογισμούς (πέραν της τρέχουσας θητείας της Κυβέρνησης και της Βουλής) θα μπορούσε υποστηριχθεί η αντίθεση του στο άρθρο 1§3 του Συντάγματος.Κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και αν οι πληρωμές των τόκων και των χρεολυσίων υπερβαίνουν ένα ποσοστό του αναμενόμενου μελλοντικού ΑΕΠ, με αποτέλεσμα είτε τον μη βιώσιμο χαρακτήρα του χρέους, είτε την υπέρμετρη επιβάρυνση των φορολογουμένων του μέλλοντος.Θα μπορούσαμε –με τη συνδρομή των οικονομολόγων- να καθορίσουμε πολλά παρόμοια κριτήρια νομικού & δημοσιονομικού ελέγχου των δανειακών συμβάσεων του παρελθόντος.Το ζητούμενο όμως είναι αν οι Δικαστές έχουν την βούληση να τα εφαρμόσουν, υπερασπιζόμενοι το Σύνταγμα και την Εθνική Κυριαρχία.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.
κανένα σχόλιο