Η απόφαση 854/2013 του ΣτΕ για τις συναλλαγές με μετρητά (με σύντομο σχολιασμό).

Δημοσιεύουμε για πρώτη φορά την υπ' αριθμόν 854/2013 απόφαση του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή μας κατά της απαγόρευσης της χρήσης μετρητών στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών άνω των 1.500 ευρώ. Από τα ελεγχόμενα ηλεκτρονικά μέσα η απόφαση αυτή παρουσιάστηκε με κραυγαλέους τίτλους όπως "Οριστικά και αμετάκλητα: Αντίο μετρητά, με πιστωτική κάρτα οι αγορές άνω των 1.500 ευρώ"
Η πραγματικότητα, απέχει όμως πολύ από την ηθελημένη ή λόγω επιστημονικής άγνοιας παραπληροφόρηση που διαχύθηκε στα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο.
Η επίμαχη απόφαση απέρριψε το δικόγραφο μας για λόγους τυπικούς και δεν μπήκε καν στην ουσία της υπόθεσης. Δηλαδή, το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης της χρήσης των μετρητών στις συναλλαγές δεν κρίθηκε από το ανώτατο δικαστήριο και επομένως παραμένει ένα ανοικτό ζήτημα, από νομικής και από πολιτικής σκοπιάς.
Το Σύστημα με το οποίο αναμετρηθήκαμε σε αυτή την δίκη, πέτυχε μια πύρρειο νίκη. Σε αντίθεση με όλες τις άλλες δίκες, στις οποίες επικυρώθηκαν νομικά οι μνημονιακές πολιτικές, στην δική μας υπόθεση δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει μια απόφαση που να δικαιώνει την πολιτική του για την επιβολή στην Ελλάδα της αχρήματης οικονομίας και κοινωνίας.
Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ιθύνοντες, όπως και ότι θα μας βρίσκουν μπροστά τους σε κάθε προσπάθεια να εγκαθιδρύσουν στην Πατρίδα μας μια de facto δικτατορία των τραπεζιτών.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με πλειοψηφία, αλλά με μειοψηφήσαντα τον Δικαστή - Εισηγητή της υπόθεσης, γεγονός όχι ιδιαίτερα συχνό στην δικαστηριακή πρακτική του ΣτΕ έκρινε τα ακόλουθα:
1. Ότι η Υπουργική απόφαση που προσβάλαμε στερούνταν "εκτελεστότητας" σύμφωνα με την επιστημονική-νομική ορολογία. Δηλαδή, με άλλα λόγια, κρίθηκε ότι η Υπουργική απόφαση επαναλάμβανε τη νομοθετική διάταξη και δεν εισήγαγε κάποια επίπρόσθετη βλαπτική για τα συμφέροντα μας ρύθμιση. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, αν το ΣτΕ δεχόταν την αίτηση μας, θα ακύρωνε απευθείας μια διάταξη Νόμου, γεγονός που θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής.
Το επιχείρημα αυτό, είναι λογικοφανές, αφού το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν είναι Συνταγματικό Δικαστήριο και επομένως δεν είναι αρμόδιο να ακυρώνει Νόμους που ψηφίζονται από την ελληνική βουλή, αλλά ελέγχει μόνο πράξεις της Διοίκησης, δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας σε όλες της, τις βαθμίδες.
2.  Εντούτοις το ως άνω λογικοφανές επιχείρημα, δυστυχώς, αποκρύπτει κάτι προφανές ακόμη και για έναν φοιτητή νομικής: Ότι δε νοείται Υπουργική Απόφαση χωρίς εκτελεστό χαρακτήρα. Το επιχείρημα είναι πολύ απλό: Αν η Υπουργική απόφαση δεν είχε εκδοθεί ο νόμος -απλούστατα- δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί και το όριο των 1.500 ευρώ δεν θα είχε καμία δεσμευτική ισχύ για τους πολίτες.  Το κρίσιμο στοιχείο που ερευνάται είναι το εύρος της εξουσιοδότησης του Νομοθέτη (άρθρο 20 παρ. 5 του Ν. 3842/2010), που στερεί από την επίμαχη νομοθετική απαγόρευση (άρθρο 20 παρ. 3 του ιδίου νόμου) οιαδήποτε δυνατότητα άμεσης εφαρμογής.
Ο Πολίτης, διαβάζοντας το Νόμο, αντιλαμβάνεται ότι οφείλει να περιμένει την απόφαση του Υπουργού. Δεν μπορεί απλούστατα να γνωρίζει αν η συναλλαγή του με μετρητά υπάγεται στον κανόνα ή στις εξαιρέσεις που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, ούτε βέβαια και τις κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου των 1.500 ευρώ.
Αν πάλι ο Πολίτης θεωρεί ότι βλάπτονται τα θεμελιώδη συνταγματικά του δικαιώματα, αναμένει ότι ο Υπουργός δεν θα προβεί σε ειδικότερη ρύθμιση και θα αφήσει την αντισυνταγματική νομοθετική απαγόρευση ανενεργή. Και αυτό γιατί ο Υπουργός, ως μέλος της Κυβέρνησης δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί σε αποφάσεις τις Βουλής που αντιβαίνουν το Σύνταγμα. Το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 82 παρ. 1 προβλέπει ότι , "Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των Νόμων". Επομένως όταν ο Υπουργός εντέλλεται από τον τυπικό Νομοθέτη (δηλ. το Κοινοβούλιο) να εκδώσει μια απόφαση, οφείλει, να σεβαστεί ιεραρχικά, πρώτα το Σύνταγμα και έπειτα τις αποφάσεις του Νομοθέτη που είναι σύμφωνες με αυτό.
Ως εκ τούτου, αντικείμενο της δίκης για τα μετρητά, δεν ήταν μία πράξη της νομοθετικής εξουσίας -μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα κατά τον χρόνο δημοσίευσης της- αλλά το " σφάλμα" του Υπουργού, ως οργάνου της Διοίκησης να την καταστήσει -καίτοι αντισυνταγματική- νομικώς δεσμευτική για τους πολίτες, καθορίζοντας τις ειδικότερες λεπτομέρειες και πρωτίστως, την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της.
Αυτό άλλωστε δέχθηκε -όχι όμως με επαρκή τεκμηρίωση- και η μειοψηφία των Δικαστών της παρατιθέμενης απόφασης: Ότι δε νοείται ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής νόμου που προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
3. Η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο για παρόμοιες δίκες που αφορούν τον έλεγχο της συνταγματικότητας Υπουργικών Αποφάσεων. Σπανίως η αντισυνταγματικότητα τους εδράζεται στις ρυθμιζόμενες από αυτές λεπτομέρειες αλλά στον πυρήνα των υπερκείμενων νομοθετικών διατάξεων. Γι' αυτό και αν το σκεπτικό αυτό υιοθετηθεί και στο μέλλον, τότε θα οδηγηθούμε σε μια εκούσια "παραίτηση" του Συμβουλίου της Επικρατείας, από μεγάλο εύρος των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, που του έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα και από τους Νόμους που διέπουν τη λειτουργία του.
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης. Το σκεπτικό βρίσκεται στην παράγραφο 7 (τρεις τελευταίες σελίδες).

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply