ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΣ: ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ (ΜΕ ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ).

Αριστοτέλη Κατράνη, Δικηγόρου Αθηνών.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, που σάρωσε τη χώρα μας, ολοένα και περισσότεροι ευαισθητοποιήθηκαν σχετικά με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μεταξύ αυτών και εγώ.

Στρεφόμενος στο διαδίκτυο, ανακάλυψα πλήθος πληροφοριών και απόψεων σχετικά με τη δημιουργία του χρήματος από το τραπεζικό σύστημα. Ενημερωτικά βίντεο, όπως το «The Money Masters» και «Money as Debt» αποκαλύπτουν την άμεση σχέση της κρίσης χρέους με την υπερεξουσία των Τραπεζών να δημιουργούν το χρήμα, που δανείζουν από το μηδέν.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις, έρχονταν ως ένα σημείο σε σύγκρουση με μια κοινή αντίληψη που είχαμε σχηματίσει σχετικά με το ρόλο των Τραπεζών. Αντιγράφω την ακόλουθη φράση από το βιβλίο «Τράπεζες και Χρηματοπιστωτικό Σύστημα» του Παναγιώτη Αγγελόπουλου (Εκδόσεις Σταμούλης 2010 σελ. 40):


«Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει το χρηματοπιστωτικό ή χρηματοοικονομικό σύστημα (financial system), ο ρόλος του οποίου είναι η συγκέντρωση των πλεοναζόντων κεφαλαίων της οικονομίας και η αποτελεσματική διοχέτευση τους σε όσες οικονομικές μονάδες χρειάζονται αυτά τα κεφάλαια για επενδυτικούς ή καταναλωτικούς λόγους»

Δηλαδή, η Τράπεζα σύμφωνα με την «επίσημη» άποψη είναι μια επιχείρηση «η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της» (άρθρο 2§1α΄ Νόμου 3601/2007). Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ότι οι Τράπεζες παίρνουν τα χρήματα από τους καταθέτες, έναντι επιτοκίου και τα διαθέτουν στους δανειολήπτες ή τα επενδύουν σε τίτλους.

Την ίδια όμως στιγμή, τα οικονομικά στοιχεία, τόσο σε εθνική, όσο και σε πανευρωπαϊκή βάση, διαψεύδουν την επίσημη θέση. Το χρήμα που παράγει η κεντρική τράπεζα υπολείπεται κατά πολύ των καταθέσεων στις Τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο οι Τράπεζες δεν περιμένουν τις καταθέσεις χρημάτων για να αρχίσουν να χορηγούν δάνεια, αλλά αντίθετα δημιουργούν μέσω του δανεισμού το τραπεζικό χρήμα και επομένως, αυτό που αποκαλούμε «ρευστότητα» της οικονομίας.

Η ανωτέρω διαπίστωση, με ώθησε –από επαγγελματική διαστροφή- να αναζητήσω τους νομικούς μηχανισμούς, που επιτρέπουν στις τράπεζες να παράγουν χρήμα. Τα υπόλοιπα, τα αφήνω στους οικονομολόγους.

2. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΟΓΚΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ.

Όπως ισχύει σε κάθε ανοιχτή οικονομία της αγοράς, έτσι και στην Ελλάδα,  οι τραπεζικές πρακτικές που εξετάζουμε, στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Αστικού Κώδικα). Στα πλαίσια της αρχής αυτής μπορεί κάποιος να καταστήσει αντικείμενο μίας συναλλαγής, κάτι που δεν διαθέτει, αλλά πρόκειται να το αποκτήσει, πριν η υποχρέωση του προς τον αντισυμβαλλόμενο καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.

Οι Τράπεζες, κάνουν μια ιδιότυπη χρήση αυτής τους της ελευθερίας, την οποία ο πολύς κόσμος παραβλέπει. Τα δάνεια που παρέχουν στους δανειολήπτες, δεν δίδονται –παρά κατ’ εξαίρεση- σε μετρητά. Το προϊόν του δανείου πιστώνεται σε δεσμευμένο λογαριασμό του δανειολήπτη ή κατ’ εντολή του τελευταίου, απευθείας σε λογαριασμό του τελικού λήπτη των χρημάτων (αν πρόκειται για δάνειο αγοράς ακινήτου, στον πωλητή του). Εναλλακτικά, εκδίδεται δίγραμμη επιταγή, η οποία διευκολύνει τον λήπτη των χρημάτων να μεταφέρει τα χρήματα του αλλού, πάλι όμως με τη χρήση του τραπεζικού συστήματος και χωρίς να εμφανισθούν πουθενά πραγματικά χρήματα (αυτά που οι Αμερικανοί αποκαλούν «sound money»).

Η πρακτική αυτή είναι απόλυτα αποδεκτή στο νομικό μας σύστημα. Η απόφαση που περιγράφει ίσως καλύτερα την ανωτέρω μέθοδο δανεισμού είναι η 1417/2007 του Αρείου Πάγου:

«Στο άρθρο 806 ΑΚ [σ.σ. Αστικού Κώδικα] ορίζεται ότι με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη σύναψη δανείου απαιτείται να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων. Εντούτοις, με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων [ΑΚ 361], είναι δυνατή η κατάρτιση δανείου και χωρίς την πραγματική και άμεση παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη, όταν ο δανειστής συμφωνεί με τον οφειλέτη όπως το από άλλη αιτία οφειλόμενο χρηματικό ποσό παραμείνει σ' αυτόν ως δάνειο».

Αυτό κάνουν στην ουσία οι Τράπεζες: Δίνουν δάνεια χωρίς οι ιδιώτες συναλασσόμενοι να παίρνουν πραγματικά χρήματα στα χέρια τους. Και αυτό, γιατί οι Τράπεζες, μαζί με το δάνειο συνάπτουν και μια αντίστροφη σύμβαση, επαναδανεισμού των χρημάτων σε αυτές! Ίσως αυτό που λέω να φαντάζει οξύμωρο, το ότι ο  δανειολήπτης είναι ταυτόχρονα και δανειστής για την τράπεζα, αλλά αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα. Η κατάθεση των χρημάτων του δανείου σε λογαριασμό έχει, όπως κάθε άλλη τραπεζική κατάθεση το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, δηλαδή «λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας [σ.σ. εν προκειμένω η Τράπεζα] έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί» (άρθρο 830 εδάφιο α΄ Α.Κ).

Η ανωτέρω νομική δυνατότητα των τραπεζών να ανακτούν αυτόματα, την εξουσία τους πάνω στα χρήματα που δανείζουν, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της «χρηματοοικονομικής μόχλευσης». Δηλαδή, της δυνατότητας τους να επανεπενδύουν πολλές φορές τα χρήματα που διαθέτουν και να πολλαπλασιάζουν με τον τρόπο αυτό την κερδοφορία τους, αλλά και την εξάρτηση της κοινωνίας από το πιστωτικό χρήμα.

Για να έχει όμως πλήρη αποτελεσματικότητα, η παραπάνω δυνατότητα συμπληρώνεται με τα εργαλεία της «διατραπεζικής αγοράς» και των «πράξεων νομισματικής πολιτικής» των Κεντρικών Τραπεζών. Στην απλούστερη τους έκφραση, τα εργαλεία αυτά ωθούν τις τράπεζες που δέχονται χρήματα καταθετών από μία άλλη τράπεζα, να χορηγούν αντίρροπες πιστώσεις προς εκείνες τις τράπεζες που χάνουν τους καταθέτες τους, ούτως ώστε να μην υπάρχει πραγματική μεταφορά κεφαλαίων. Όπως θα καταδείξω παρακάτω, όλες οι Τράπεζες υπό φυσιολογικές οικονομικές συνθήκες έχουν ζωτικό και αμοιβαίο συμφέρον να αποφεύγουν τις πραγματικές μεταφορές κεφαλαίων και να αλληλο-καλύπτουν με λογιστικούς τρόπους τα προβλήματα ρευστότητας τους, γεγονός που επιβραβεύεται από τη νομοθεσία της τραπεζικής εποπτείας.

3. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ. ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ.

Με βάση τα παραπάνω θα πίστευε κανείς ότι η ανακύκλωση των ίδιων κεφαλαίων μέσα από την επέκταση του δανεισμού δεν θα είχε σταματημό. Στο οικονομικό παιχνίδι που παίζεται υπάρχει πάντοτε ο αστάθμητος παράγοντας της κοινωνίας. Τι θα συμβεί αν οι πολίτες μιας χώρας αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους προς το τραπεζικό σύστημα; Γι’ αυτό το λόγο παρεμβαίνουν τα κράτη και οι κεντρικές τους τράπεζες μέσω κανόνων εποπτείας, όχι τόσο για να προστατεύσουν την πραγματική οικονομία από την αυθαιρεσία των τραπεζών, αλλά για να προστατεύσουν τις ίδιες τράπεζες από τις δικές τους καταχρήσεις. Προσπαθείστε να μπείτε στη θέση ενός ανθρώπου που του δίνεται η εξουσία να δημιουργεί χρήμα και να το επενδύει. Πότε αλήθεια θα σταματούσατε να κάνετε χρήση αυτής της εξουσίας;

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η τραπεζική εποπτεία επιβάλλοντας ρυθμιστικούς κανόνες και δείκτες. Οι δύο κύριες απαιτήσεις της εποπτικής νομοθεσίας είναι οι εξής:

1) Η κεφαλαιακή επάρκεια, δηλαδή η δέσμευση ενός ποσού των κεφαλαίων της ίδιας της τράπεζας, για την κάλυψη των κινδύνων που απορρέουν από κάθε δάνειο που χορηγεί ή από άλλο χρηματοδοτικό άνοιγμα της. Πολλοί συγχέουν την επάρκεια κεφαλαίων με την εισροή νέων καταθέσεων στην Τράπεζα. Οι καταθέσεις, αποτελούν καθαρές υποχρεώσεις της Τράπεζας και δεν μπορούν να διατεθούν για την κάλυψη των κινδύνων της εμπορικής τους δραστηριότητας. Κάτι τέτοιο θα συμβεί πρακτικά, μόνο σε περίπτωση πτώχευσης, οπότε οι καταθέτες θα περιμένουν να αποζημιωθούν από τα στοιχεία που έχει η τράπεζα στο ενεργητικό της (δάνεια, ομόλογα κ.ο.κ.). Απεναντίας, άμεση επιβάρυνση στην κεφαλαιακή επάρκεια, επιφέρει ο σχηματισμός προβλέψεων (επάρκεια προβλέψεων), δηλαδή η εγγραφή στο παθητικό του ισολογισμού των τραπεζών, ενός ποσοστού της αξίας των επισφαλών απαιτήσεων τους, λ.χ. των δανείων σε καθυστέρηση.

2) Η επάρκεια ρευστότητας, η οποία ρυθμίζεται από την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (εφεξής ΠΔΤΕ), υπ’ αριθμόν 2614/7-4-2009 (ΦΕΚ Β΄ 801/2009). Για την επάρκεια ρευστότητας υιοθετούνται δύο δείκτες: Ο Δείκτης Ρευστών Διαθεσίμων και ο Δείκτης Ασυμφωνίας Ληκτικότητας Απαιτήσεων-Υποχρεώσεων.

Επειδή, όμως η εποπτική νομοθεσία είναι αρκετά περίπλοκη και καταλαμβάνει πολλές πτυχές της τραπεζικής λειτουργίας θα προσπαθήσω μέσω -όσο το δυνατόν πιο απλοποιημένων παραδειγμάτων- να παρουσιάσω τα κρίσιμα σημεία της.

4. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΡΑΠΕΖΩΝ –ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι σε μια απόμερη γωνιά της χώρας μας δημιουργούνται δύο τράπεζες ταυτόχρονα, η Τράπεζα «Α» και η Τράπεζα «Β»:

-Για να συσταθούν, χρειάζονται η κάθε μία αρχικό κεφάλαιο 18.000.000 ευρώ, που σύμφωνα με τη νομοθεσία πρέπει να κατατεθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος πριν τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας (άρθρο 5§§4,10 Ν. 3601/2007 και ΠΔΤΕ 2526/8.12.2003 παράγραφος Α.1 ).

-Μετά τη σύσταση των Τραπεζών ας υποθέσουμε ότι από αυτά τα 18 εκ. ευρώ τα 3 εκατομμύρια επενδύονται σε ακίνητα, εξοπλισμό κ.λ.π. Μένουν, λοιπόν 15.000.000 ευρώ σε μετρητά.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι, πόσο λογιστικό χρήμα μπορούν θεωρητικά να δημιουργήσουν οι δύο τράπεζες, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά και μόνο τα αρχικά τους κεφάλαια, χωρίς να δεχθούν εισροή άλλων χρημάτων και χωρίς να παραβιάσουν την ισχύουσα νομοθεσία;



 Για λόγους απλοποίησης του παραδείγματος υποθέτουμε ότι:

1) Οι δύο Τράπεζες μας αρκούνται στο να δανείζουν η μία την άλλη και στο να χορηγούν  στεγαστικά δάνεια για αγορά αποπερατωμένης κατοικίας, ύψους 75.000 ευρώ έκαστο, για τα οποία προσημειώνουν ακίνητα αγοραίας αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ.

2) Κανένα δάνειο δεν βρίσκεται σε καθυστέρηση και γενικότερα, με βάση τα δεδομένα του παραδείγματος μας η επάρκεια προβλέψεων έχει αμελητέο ύψος (0,5% επί του ποσού των δανείων) και συμψηφίζεται με  τρέχοντα έσοδα, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη  για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

3) Δεν λαμβάνονται υπόψη κεφαλαιακές απαιτήσεις για κινδύνους χαρτοφυλακίου συναλλαγών, αφού οι τράπεζες του παραδείγματος μας δε διαθέτουν τέτοιο χαρτοφυλάκιο.

4) Δε λαμβάνονται υπόψη κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον λειτουργικό κίνδυνο (ΠΔΤΕ 2590/2007 ΦΕΚ Β΄ 1747) διότι οι τράπεζες του παραδείγματος μας έχουν ακόμα μηδενικά ακαθάριστα λειτουργικά έσοδα, κατά την έννοια της συγκεκριμένης ΠΔΤΕ.

5) Οι Τράπεζες του παραδείγματος μας υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή έναντι του κινδύνου αθέτησης πληρωμής από τους οφειλέτες τους. Η απαιτήσεις αυτές ανέρχονται στο 8% των σταθμισμένων ανοιγμάτων (άρθρο 27 Ν. 3601/2007), τα οποία για τις ανάγκες του παραδείγματός μας υπολογίζονται σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2588/20.8.2007 (ΦΕΚ Β΄ 1758 –«τυποποιημένη προσέγγιση»).


5. Η «ΟΡΟΦΗ» ΣΤΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΔΑΝΕΙΩΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ.

Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ας δούμε κατ’ αρχήν πόσα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια μπορούν να παρέχουν οι Τράπεζες του παραδείγματος μας, μέχρι να πέσει ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας στο ελάχιστο επιτρεπτό (8%):

Κάθε  στεγαστικό δάνειο κατοικίας ύψους 75.000 ευρώ, που αποπληρώνεται κανονικά και εξασφαλίζεται με αποπερατωμένο ακίνητο εμπορικής αξίας 100.000 ευρώ «σταθμίζεται», σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία (ΠΔΤΕ 2588/2007 Τμήμα Ε §10) με συντελεστή 35%, δηλαδή,

75.000 Χ 35% = 26.250.

Σε αυτό το σταθμισμένο χρηματοδοτικό άνοιγμα, υπολογίζεται κεφαλαιακή απαίτηση 8% δηλαδή,

26.250 Χ 8% = 2.100 ευρώ.

Επομένως, για κάθε στεγαστικό δάνειο του παραδείγματος μας ύψους 75.000 ευρώ, θα πρέπει η τράπεζα να έχει διαθέτει δικά της κεφάλαια (όχι των καταθετών) ύψους 2.100 ευρώ. Το ποια κεφάλαια μπορούν να χαρακτηριστούν ως ίδια κεφάλαια της τράπεζας καθορίζεται με την ΠΔΤΕ 2630/29.10.2010 (ΦΕΚ Β΄ 1714).

Εν προκειμένω, στις προδιαγραφές της ΠΔΤΕ 2630 εμπίπτουν μόνο τα 18.000.000 ευρώ του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου των δύο τραπεζών μας. Αυτά τα 18.000.000 πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον το 8% του συνόλου των σταθμισμένων χρηματοδοτήσεων της Τράπεζας. Αντίστροφα, οι σταθμισμένες χρηματοδοτήσεις μπορούν να είναι μέχρι και 12,5 φορές περισσότερες από τα ίδια κεφάλαια της Τράπεζας (100 ÷ 8 = 12,5). Επομένως με καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο 18.000.000 ευρώ υπάρχει δυνατότητα ανοιγμάτων ύψους 225.000.000 ευρώ. Από αυτά, αφαιρούμε 3.000.000 ευρώ, που όπως προαναφέραμε επενδύθηκαν σε πάγια περιουσιακά στοιχεία της Τράπεζας (εξοπλισμός, καταστήματα κ.ο.κ.). Αυτά –σε αντίθεση με τα ανωτέρω στεγαστικά δάνεια- υπολογίζονται στο 100% της λογιστικής τους αξίας (συντελεστής στάθμισης 100% - ΠΔΤΕ 2588/2007 Τμ. Ε΄ §19.α).

Απομένουν 222.000.000 ευρώ σταθμισμένων ανοιγμάτων, που αν θεωρηθεί ότι συνιστούν το 35% της πραγματικής αξίας των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, τότε αντιστοιχούν σε τέτοια δάνεια ύψους περίπου 634.285.000 ευρώ. Οι υπολογισμοί συνοψίζονται στον πίνακα που ακολουθεί:


ΠΙΝΑΚΑΣ 1

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ


ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ


ΥΨΟΣ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΑΝΑ ΑΝΟΙΓΜΑ


ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΟ ΑΝΟΙΓΜΑ


ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ (8%)

ΕΝΣΩΜΑΤΑ ΠΑΓΙΑ (Εξοπλισμός κλπ)
3.000.000 €


100%


3.000.000 €


240.000€

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΕΝΥΠΟΘΗΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
634.285.000 €


35%


222.000.000 €


17.760.000 €


ΣΥΝΟΛΟ:


225.000.000 €


18.000.000 €



Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι τράπεζες του παραδείγματος μας με αρχικό κεφάλαιο 18 εκατομμυρίων ευρώ, θα μπορούσαν θεωρητικά να χορηγήσουν πάνω από 634 εκατομμύρια ευρώ ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, χωρίς να παραβιάζουν τη νομοθεσία περί κεφαλαιακής επάρκειας.

Προφανώς όμως, οι τράπεζες έχει λόγο να μην εξαντλήσουν τα παραπάνω περιθώρια πιστωτικής επέκτασης για τρεις κυρίως λόγους:

1) Εάν κάποια από τα ανωτέρω στεγαστικά δάνεια βρεθούν σε καθυστέρηση αποπληρωμής, θα υπολογιστούν με υψηλότερο συντελεστή στάθμισης άρα θα «δεσμεύσουν» επιπλέον ίδια τραπεζικά κεφάλαια. Επιπλέον θα πρέπει οι τράπεζες να σχηματίσουν «προβλέψεις απομείωσης», δηλαδή να θεωρήσουν ως «ζημιά» ένα ποσοστό της αξίας των εν λόγω δανείων, η οποία, αν δε μπορεί να συμψηφισθεί με τρέχοντα κέρδη, θα πρέπει να αφαιρεθεί κατευθείαν από τα κεφάλαια τους.

2) Εάν τα δάνεια ξεπεράσουν το 75% της εμπορικής αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων, λόγω μια αιφνίδιας πτώσης των τιμών στην κτηματαγορά, τότε πάλι θα πρέπει η τράπεζα να εφαρμόσει ως προς το «ακάλυπτο» τμήμα των δανείων υψηλότερο συντελεστή στάθμισης.

3) Οι Τράπεζες θα πρέπει σε διαρκή βάση να τηρούν τους  κανόνες που διέπουν την επάρκεια ρευστότητας, όπως καθορίζονται με την ΠΔΤΕ 2614/7.4.2009 (ΦΕΚ Β΄ 801) και την 285/9.7.2009 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ – ΦΕΚ Β΄ 1735).

6. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ .

6.1 ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΜΑΣ.

Προς το παρόν, θεωρούμε ότι δεν υπάρχουν καθυστερούμενα δάνεια ή μεταβολές στις τιμές των ακινήτων και εστιάζουμε την προσοχή μας στην επίδραση των κανόνων ρευστότητας, πάνω στη δυνατότητα των τραπεζών να δημιουργούν χρήμα.  

 Σύμφωνα με την συγκεκριμένη νομοθεσία, όλες οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις των τραπεζών κατατάσσονται σε «χρονικές ζώνες» ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και του πιθανού χρόνου ωρίμανσης – ρευστοποίησής τους.

Κατόπιν, καθιερώνεται ο Δείκτης Ρευστότητας ποσοστού 20%, που προκύπτει από τη διαίρεση των Ρευστών Διαθεσίμων (Ταμείο + στοιχεία που μπορούν να ρευστοποιήσουν εντός 30 ημερών) προς τις Υποχρεώσεις που λήγουν εντός 12 μηνών:

απαιτήσεις 30 ημερών ÷ υποχρεώσεις 12 μηνών = 20%

Συμπληρωματικά θεσπίζεται ο δείκτης Ασυμφωνίας Ληκτικοτήτων  που ορίζεται στο -20%. Αυτός προκύπτει από τη διαίρεση της διαφοράς των Απαιτήσεων που λήγουν εντός 30 ημερών μείον των υποχρεώσεων που λήγουν στο ίδιο χρονικό διάστημα προς το σύνολο των υποχρεώσεων που λήγουν εντός 12 μηνών:

(απαιτήσεις 30 ημερών – υποχρεώσεις 30 ημερών)÷υποχρεώσεις 12 μηνών = -20%

Το αρνητικό πρόσημο του εν λόγω δείκτη υποδηλώνει ότι επιτρέπεται οι άμεσες υποχρεώσεις (30ημέρου) –όπως αυτές υπολογίζονται στις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις- να υπερβαίνουν τις άμεσες απαιτήσεις.

Ας απομονώσουμε, τώρα, κάποιους βασικούς κανόνες του πλαισίου ελέγχου ρευστότητας και ακολούθως θα δούμε πως λειτουργούν σε σχέση με τις δύο τράπεζες του παραδείγματος μας:

-          Τα μετρητά, όπως ήταν αναμενόμενο, τοποθετούνται στη ζώνη άμεσης λήξης (overnight –άμεση ρευστότητα).

-          Οι καταθέσεις, των Τραπεζών σε άλλες τράπεζες, τοποθετούνται στη ζώνη άμεσης λήξης εκτός από την κατάθεση υπό μορφή υποχρεωτικών αποθεματικών στην κεντρική τράπεζα, που κατατάσσεται στη ζώνη 8-30 ημερών.

-          Οι υποχρεώσεις των τραπεζών προς τους καταθέτες σε λογαριασμούς όψεως, ταμιευτηρίου ή τρεχούμενους λογαριασμούς,  κατατάσσονται κατά 15% στη ζώνη άμεσης λήξης και κατά 85% στη ζώνη άνω του έτους. Η ρύθμιση αυτή ελαφραίνει το ύψος των άμεσων υποχρεώσεων των Τραπεζών και βελτιώνει καθοριστικά τον δείκτη ασυμφωνίας ληκτικοτήτων. Εντούτοις, για τον υπολογισμό των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων που λήγουν εντός 12 μηνών (ο παρανομαστής των ανωτέρω μαθηματικών διαιρέσεων), προσμετράται το 80% των εν λόγω καταθέσεων (15% ζώνης άμεσης λήξης + το 65% από τη ζώνη άνω του έτους).

-          Οι απαιτήσεις των Τραπεζών από δάνεια κατατάσσονται ανάλογα με το πότε καθίστανται ληξιπρόθεσμες οι δόσεις τους. Στις μελλοντικές αυτές δόσεις, δεν συνυπολογίζονται οι τόκοι (άρα μόνο το χρεολύσιο). Υπολογίζονται όμως οι «δεδουλευμένοι» τόκοι, που είναι απαιτητοί, τη στιγμή που υπολογίζονται οι δείκτες ρευστότητας.

Για να δω στην πράξη πως δουλεύουν οι ανωτέρω δείκτες, δημιούργησα ένα απλό υπολογιστικό φύλλο «excel» στο οποίο ενέταξα τους πίνακες υπολογισμού ρευστότητας που υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Προσέθεσα σε αυτό, έναν πίνακα  υπολογισμού των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων των στεγαστικών δανείων του παραδείγματος μου με τις εξής μεταβλητές:


ΠΙΝΑΚΑΣ 2:

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ «ΑΛΦΑ» & «ΒΗΤΑ» ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΜΑΣ


Εναπομένουσα διάρκεια δανείου: 20 έτη

Ανεξόφλητο κεφάλαιο δανείου: 75.000 ευρώ

Επιτόκιο: 7% (την στιγμή υπολογισμού των δεικτών ρευστότητας)

 Πληρωμές: Την 15η ημέρα κάθε μήνα.

Αριθμός δανείων = Συνολικό ποσό χορηγήσεων ÷ 75.000 €



Από τον πίνακα υπολογισμού των δόσεων πήρα –σύμφωνα με τους κανονισμούς υπολογισμού των δεικτών ρευστότητας- το τμήμα των δόσεων που αφορά την αποπληρωμή του κεφαλαίου (το χρεολύσιο) και το κατέταξα στις «χρονικές ζώνες» των ανωτέρω πινάκων της ΤτΕ. Εν συνεχεία προέβην στις αναγκαίες προσαρμογές, προκειμένου να εντάσσονται στις κατάλληλες χρονικές ζώνες και οι λοιπές απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις, που δημιουργούνται από τις Τράπεζες του παραδείγματος μας.

Για λόγους συντομίας, οι αριθμητικοί δείκτες των συντελεστών ρευστότητας θα παρατίθενται όπως προκύπτουν, σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, χωρίς αναφορά στους μαθηματικούς υπολογισμούς που προηγήθηκαν. Οποιοσδήποτε θέλει, μπορεί να επαληθεύσει τις τιμές, εφαρμόζοντας τις κανονιστικές διατάξεις και τους πίνακες υπολογισμού της Τράπεζας της Ελλάδος.

Είπαμε προηγουμένως ότι οι τράπεζες του παραδείγματος μας (Τράπεζα ΑΛΦΑ και Τράπεζα ΒΗΤΑ), έχουν έκαστη κεφάλαιο 18.000.000 εκ των οποίων τα 3.000.000 έχουν επενδυθεί σε πάγια στοιχεία εξοπλισμού, ακινήτων κ.ο.κ. Η λογιστική απεικόνιση τους στο ξεκίνημα της λειτουργίας τους είναι η ακόλουθη:


ΠΙΝΑΚΑΣ 3

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΛΦΑ [Α] & ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΗΤΑ [Β] – ΕΝΑΡΞΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ


Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΤΑΜΕΙΟ


15.000.000 €


ΠΑΓΙΑ


  3.000.000 €


Γ. ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ


ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


18.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (A)


18.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (Β+Γ)


18.000.000 €



Πρώτη η Τράπεζα «ΑΛΦΑ» αρχίζει να χορηγεί ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, ακολουθώντας τη μέθοδο που περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου: Το προϊόν του δανείου δεν εκταμιεύεται σε μετρητά αλλά πιστώνεται στο λογαριασμό όψεως  του δανειολήπτη ή του πωλητή του ακινήτου, στην ίδια τράπεζα. Σύντομα η Τράπεζα θα διαπιστώσει ότι μπορεί να δημιουργεί χρήμα, πολύ περισσότερο από τα μετρητά που έχει στο ταμείο της. Μόλις όμως οι χορηγήσεις της φθάσουν στα 93.000.000 €, θα αντιμετωπίσει το πρώτο της πρόβλημα: Ο συντελεστής ρευστών διαθεσίμων θα έχει πλησιάσει απειλητικά το 20%. Η εικόνα της Τράπεζας «ΑΛΦΑ» θα έχει διαμορφωθεί ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.1

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΛΦΑ [Α] – Πρώτη φάση πιστωτικής επέκτασης –πρόβλημα ρευστότητας

Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

ΔΑΝΕΙΑ (Στεγαστικά)

        93.000.000 €
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ (προϊόν δανείου)

93.000.000 €
ΤΑΜΕΙΟ

14.070.000 €

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ Κ.Τ. (1%)
      930.000 €

ΠΑΓΙΑ

  3.000.000 €

Γ. ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

18.000.000 €

ΣΥΝΟΛΟ (A)
111.000.000 €
ΣΥΝΟΛΟ (Β+Γ)

111.000.000 €


Οι εποπτικοί δείκτες της Τράπεζας ΑΛΦΑ θα έχουν διαμορφωθεί ως εξής: 






















ΠΙΝΑΚΑΣ 4.2
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ 4.1
ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ50,63% (min. 8%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ 20,16% (min. 20%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΩΝ  1,65% (min. -20%)


Η τράπεζα ΑΛΦΑ έχει τον δείκτη ρευστών διαθεσίμων στο «κόκκινο», σύντομα όμως με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση της θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας της, με τρόπο που θα αποδείξει περίτρανα τη δυνατότητα των τραπεζών να «τυπώνουν» χρήμα.

Για την κίνηση της αυτή, η Τράπεζα ΑΛΦΑ θα χρειαστεί ως συνεργό, την Τράπεζα ΒΗΤΑ, που εισέρχεται στο προσκήνιο αυτή τη στιγμή.


6.2 ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ.

Η Τράπεζα ΑΛΦΑ αν και θεωρητικά εκείνη έχει το πρόβλημα, κάνει κάτι που σύμφωνα με την κοινή λογική δεν ήταν δυνατόν να γίνει από κάποιον με πρόβλημα ρευστότητας: Χορηγεί στην Τράπεζα ΒΗΤΑ βραχυπρόθεσμο δάνειο διάρκειας 30 ημερών και ύψους 20.000.000 ευρώ. Το προϊόν αυτού του δανείου πιστώνεται σε λογαριασμό όψεως που ανοίγεται υπέρ της Τράπεζας ΒΗΤΑ στην Τράπεζα ΑΛΦΑ.

Ως εκ θαύματος, το πρόβλημα ρευστότητας της Τράπεζας ΑΛΦΑ λύνεται. Η λογιστική εικόνα της Τράπεζας ΑΛΦΑ και οι εποπτικοί δείκτες μετά τη χορήγηση αυτού του δανείου διαμορφώνονται ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.1

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΛΦΑ [Α] – Χορήγηση πίστωσης 30 ημερών στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΗΤΑ


Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ


Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΔΑΝΕΙΑ (Στεγαστικά)


93.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ (προϊόν δανείου)


93.000.000 €


ΔΑΝΕΙΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ «Β»


20.000.000 €


ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΟΨΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ «Β»


20.000.000 €


ΤΑΜΕΙΟ


14.070.000 €


 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ Κ.Τ. (1%)


      930.000 €


ΠΑΓΙΑ


  3.000.000 €


Γ. ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ


ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


18.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (A)


131.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (Β+Γ)


131.000.000 €





ΠΙΝΑΚΑΣ 5.2

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ 5.1

ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ45,51% (min. 8%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ 37,08% (min. 20%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΩΝ  1,30% (min. -20%)


Ας εξηγήσουμε τώρα την διακύμανση των δεικτών:

-Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας μειώνεται λίγο,  γιατί το βραχυπρόθεσμο δάνειο προς την τράπεζα ΒΗΤΑ προσαυξάνει με συντελεστή 20% (4.000.000 €) τα συνολικά σταθμισμένα ανοίγματα της Τράπεζας [ΠΔΤΕ 2588/2007 Τμ. Ε΄§4.β(iv)]. Βρίσκεται πάντως πολύ παραπάνω από το όριο του 8%.

-Ο δείκτης ασυμφωνίας ληκτικοτήτων μειώνεται ελαφρά, γιατί αυξάνεται ο παρανομαστής της διαίρεσης (υποχρεώσεις που λήγουν εντός 12μηνου)  κατά το ποσό του δανεισμού προς την ΒΗΤΑ. Αντίθετα ο αριθμητής μένει αμετάβλητος διότι οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις και υποχρεώσεις 30ημέρου αυξάνονται ισόποσα, οπότε η διαφορά μεταξύ των δύο μεγεθών παραμένει ίδια.

-Ο δείκτης ρευστών διαθεσίμων αυξάνεται εντυπωσιακά, διότι η βραχυπρόθεσμη απαίτηση που αποκτά η Τράπεζα ΑΛΦΑ σε βάρος της ΒΗΤΑ, αυξάνει άμεσα τα ρευστά διαθέσιμα της. Και αυτό γιατί οι απαιτήσεις της μιας Τράπεζας, έναντι άλλης τράπεζας που λήγουν εντός 30 ημερών, αντιμετωπίζονται ακριβώς όπως τα μετρητά για τον υπολογισμό του δείκτη ρευστών διαθεσίμων.

Στα αξιοσημείωτα είναι ότι ένας τέτοιος βραχυπρόθεσμος διατραπεζικός δανεισμός ενεργεί αμφίδρομα: Εκτός από τα ρευστά διαθέσιμα της Τράπεζας ΑΛΦΑ, αυξάνονται και τα ρευστά διαθέσιμα της τράπεζας ΒΗΤΑ, κατά το ίδιο ποσό των 20 εκατομμύριων ευρώ. Και αυτό διότι η Τράπεζα ΒΗΤΑ απέκτησε και αυτή μια απαίτηση έναντι της Τράπεζας ΑΛΦΑ, αφού τηρεί στην τελευταία έναν λογαριασμό όψεως, στον οποίο πιστώθηκε λογιστικά το ποσό του δανείου. Ο εν λόγω λογαριασμός όψεως, όπως και κάθε τέτοιος λογαριασμός που τηρεί ένα πιστωτικό ίδρυμα σε κάποιο άλλο, αποτελεί απαίτηση, που κατατάσσεται στη χρονική ζώνη άμεσης λήξης (ακριβώς όπως και τα χαρτονομίσματα στο ταμείο της Τράπεζας). Για όλα τα παραπάνω συμβουλευθείτε σχετικά το Παράρτημα (Ι) της ΠΔΤΕ 2614/2009.

Συμπέρασμα: Ο βραχυπρόθεσμος διατραπεζικός δανεισμός, επιτρέπει –υπό την παρούσα εποπτική νομοθεσία- την χρήση μέρους των επιτρεπομένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των τραπεζών ως ρευστών διαθεσίμων, δηλαδή με απλά λόγια, επιτρέπει το τύπωμα χρήματος με λογιστική μορφή.

Το χειρότερο, όμως, όλων είναι ότι ενθαρρύνεται από την εποπτική νομοθεσία η χρηματοοικονομική διαπλοκή των τραπεζών, κατά τρόπο που η ρευστότητα της μίας τράπεζας να εξαρτάται από τις διαθέσεις της άλλης και τανάπαλιν. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός μεταξύ των τραπεζών του παραδείγματος μας, τους επιτρέπει να αυξήσουν κατακόρυφα τα λοιπά χρηματοδοτικά ανοίγματα τους (εν προκειμένω τα στεγαστικά τους δάνεια). Αν αυτή η ανακυκλούμενη ροή διατραπεζικού λογιστικού χρήματος σταματούσε, λόγω αμοιβαίας δυσπιστίας -όπως συνέβη στον πραγματικό κόσμο μετά από την κατάρρευση της Lehman Brothers- τότε θα επέρχετο κρίση ρευστότητας. Οι τράπεζες θα έπρεπε να αντικαταστήσουν άμεσα τα ανοίγματα τους στη διατραπεζική αγορά με στοιχεία ενεργητικού παρόμοιας βαρύτητας στο δείκτη ρευστών διαθεσίμων. Αυτό έπραξαν, με το χειρότερο όπως αποδείχθηκε τρόπο, οι ελληνικές τράπεζες μετά το Φθινόπωρο του 2008, στρεφόμενες μαζικά προς τα ελληνικά ομόλογα…

Επανερχόμενοι στο παράδειγμα μας, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι οι δύο τράπεζες μας, μέσα από μια απλή διατραπεζική συναλλαγή τους -στην ουσία μια λογιστική διευθέτηση- απόκτησαν πρόσθετη ρευστότητα και επομένως δυνατότητα χορήγησης περισσοτέρων στεγαστικών δανείων. Μπόρεσαν, ειδικότερα, να αυξήσουν τα στεγαστικά δάνεια από 93.000.000 ευρώ σε 190.000.000 ευρώ. Ιδού η εικόνα των δύο τραπεζών και των αντιστοίχων  δεικτών εποπτείας:


ΠΙΝΑΚΑΣ 6.1

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΛΦΑ [Α] – Β΄ φάση πιστωτικής επέκτασης


Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ


Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΔΑΝΕΙΑ (Στεγαστικά)


190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ

(προϊόν δανείου)


190.000.000 €


ΔΑΝΕΙΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ «Β»


  20.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΟΨΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ «Β»


   20.000.000 €


ΤΑΜΕΙΟ


  13.100.000 €


ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ Κ.Τ. (1%)


    1.900.000 €


ΠΑΓΙΑ


    3.000.000 €


Γ. ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ


ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


18.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (A)


228.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (Β+Γ)


228.000.000 €




ΠΙΝΑΚΑΣ 6.2

ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΗΤΑ [Β]


Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ


Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΔΑΝΕΙΑ (Στεγαστικά)


190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ

(προϊόν δανείου)


190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΟΨΕΩΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ «Α»


  20.000.000 €


ΔΑΝΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ «Α»


   20.000.000 €


ΤΑΜΕΙΟ


  13.100.000 €


ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ Κ.Τ. (1%)


    1.900.000 €


ΠΑΓΙΑ


    3.000.000 €


Γ. ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ


ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ


18.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (A)


228.000.000 €


ΣΥΝΟΛΟ (Β+Γ)


228.000.000 €




ΠΙΝΑΚΑΣ 6.3

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ «Α» & «Β» ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ 6.1 & 6.2

ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ24,49% (min. 8%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ 20,35% (min. 20%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΩΝ -7,64% (min. -20%)


Βλέπουμε ότι από το συνδυασμό δύο απλών μορφών συναλλαγών, τη χορήγηση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και τον κοινό δανεισμό μεταξύ τραπεζών, είναι εφικτή η πολλαπλή επένδυση των αρχικών κεφαλαίων. Αλλά το γαϊτανάκι της πιστωτικής επέκτασης δεν τελειώνει εδώ. Ο δείκτης ρευστών διαθεσίμων βρίσκεται πάλι στο κόκκινο, αλλά το πρόβλημα της ρευστότητας μπορεί και πάλι να αντιμετωπιστεί. Η διέξοδος θα μπορούσε να βρεθεί μέσω άλλων μορφών συναλλαγών της διατραπεζικής αγοράς, όπως μέσω της έκδοσης πιστοποιητικών καταθέσεων, τραπεζικών ομολόγων ή με πράξεις πώλησης-επαναγοράς κρατικών τίτλων που έχουν στην κατοχή τους κ.ο.κ. Στην περίπτωση αυτή, οι δανείστριες τράπεζες (εν προκειμένω η Τράπεζα «ΒΗΤΑ») αντί για λογαριασμούς στις οφειλέτριες τράπεζες θα είχαν στα χέρια τους τίτλους, που συνυπολογίζονται –με ευθύνη του κανονιστικού νομοθέτη- στα ρευστά διαθέσιμα τους («άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού» βλ. παρακάτω παράγραφο 6.3).

Για λόγους συντομίας, δεν θα αναφερθούμε σε αυτές τις μορφές συναλλαγών, αφού βασίζονται στον ίδιο μηχανισμό παραγωγής λογιστικού χρήματος που περιγράψαμε παραπάνω. Πρέπει όμως, να περιγράψουμε τον κομβικό ρόλο και ευθύνη των Κεντρικών Τραπεζών στην δημιουργία της χρηματοπιστωτικής φούσκας.

6.3. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ.

 Όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου παρέχουν χρηματοδοτικές διευκολύνσεις στις εμπορικές τράπεζες έναντι αποδεκτών εγγυήσεων. Οι εγγυήσεις αυτές παρέχονται από τις εμπορικές τράπεζες με τη σύσταση ενεχύρου πάνω σε στοιχεία του ενεργητικού τους (απαιτήσεις).

Μόλις συσταθεί το ενέχυρο, δημιουργείται μια «γραμμή χρηματοδότησης» που επιτρέπει στις εμπορικές τράπεζες να αντλούν ρευστότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η ρευστότητα μπορεί να έχει μορφές: Είτε τη μορφή τυπωμένου χαρτονομίσματος, είτε τη μορφή πιστωμένου τρεχούμενου λογαριασμού της εμπορικής τράπεζας , που τηρείται  στην Κεντρική Τράπεζα. Η μορφή δεν έχει καμία σημασία. Η νομοθεσία επάρκειας ρευστότητας αντιμετωπίζει το χρήμα της Κεντρικής Τράπεζας με ενιαίο τρόπο και αυτό άλλωστε είναι απολύτως λογικό. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για το πλέον ρευστοποιήσιμο στοιχείο του ενεργητικού των τραπεζών.

Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει τη «νομισματοποίηση» των στοιχείων που έχουν η εμπορικές τράπεζες στο ενεργητικό τους. Η δυνατότητα «νομισματοποίησης» τμήματος του ενεργητικού των τραπεζών συνιστά στην ουσία αποδοχή -με όρους χρηματοοικονομικούς- της μόχλευσης των κεφαλαίων τους. Οι τράπεζες πρώτα αποκτούν απαιτήσεις έναντι των φορέων της πραγματικής οικονομίας επενδύοντας ξανά και ξανά τα ίδια χρήματα και εν συνεχεία χρησιμοποιούν αυτές τις διογκωμένες απαιτήσεις για να αντλήσουν φρέσκο χρήμα από την κεντρική τράπεζα.

Υπό μία έννοια, η αύξηση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των εμπορικών τραπεζών προς τις κεντρικές τους τράπεζες θα μπορούσε να μην είναι κάτι κακό. Αν δεχθούμε ότι οι Κεντρικές Τράπεζες είναι κρατικές ή προάγουν το δημόσιο συμφέρον τότε η αύξηση των υποχρεώσεων των εμπορικών τραπεζών προς αυτές, επιτρέπει –έστω και έμμεσα- την επιστροφή μέρους του λογιστικού κεφαλαίου που παράγεται από το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα στο κοινωνικό σύνολο. Συγκρατήστε αυτή τη διαπίστωση γιατί μπορεί να αποκτήσει τεράστια σημασία, μόλις θα αρχίσουμε να εξετάζουμε πιθανές πολιτικές και νομικές λύσεις αντιμετώπισης της παρούσας οικονομικής κατάστασης.

Δυστυχώς όμως, μέχρι να μεταχειριστούμε το χρήμα τη Κεντρικής Τράπεζας ως μέσο οικονομικής απελευθέρωσης της σύγχρονης κοινωνίας, η κατάσταση θα εξακολουθεί να είναι ζοφερή. Η επιπλέον ρευστότητα επιτρέπει σήμερα στις τράπεζες να επεκτείνουν και άλλο τα δάνεια τους και να βυθίσουν ακόμη περισσότερο την πραγματική οικονομία στην υπερχρέωση. Μάλιστα, η δυνατότητα αυτή είναι σκανδαλώδης αν σκεφτούμε ότι η ρευστότητα αυτή δίνεται έναντι ευτελούς –ή ακόμη και μηδενικού- επιτοκίου και επιστρέφει στην οικονομία υπό μορφή χορηγήσεων πολλαπλάσιας αξίας με τοκογλυφικά επιτόκια.

 Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα των δύο τραπεζών μας για να κατανοήσουμε αυτό το μηχανισμό παραγωγής χρήματος:

Καταρχήν, τα στεγαστικά δάνεια που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες «ΑΛΦΑ» & «ΒΗΤΑ» (βλέπε ΠΙΝΑΚΑ 2), δεν πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας ως αποδεκτές ασφάλειες για πράξεις νομισματικής πολιτικής, πρώτα και κύρια, γιατί έχουν αξία 75 χιλιάδων ευρώ έκαστο, δηλαδή κάτω από το όριο των 500.000 που θέτει η κανονιστική νομοθεσία (Κεφ. V§5 Πράξης Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων 54/2004, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι σήμερα). Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι ανωτέρω τράπεζες θα μπορούσαν να αντλήσουν ρευστότητα, μέσω της δημιουργίας παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που θα ήταν δομημένα πάνω στα εν λόγω στεγαστικά δάνεια. Υπό τις παρούσες όμως συνθήκες δεν χρειάζεται να αναλύσουμε αυτή τη δυνατότητα, για τον λόγο ότι:

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδέχεται τα εν λόγω δάνεια ως ενέχυρο για παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, κατά παρέκκλιση προς την ανωτέρω ΕΝΠΘ 54/2004 (η οποία εφαρμόζει την κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ/2011/14 «σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος»). Η εν λόγω σύμβαση διέπεται από τους πρόσθετους όρους των διατάξεων του Ν.Δ. 17 Ιουλ./15 Αυγ. 1923 (σύσταση ενεχύρου επί δανειακών απαιτήσεων).

Η ρευστότητα όμως που παρέχεται δεν είναι ίση με την αξία των απαιτήσεων που ενεχυριάζονται αλλά σαφώς μικρότερη, λόγω περικοπής αποτίμησης της αξίας τους, σύμφωνα με το άρθρο 3 της υπ’ αριθμόν 87/2013 Πράξης Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 482).

Για να το καταλάβετε ας δώσουμε ένα παράδειγμα:

Έστω ότι οι Τράπεζες μας δίνουν ως ενέχυρο στην ΤτΕ 50.000.000 ευρώ από τα στεγαστικά τους δάνεια, που αποπληρώνονται σταδιακά μέσα σε 20 έτη:

Στην χειρότερη περίπτωση εφαρμόζεται μεσοσταθμική περικοπή αποτίμησης 68,58% (που προκύπτει από την κατανομή των χρεολυτικών δόσεων του δανείου του παραδείγματος μας στις χρονικές ζώνες και τους συντελεστές της στήλης CQS 3 άρθρου 3 της ΠΣΝΠ 87/2013). Δηλαδή η ρευστότητα που μπορούν να αντλήσουν από τα εν λόγω δάνεια ανέρχεται στο υπόλοιπο 31,42% της αξίας τους (50.000.000 Χ 31,42% ≃ 15.711.000 €).

 Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι τράπεζες έχουν δύο εναλλακτικές δυνατότητες άντλησης ρευστότητας:

1η δυνατότητα: Να δανειστούν αυτό ποσό των 15.711.000 € από την ΤτΕ και να το διαθέσουν στην συναλλαγές τους.

2η δυνατότητα: Να μην δανειστούν αυτό το ποσό από την ΤτΕ, αλλά να το εκλάβουν αυτομάτως ως ρευστό διαθέσιμο με μια πρόσθετη περικοπή 10%, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τα «άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού» του Παραρτήματος (Ι) της ΠΔΤΕ 2614/2009 (ΦΕΚ Β΄ 801). Δηλαδή, να αποκτήσουν μια αφανή ρευστότητα 14.140.000 ευρώ (≃15.711.000 Χ 90%). Το ποσό αυτό, σύμφωνα με την ανωτέρω Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ κατατάσσεται στη ζώνη 2-7 ημερών (στην ίδια ζώνη με τις επιταγές προς είσπραξη σε ευρώ) και επομένως επηρεάζει θετικά τους σχετικούς δείκτες επάρκειας της ρευστότητας.

Στην πράξη, αν διατηρήσουμε όλα τα στοιχεία των ανωτέρω πινάκων 6.1 & 6.2, μεταβάλλοντας μόνο τις χορηγήσεις δανείων, θα διαπιστώσουμε ότι τα εν λόγω «αφανή» ρευστά διαθέσιμα επιτρέπουν στις Τράπεζες του παραδείγματος μας να αυξήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια από 190.000.000 ευρώ σε 282.000.000 ευρώ.

Να πως θα έχουν διαμορφωθεί μετά από αυτό, οι κρίσιμοι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας:



ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Γ΄ φάση πιστωτικής επέκτασης (αύξηση δανείων στα 282.000.000 € μετά από ενεχύραση στην ΤτΕ απαιτήσεων από δάνεια ύψους 50 εκ. ευρώ)

ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ «Α» & «Β»

ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ17,03% (min. 8%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ 20,01% (min. 20%)
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΛΗΚΤΙΚΟΤΗΤΩΝ -5,18% (min. -20%)


Παρατηρούμε στον ΠΙΝΑΚΑ 7, ότι η αύξηση του δανεισμού ρίχνει και άλλο τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών μας, ο οποίος όμως διατηρείται πολύ πάνω από το όριο του 8%. Για λόγους όμως που έχουν ήδη εκτεθεί, οι Τράπεζες έχουν κάθε λόγο να μην προβαίνουν σε ανοίγματα που καθιστούν την τήρηση των εποπτικών δεικτών οριακή.

Μην ξεχνάμε ότι οι χορηγήσεις δανείων ασκούν διπλή επίδραση στους τραπεζικούς δείκτες: Αυξάνουν τις απαιτήσεις των τραπεζών (το ενεργητικό τους) και επομένως τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, αλλά αυξάνουν ισόποσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους και επομένως τις ανάγκες για ρευστότητα. Όπως έχουμε επισημάνει, τα ποσά των στεγαστικών δανείων του παραδείγματος μας, καταλήγουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς εκείνων που πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους (εργολάβους, οικοπεδούχους, ιδιοκτήτες διαμερισμάτων). Τίποτε δεν εγγυάται στις τράπεζες ότι το νόμιμο παιχνίδι που κάνουν με τις λογιστικές εγγραφές στα βιβλία τους δεν θα αποκαλυφθεί κάποια στιγμή αν οι τελικοί λήπτες των χρημάτων επιθυμήσουν να μεταφέρουν τα χρήματα τους σε άλλη τράπεζα.

7. Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ –ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ.

Για τους ανωτέρω λόγους, είναι ζωτικής σημασίας για τις Τράπεζες να εξασφαλίζουν ότι η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών θα γίνεται με ταχύτητα και ασφάλεια. Μόνο έτσι εμπεδώνουν στο μυαλό των πολιτών την αντίληψη – ή ορθότερα την ψευδαίσθηση – ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί είναι πραγματικό χρήμα και όχι αέρας κοπανιστός.

Η λύση του προβλήματος για τις τράπεζες βρίσκεται για άλλη μια φορά στην αλληλεξάρτησή τους:

Καθώς, στην αρχική φάση της πιστωτικής επέκτασης οι Τράπεζες δανείζουν η μία την άλλη, γνωρίζουν ότι μια αιφνίδια κίνηση μετρητού χρήματος προς αυτές από κάποια άλλη Τράπεζα θα τους δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από όσα υποτίθεται θα τους έλυνε. Αυτό είναι πραγματικά οξύμωρο. Τράπεζες που κινούνται στον ίδιο χώρο οικονομικών συναλλαγών αποστρέφονται τις μεταξύ τους ροές μετρητών, ακόμα και όταν τα χρήματα πρόκειται να κατευθυνθούν σε αυτές. Διότι μετά βεβαιότητας, η Τράπεζα που θα «ξεμείνει» από μετρητά, θα συμπαρασύρει στην πτώση της και τις λεγόμενες «υγιείς» τράπεζες, είτε λόγω ζημιών (αθέτηση διατραπεζικών δανείων), είτε απλώς λόγω πανικού των καταθετών (bank run).

Οι απαντήσεις που δίνουν σε αυτή την πρόκληση οι Τράπεζες συνοψίζεται σε δύο λέξεις - «συμψηφισμός» και «διακανονισμός» των συναλλαγών.

Κάθε μέρα, κινούνται χρήματα από τη μία τράπεζα στην άλλη. Για παράδειγμα, όταν η Τράπεζα «ΑΛΦΑ» χορηγεί στεγαστικά δάνεια, κάποιοι από τους λήπτες των χρημάτων-πωλητές των κατοικιών τηρούν λογαριασμό στην Τράπεζα «ΒΗΤΑ» και βέβαια το ίδιο συμβαίνει αντιστρόφως. Έτσι, μια εργάσιμη ημέρα μπορεί να πρέπει να κινηθούν λογαριασμοί 10 εκ. ευρώ από την Τράπεζα «ΑΛΦΑ» προς την Τράπεζα «ΒΗΤΑ», ενώ άλλα 5 εκ. ευρώ, να πρέπει να κινηθούν αντίστροφα, από την «ΒΗΤΑ» στην «ΑΛΦΑ».

Το πρώτο βήμα είναι ο συμψηφισμός των απαιτήσεων. Από αυτόν προκύπτει μια καθαρή υποχρέωση της Τράπεζας ΑΛΦΑ ύψους 5.000.000 ευρώ και μια ισόποση καθαρή απαίτηση της Τράπεζας ΒΗΤΑ. Το δεύτερο βήμα είναι ο διακανονισμός αυτών των χρηματικών υπολοίπων. Ας δώσουμε δύο τέτοια παραδείγματα διακανονισμών:

Μία μέθοδος είναι ο άμεσος-διμερής διακανονισμός. Κάθε μια από τις τράπεζες φροντίζει να τηρεί λογαριασμό σε όλες τις υπόλοιπες. Εν προκειμένω, αντί να μετακινηθούν 5.000.000 € προς την «ΒΗΤΑ», πιστώνεται με το ποσό αυτό ο λογαριασμός που τηρεί η εν λόγω τράπεζα στην τράπεζα «ΑΛΦΑ». Ας δούμε τις μεταβολές στην κατάσταση των τραπεζών:


ΠΙΝΑΚΑΣ 8.1

ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ - ΤΡΑΠΕΖΑ «ΑΛΦΑ»


ΠΡΙΝ


ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ


ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΩΝ


190.000.000 €


ΜΕΤΑ


ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ


ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ


ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΩΝ


185.000.000 €


ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜ. ΤΡΑΠΕΖΑΣ «ΒΗΤΑ»


     5.000.000 €



Τα συνολικά μεγέθη της Τράπεζας «ΑΛΦΑ» δεν μεταβάλλονται. Μεταβάλλεται μόνο η κατανομή των επιμέρους ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς (μείωση των καταθέσεων ιδιωτών –ισόποση αύξηση καταθέσεων της τράπεζας «ΒΗΤΑ»). Η αλλαγή στη δομή των καταθέσεων όμως επηρεάζει ελαφρώς αρνητικά τους δείκτες ρευστότητας της «ΑΛΦΑ», γιατί οι λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιβαρύνουν περισσότερο τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μιας τράπεζας, σε σχέση με τους λογαριασμούς των ιδιωτών (που, όπως προαναφέραμε κατανέμονται κατά ένα ποσοστό στη ζώνη των 30 ημερών και κατά ένα άλλο ποσοστό στη ζώνη του έτους).


ΠΙΝΑΚΑΣ 8.2

ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ - ΤΡΑΠΕΖΑ «ΒΗΤΑ»


ΠΡΙΝ


ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ


ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΩΝ


190.000.000 €


ΜΕΤΑ


ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ


ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
190.000.000 €


ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΩΝ


195.000.000 €


ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ «ΑΛΦΑ»


     5.000.000 €


Αντίθετα, σύμφωνα με τον ΠΙΝΑΚΑ 8.2 τα συνολικά μεγέθη της Τράπεζας «ΒΗΤΑ», αυξάνονται κατά το θετικό χρηματικό υπόλοιπο που προέκυψε από τον συμψηφισμό. Ειδικότερα οι υποχρεώσεις έναντι των ιδιωτών καταθετών της σημείωσαν αύξηση, η οποία καλύπτεται από ισόποση αύξηση των απαιτήσεων της προς την Τράπεζα «ΑΛΦΑ». Με την ολοκλήρωση του διακανονισμού η Τράπεζα «ΒΗΤΑ» θα βρεθεί με ενισχυμένα ρευστά διαθέσιμα, γιατί θα έχει στο ενεργητικό της άμεσα ρευστοποιήσιμες καταθέσεις σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα.

Η όλη συναλλαγή ολοκληρώνεται με τις μικρότερες δυνατές απώλειες για την τράπεζα «ΑΛΦΑ» και τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την τράπεζα «ΒΗΤΑ». Διότι και η «Α» κράτησε τα μετρητά στο ταμείο της, σε περίπτωση που υπάρξει απρόσμενη ζήτηση σε χαρτονομίσματα, και η  «Β» βελτίωσε σημαντικά τη ρευστότητα της (έστω και με λογιστικό τρόπο) και επομένως τη δυνατότητα να επεκτείνει τις δραστηριότητες της.

Αν οι Τράπεζες δεν επιθυμούν, για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας των συναλλαγών να διακανονίζουν απευθείας τις απαιτήσεις-υποχρεώσεις τους, μπορούν να καταφύγουν στη μεσολάβηση της Τράπεζας της Ελλάδος (λ.χ. με τη χρήση του διατραπεζικού συστήματος «ΕΡΜΗΣ»). Στην περίπτωση αυτή, οι λογαριασμοί διακανονισμού δεν τηρούνται στις ίδιες, αλλά στην Κεντρική Τράπεζα. Η επιλογή όμως της ΤτΕ συνεπάγεται και ορισμένες δεσμεύσεις: Οι ιδιωτικές τράπεζες, είτε θα πρέπει να μεταφέρουν μετρητά στην ΤτΕ (κάτι που όπως είπαμε «δεν βολεύει»), είτε θα πρέπει να κάνουν χρήση της γραμμής χρηματοδότησης που χορηγεί η Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε στην παράγραφο 6.3 (ενεχυρίαση απαιτήσεων από την Κ.Τ.).

Όπως είχαμε πει σε εκείνο το σημείο, οι Τράπεζες του παραδείγματος μας δέσμευσαν στεγαστικά δάνεια ύψους 50.000.000 ευρώ, εξασφαλίζοντας ρευστότητα 15 εκ. ευρώ περίπου. Η ρευστότητα αυτή επαρκεί για να καλύψει την φυγή καταθέσεων ύψους 5.000.000 από την τράπεζα «ΑΛΦΑ» προς την «ΒΗΤΑ».

Δεν μπορεί όμως να καλύψει φυγή καταθέσεων, μεγαλύτερη από το όριο χρηματοδότησης, που παρέχει η Κεντρική Τράπεζα. Αυτό σημαίνει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των Τραπεζών, για την οποία τόση συζήτηση γίνεται, δεν εξασφαλίζει από μόνη της τη βιωσιμότητα ενός συστήματος που διέρχεται οξεία κρίση ρευστότητας. Γι’ αυτό και το αρχικό κούρεμα των καταθέσεων που είχε προταθεί στην Κύπρο δεν θα έσωζε τελικά τις προβληματικές τράπεζες. Διότι, ενώ έλυνε με λογιστικό τρόπο το ζήτημα της έλλειψης ιδίων κεφαλαίων (μετατρέποντας τις καταθέσεις σε μετοχές των τραπεζών), δεν αντιμετώπιζε το πραγματικό πρόβλημα ρευστότητας που θα προκαλούσε η μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Γι΄αυτό τελικά, προκρίθηκε η αναπόφευκτη εξαρχής και πρωτοφανής για τα δεδομένα της Ε.Ε. λύση της επιβολής περιορισμών στη διακίνηση των κεφαλαίων.

8. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ & ΚΟΥΡΕΜΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ: ΕΝΑ ΣΕΝΑΡΙΟ «ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ» ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ.

Πριν ολοκληρώσω την παρουσίαση αυτή, πρέπει να κάνω μια σύντομη αναφορά στον μηχανισμό, με τον οποίο οι Τράπεζες προκαλούν ή επιδεινώνουν την ύφεση στην οικονομία. Από τη στιγμή που η ρευστότητα της αγοράς, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ικανότητα των ιδιωτικών τραπεζών να δημιουργούν χρήμα σε λογιστική μορφή, είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε τι θα συμβεί αν αυτή η ικανότητα καμφθεί για οποιονδήποτε λόγο. Αν οι Τράπεζες μπορούν να δημιουργούν χρηματοοικονομικές αξίες τόσο εύκολα, εξίσου εύκολα μπορούν να τις καταστρέφουν.

Αποφεύγοντας τις πολλές λεπτομέρειες ας πάρουμε τις τράπεζες του παραδείγματος μας, κατά τη στιγμή, την οποία έχουν χορηγήσει ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ύψους 190.000.000 ευρώ (βλέπε ΠΙΝΑΚΕΣ 6.1 & 6.2). Τι θα συμβεί αν από το σύνολο των δανείων παύει να εξυπηρετείται το 20%, δηλαδή τα δάνεια με οφειλόμενο κεφάλαιο 38.000.000;

1) Οι Τράπεζες θα πρέπει να εγγράψουν «προβλέψεις απομείωσης», οι οποίες υπολογίζονται στα ετήσια αποτελέσματα χρήσης τους και περνιούνται στο παθητικό των ισολογισμών τους. Αν τα κέρδη της Τράπεζας δεν επαρκούν για να καλύψουν αυτό το αρνητικό στοιχείο, τότε θα καταλήξουν να αφαιρεθούν από τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Το ποσό αυτών των προβλέψεων προσδιορίζεται από την ΠΔΤΕ 2442/1999 (ΦΕΚ Α΄ 25), όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις ΠΔΤΕ 2513/2003 (ΦΕΚ Α΄ 16), 2557/2005 (Α΄ 19), 2565/2005 (Α΄ 253), 2619/2009 (Β΄ 1713) και από την ΕΤΠΘ 254/2007 (Β΄2470). Ειδικά για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια του παραδείγματος μας οι προβλέψεις εκφράζονται ως ποσοστό επί του συνολικού υπολοίπου των απαιτήσεων (ληξιπρόθεσμο και άληκτο).

2) Οι Τράπεζες θα πρέπει για τον υπολογισμό της σταθμισμένης αξίας των εν λόγω δανείων να εφαρμόσουν αυξημένο συντελεστή στάθμισης –σε σχέση με τον συντελεστή 35% που ισχύει για τα ενήμερα δάνεια. Ο συντελεστής αυτός εξαρτάται από εφαρμοζόμενο στα εν λόγω δάνεια συντελεστή απομείωσης (βλ. σχετικά ΠΔΤΕ 2588 Τμ. Ε§11(δ) και §12 όπως αντικαταστάθηκε από την ΠΔΤΕ 2631 Τμ.Α§8).

Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων μπορούμε να υπολογίσουμε την επίδραση των «προβληματικών» δανείων στην κεφαλαιακή επάρκεια των Τραπεζών του παραδείγματος μας, σύμφωνα με τον ΠΙΝΑΚΑ 9.


ΠΙΝΑΚΑΣ 9

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ 6.3

ΛΟΓΩ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ (20% ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ).


ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ

(ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ Ή ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ)


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΠΟΜΕΙΩΣΗΣ


ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ*


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ


ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΕΦΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ


0-3 ΜΗΝΕΣ


0,5%


950.000 €*

*ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΗΜΕΡΑ ΔΑΝΕΙΑ


35%


23,20%


3-6 ΜΗΝΕΣ


7%


2.660.000 €


100%


14,85%


6-12 ΜΗΝΕΣ


17,5%


6.650.000 €


100%


10,78%


ΑΝΩ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ


50%


18.000.000 €


50%


-2,22%


ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ


ΕΠΙΣΦΑΛΗ ΔΑΝΕΙΑ


60%


22.800.000 €


50%


-7,02%


ΡΥΘΜΙΣΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΑ*

*ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥΣ


10%


3.800.000 €


100%


13,69%


Στον ΠΙΝΑΚΑ 9 φαίνεται ξεκάθαρα η ραγδαία επιδείνωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας με την αύξηση του χρόνου καθυστέρησης των προβληματικών δανείων. Μετά από την πάροδο 6 μηνών καθυστέρησης, συμφέρει τις τράπεζες να ρυθμίσουν τα προβληματικά στεγαστικά δάνεια με ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής. Διότι αν η καθυστέρηση τους υπερβεί το έτος, τότε οι προβλέψεις, σχεδόν τριπλασιάζονται. Στο παράδειγμα μας, μια τέτοια εξέλιξη θα καθιστούσε τις τράπεζες ΑΛΦΑ & ΒΗΤΑ αφερέγγυες, αφού, όχι μόνο θα έπεφταν πολύ κάτω από το 8%, που απαιτείται για την επάρκεια κεφαλαίων, αλλά θα αποκτούσαν από λογιστικής πλευράς μια αρνητική καθαρή θέση. Οι τράπεζες θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν για να μην τεθούν σε εκκαθάριση και κλείσουν ή σε αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να κουρέψουν τις καταθέσεις, όπως έγινε στην Κύπρο. Στο παράδειγμα μας, μπορούμε να υπολογίζουμε το ποσοστό κουρέματος που θα έπρεπε να επιβληθεί στο σύνολο των καταθέσεων (190.000.000 € -ΠΙΝΑΚΕΣ 6.1 & 6.2), προκειμένου ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας να επανέλθει στο 8%.

-Αν ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας είχε πέσει στο -2,22% (βλ. ΠΙΝΑΚΑ 9 τελευταία στήλη), τότε το «κούρεμα» όλων των καταθέσεων θα ήταν της τάξεως του 4,26%.

-Αν ο δείκτης ήταν στο -7,02%, τότε το «κούρεμα» θα έφτανε στο 6,26%.

Οι ανωτέρω περικοπές στις καταθέσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες σε σύγκριση τουλάχιστον με την εμπειρία της Κύπρου. Εντούτοις, για μια οικονομία που στηρίζεται στο χρέος, ο περιορισμός της ποσότητας του χρήματος, αυξάνει τα «κόκκινα» δάνεια, που με τη σειρά τους επιδεινώνουν την κατάσταση των τραπεζών. Σε ένα τέτοιο σύστημα χρεοκρατίας, αν οι Τράπεζες δεν ανακυκλώνουν τα δάνεια τους, μειώνουν αυτόματα και το χρήμα που κυκλοφορεί στην αγορά. Ο φαύλος κύκλος του «ξεφουσκώματος» μιας οικονομίας στηριγμένης στο λογιστικό χρήμα δεν έχει τέλος. Αν στο παράδειγμα των Τραπεζών μας ξυπνούσαμε μια μέρα και αυτές δεν υπήρχαν, τότε πίσω από τα κλειστά καταστήματα τους θα βρίσκαμε ένα πολύ μικρό ποσοστό των χρημάτων, από αυτά που πιστεύαμε ότι υπήρχαν και κυκλοφορούσαν στην οικονομία.

9. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παρουσίαση που προηγήθηκε δεν μπορούσε, παρά να καλύψει ελάχιστες πτυχές ενός σκοτεινού για τον περισσότερο κόσμο καθεστώτος ιδιωτικής παραγωγής χρήματος. Η περίπλοκη νομοθεσία και κανονισμοί εποπτείας συσκοτίζουν την αντίληψη που έχει ο κόσμος για το ρόλο των Τραπεζών. Πίσω όμως από τους χαοτικούς σχεδόν μηχανισμούς κρύβεται ένα σατανικά απλό στη σύλληψη και τις βασικές του αρχές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δείτε τι έκαναν οι Τράπεζες του παραδείγματος μας. Ξεκίνησαν αθροιστικά με 36.000.000 ευρώ στο ταμείο και κατέληξαν να τηρούν τραπεζικές καταθέσεις ύψους 564.000.000 € (βλ. Πίνακα 7). Και όλα αυτά, χωρίς να δεχθούν ούτε ένα επιπλέον ευρώ πραγματικού χρήματος στα ταμεία τους. Το έπραξαν μόνες τους, σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους και «με τις πλάτες» της Κεντρικής Τράπεζας. Στις καλές εποχές, θα μπορούσαν να κάνουν και πολλά περισσότερα χρησιμοποιώντας τις διεθνείς χρηματαγορές ή τους υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους. Αλλά αυτό που για τους μύστες του τραπεζικού χώρου είναι υπόθεση εγγραφών σε λογιστικά βιβλία, για τον υπόλοιπο κόσμο είναι οι οικονομίες του, η ίδια του η ζωή.

Δυστυχώς, το χρηματοπιστωτικό σύστημα στηρίζεται, όπως καταλάβατε, σε ένα ψέμα, που για να καλυφθεί πρέπει να στηριχθεί σε ένα ακόμα μεγαλύτερο ψέμα. Αυτή την πυραμίδα εξαπάτησης οικοδομούμε όταν προσπαθούμε να σώσουμε τις χρεωκοπημένες τράπεζες, ρίχνοντας και άλλα βάρη στους φορολογούμενους. Κάτω από αυτή την πυραμίδα, κρύβεται η αλήθεια:

Ότι κανένα κυρίαρχο έθνος, κανένας λαός που σέβεται τις δημοκρατικές ελευθερίες δεν είναι υποχρεωμένος να είναι έρμαιο μιας αφανούς τραπεζιτικής υπερεξουσίας. Μιας υπερεξουσίας που μπορεί να δημιουργεί χρήμα από το μηδέν και να μοιράζει και ένα κομματάκι στους εκλεκτούς του συστήματος πολιτικούς και μεγαλοκαναλάρχες. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα, η πολιτική αντιπαράθεση βρισκόταν πάντοτε μακριά από τα ουσιαστικά ζητήματα.

-Μάθαμε να θεωρούμε «αριστερή» συνταγή το να χρεώνεται το κράτος για να ασκεί κοινωνική πολιτική και για να κάνει δημόσια έργα. Και ότι είναι φυσιολογικό εν συνεχεία να υπερφορολογείται η κοινωνία για να αποπληρώνονται αυτά τα χρέη.

-Μάθαμε, να θεωρούμε «δεξιά» αντίληψη τη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους προς όφελος μιας ιδιωτικής οικονομίας της αγοράς. Διότι τα ποσά που δανείζεται το κράτος αφαιρούνται από τους πόρους που προορίζονται για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Πόρους που παρέχει το τραπεζικό σύστημα στην παραγωγική οικονομία μέσω του δανεισμού.

-Μάθαμε να θεωρούμε ως μόνη φωνή αντίστασης του κομμουνιστές, που σα χαλασμένα γραμμόφωνα καταγγέλλουν τους βιομηχάνους και εξαγγέλλουν αγώνες στους δρόμους και της φάμπρικες. Ότι είναι «κομμουνιστικός» ο αγώνας μια δράκας συνδικαλιστών εναντία σε όποιον παράγει σε αυτή τη χώρα πραγματικό προϊόν και πραγματικό πλούτο, βιομήχανο ή βιοτέχνη. Τσιμουδιά όμως για τους βιομηχάνους του λογιστικού χρήματος…

Και έτσι η πολιτική διαπάλη μετατρέπεται σε έναν ατελεύτητο τσακωμό για το πώς πρέπει να μοιραστεί το χρέος μεταξύ της κρατικής και της ιδιωτικής σφαίρας. Για το πού πρέπει να κατευθυνθεί ο αέρας που έχει γεμίσει τη χρηματοπιστωτική φούσκα και σε ποια χέρια πρέπει να σκάσει…

Όσο όμως κορυφώνεται η κρίση, τόσο το διακύβευμα θα γίνεται ποιο ξεκάθαρο. Η δημοκρατία και η ελεύθερη κοινωνία δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την τραπεζοκρατία. Αργά ή γρήγορα από τα σπλάχνα της κοινωνίας θα αναδυθούν οι πολιτικές δυνάμεις που θα παραμερίσουν τις παραδοσιακές ιδεολογικές διαφορές και θα συνασπιστούν απέναντι στον κοινό εχθρό για την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ένα φύσημα αρκεί, και αυτή η χάρτινη φυλακή θα καταρρεύσει.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply