Η απόφαση του ΕΔΔΑ επί προσφυγών εναντίον του πρώτου Μνημονίου (Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας)




LINK


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Προσφυγές αριθ. 57665/12 και 57657/12
Ιωάννα ΚΟΥΦΑΚΗ κατά Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (πρώτο τμήμα), συνεδριάζοντας στις 7 Μαΐου 2013 σε τμήμα αποτελούμενο από τους:

Isabelle Berro-Lefèvre, πρόεδρο,
Mirjana Lazarova Trajkovska,
Julia Laffranque,
Λινό-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Erik Møse,
Ksenija Turković,
Dmitry Dedov, δικαστές,
και τον André Wampach, αναπληρωτή γραμματέα τμήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερόμενες προσφυγές που κατατέθηκαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 31 Αυγούστου 2012,
Αφού διασκέφθηκε, εκδίδει την ακόλουθη απόφαση:
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ

.....


34. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι περιορισμοί που εισήγαγαν οι επίδικοι νόμοι δεν μπορούν να θεωρηθούν «στέρηση περιουσίας», όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, αλλά επέμβαση στην απόλαυση του δικαιώματος στον σεβασμό της περιουσίας υπό την έννοια της πρώτης φράσης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1 (Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, αριθ. 60669/00, § 40, CEDH 2004-IX, προαναφερόμενη απόφαση Wieczorek, § 61, Valkov και λοιποί κατά Βουλγαρίας, αριθ. 2033/04, 19125/04, 19475/04, 19490/04, 19495/04, 19497/04, 24729/04, 171/05 και 2041/05, § 88, 25 Οκτωβρίου 2011, καθώς και, mutatis mutandis, Maurice κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 11810/03, §§ 67-71 και 79, CEDH 2005-IX, Draon κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 1513/03, §§ 70-72, 6 Οκτωβρίου 2005 και Hasani κατά Κροατίας (déc.), αριθ. 20844/09, 30 Σεπτεμβρίου 2010).
35. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η επέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, ήτοι τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010.
36. Προκειμένου να εκτιμήσει τον χαρακτήρα δημοσίας ωφελείας των επίδικων μέτρων, το Δικαστήριο προσδίδει ιδιαίτερο βάρος στην εισαγωγική έκθεση του νόμου 3833/2010 καθώς και στο σκεπτικό της απόφασης αριθ. 668/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
37. Το Δικαστήριο σημειώνει καταρχήν ότι η λήψη των επίδικων μέτρων αιτιολογείτο από την ύπαρξη μίας έκτακτης και πρωτοφανούς κρίσης στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3833/2010, πρόκειται για τη «μεγαλύτερη δημοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών», κρίση η οποία έχει «κλονίσει την αξιοπιστία της Χώρας, έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια κάλυψης των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την Εθνική Οικονομία». Η έκθεση ανέφερε ότι η έξοδος από την κρίση συνιστούσε «ιστορική ευθύνη και εθνικό χρέος» και ότι η Ελλάδα είχε δεσμευτεί να «επιτύχει τη δημοσιονομική εξυγίανση με συγκεκριμένους στόχους και σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα» (πιο πάνω παράγραφος 17).
38. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επεσήμανε επιπλέον, στην απόφασή του αριθ. 668/2012, ότι η μείωση των αποδοχών, επιδομάτων, αμοιβών και συνταξιοδοτικών παροχών όσων εργάζονται στο δημόσιο τομέα, η οποία αποφασίσθηκε με τους προαναφερόμενους νόμους, αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως. Οι σκοποί αυτοί ήταν δημοσίου συμφέροντος και αποτελούσαν σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συνέβαλλαν στην άμεση περιστολή των δημοσίων δαπανών (πιο πάνω παράγραφος 12).
39. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της «δημόσιας ωφελείας» είναι από τη φύση της ευρεία. Όπως έχει ήδη επισημάνει, η απόφαση θέσπισης νόμων για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ δημοσίων δαπανών και εσόδων συνεπάγεται συνήθως μία εξέταση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλη ελευθερία επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το Δικαστήριο σέβεται ως εκ τούτου τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την επιτακτική ανάγκη της «δημοσίας ωφελείας», υπό την προϋπόθεση ότι η κρίση του δεν στερείται προδήλως εύλογης βάσης (προαναφερόμενη απόφαση Jahn και λοιποί, § 91, Zvolský και Zvolská κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας, αριθ. 46129/99, § 67 in fine, CEDH 2002-IX και προαναφερόμενη απόφαση Mihaieş et Senteş, § 19). Όταν διακυβεύονται ζητήματα γενικής πολιτικής, επί των οποίων μπορούν εύλογα να υφίστανται βαθιές αποκλίσεις σε ένα δημοκρατικό Κράτος, συντρέχει λόγος απόδοσης ιδιαίτερης σημασίας στον ρόλο του εθνικού φορέα λήψης αποφάσεων (James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1986, série A no. 98, σελ.32, § 46, καθώς και προαναφερόμενη απόφαση Valkov και λοιποί, § 92).
40. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι πέραν των μισθολογικής φύσεως μέτρων που προβλέπουν οι νόμοι 3833/2010 και 3845/2010, και άλλα μέτρα είχαν εισαχθεί με άλλους νόμους με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων, την αναθεώρηση των διαδικασιών επαλήθευσης και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών, το άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και την εξυγίανση των δημοσίων επιχειρήσεων.
41. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει ότι αποφασίζοντας τη μείωση των αποδοχών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, ο νομοθέτης εξυπηρετούσε σκοπό δημοσίας ωφελείας.
42. Απομένει να κριθεί αν εν προκειμένω διατηρήθηκε μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της επιτακτικής ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της πρώτης προσφεύγουσας και των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας.
43. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νόμος 3833/2010 μείωσε κατά 12% τις αποδοχές και συνταξιοδοτικές παροχές όλων όσων εργάζονταν ή είχαν εργαστεί στο δημόσιο τομέα. Ο νόμος 3845/2010, ο οποίος ψηφίσθηκε δύο μήνες αργότερα, μείωσε κατά 8% επιπλέον τις αποδοχές και συνταξιοδοτικές παροχές και όρισε το ύψος των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας σε 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, υπό την προϋπόθεση το συνολικό ποσό που λαμβάνεται μηνιαίως να μην υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ. Τα προβλεπόμενα από το νόμο 3845/2010 μέτρα κρίθηκαν αναγκαία από το νομοθέτη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτά που είχαν ληφθεί προγενέστερα με το νόμο 3833/2010 είχαν αποδειχθεί ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας.
44. Το Δικαστήριο αποδίδει επίσης ιδιαίτερο βάρος στο σκεπτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο, στην από 20 Φεβρουαρίου 2012 απόφασή του, απέρριψε πολυάριθμους λόγους που έλκονταν από δήθεν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τα επίδικα μέτρα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η απουσία αμιγώς προσωρινού χαρακτήρα για τη μείωση των αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών ήταν αιτιολογημένη διότι σκοπός του νομοθέτη ήταν όχι μόνο να αντιμετωπίσει την οξεία δημοσιονομική κρίση της παρούσης στιγμής, αλλά ομοίως να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά κατά τρόπο μόνιμο. Αναφέρθηκε επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου επί υποθέσεων μείωσης αποδοχών ή συντάξεων, μείωση στην οποία προέβησαν πολυάριθμα Κράτη μέσα στο ίδιο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Παρατήρησε επιπλέον ότι οι ενώπιόν του αιτούντες δεν είχαν υποστηρίξει με σαφή τρόπο ότι η κατάστασή τους είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό που να κινδυνεύει η ίδια η διαβίωσή τους.45. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η πρώτη προσφεύγουσα παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες επί των εισοδημάτων της πριν από τη θέση σε ισχύ των νόμων 3833/2010 και 3845/2010, μετά τη θέση σε ισχύ, καθώς και μετά από τη νέα διοικητική απόφαση που ελήφθη δυνάμει του νόμου 4024/2011. Πέρασε έτσι από ένα καθαρό μισθό 2.435,83 ευρώ σε έναν καθαρό μισθό 1.885,79 ευρώ (πιο πάνω παράγραφοι 9 και 13).
46. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η μείωση του μισθού της πρώτης προσφεύγουσας δεν είναι τέτοιου βαθμού που να θέτει την προσφεύγουσα αντιμέτωπη με δυσκολίες διαβίωσης ασύμβατες προς το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1. Ενόψει των ανωτέρω και του ειδικότερου πλαισίου της κρίσης, η επίδικη επέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει ένα υπερβολικό βάρος στην προσφεύγουσα.
47. Ως προς την αναλογικότητα των επίδικων μέτρων σε ό,τι αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις των μελών της δεύτερης προσφεύγουσας, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παραπέμψει στο ίδιο το κείμενο του μνημονίου. Σύμφωνα με αυτό, αφενός, η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται, για όσους λαμβάνουν λιγότερα από 2.500 ευρώ μηνιαίως, με τη δημιουργία ενός ενιαίου ετήσιου επιδόματος 800 ευρώ. Αφετέρου, αν και η καταβολή του 13ου και 14ου μισθού καταργείται για όλους τους μισθωτούς, προβλέπεται ένα ενιαίο ετήσιο επίδομα 1.000 ευρώ, το οποίο χρηματοδοτείται από την περικοπή των επιδομάτων των υψηλόμισθων. Το επίδομα αυτό δημιουργήθηκε για την προστασία των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού (τα άτομα που λαμβάνουν λιγότερα από 3.000 ευρώ μηνιαίως) (πιο πάνω παράγραφος 6).
48. Ως προς τις εναλλακτικές λύσεις, τυχόν ύπαρξή τους δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη νομοθεσία. Στο μέτρο που ο νομοθέτης δεν παραβιάζει τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει αν επέλεξε τον καλύτερο τρόπο για να χειριστεί το πρόβλημα ή αν έπρεπε να έχει ασκήσει με διαφορετικό τρόπο την εξουσία του (προαναφερόμενη απόφαση James και λοιποί, § 51, και J.A. Pye (Oxford) Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 44302/02, § 45, 15 Νοεμβρίου 2002).
49. Συνεπώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτίαση που σχετίζεται με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1 είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί κατ’εφαρμογή του άρθρου 35 §§ 3α) και 4 της Σύμβασης.
50. Σε ό,τι αφορά τις αιτιάσεις που έλκονται από τα άρθρα 6, 8, 13, 14 και 17 της Σύμβασης και τις οποίες προβάλλει η δεύτερη προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, και στο μέτρο που είναι αρμόδιο να κρίνει τους διατυπωθέντες ισχυρισμούς, το Δικαστήριο δε διακρίνει καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυώνται αυτά τα άρθρα. Το Δικαστήριο καταλήγει λοιπόν ότι αυτό το τμήμα της προσφυγής είναι προδήλως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί κατ’εφαρμογή του άρθρου 35 §§ 3α) και 4 της Σύμβασης.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο, ομόφωνα,
Συνενώνει τις προσφυγές,
Κηρύσσει τις προσφυγές απαράδεκτες.
André Wampach Isabelle Bello-Lefèvre
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
Ακριβής μετάφραση του συνημμένου εγγράφου από τα γαλλικά.
Αθήνα, 3 Ιουνίου 2013.
Ο μεταφραστής


Αλέξανδρος Πετρουτσόπουλος


Πηγή:


http://dikastis.blogspot.gr/2013/06/blog-post_8340.html

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply