Λέλα Καραγιάννη: Το Ρόδο της Αντίστασης

(αναδημοσίευση από το blog: eistorias.wordpress.com)

Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ‘’ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ’’

ΤΗΣ ΛΕΛΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ 1941-1944

Χρήστος Καρδαράς


Κατά την διάρκεια της τριπλής κατοχής 1941-1944 στην Ελλάδα εκτός από τις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, όπως το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, εμφανίστηκαν πολλές άλλες οργανώσεις μικρής εμβέλειας και περιορισμένης δραστηριότητας. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του 1943 δρούσαν στις πόλεις περίπου 140 αντιστασιακές ομάδες. Μεταξύ των σημαντικότερων οργανώσεων κατασκοπείας, δολιοφθοράς και φυγαδεύσεων ήταν και η “Μπουμπουλίνα’’. Ήταν μία οργάνωση με σύστημα, στεγανότητα και περίφημα αποτελέσματα. Ήταν εθελοντική και συγκροτήθηκε ξαφνικά και χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό. Κύριο γνώρισμα της ήταν ότι ψυχή και ηγέτης της ήταν μία γυναίκα, η Λέλα Καραγιάννη, η οποία προπολεμικά δεν είχε καμία ανάμειξη στην πολιτική και Κοινωνική ζωή του τόπου. Έτσι, αν εξαιρέσουμε τη μεγάλη συμμετοχή γυναικών και κοριτσιών, που χαρακτηρίζει το ΕΑΜ και ιδίως την ΕΠΟΝ, η περίπτωση της Λέλας Καραγιάννη είναι μοναδική και δεν παρατηρείται σε καμιά εξωεαμική οργάνωση.



Και ενώ η επιτυχής δραστηριότητα των κατασκοπευτικών οργανώσεων είναι γενικά αποδεκτή και αναγνωρισμένη από τους πρωταγωνιστές και του ΕΑΜ αλλά και του ΕΔΕΣ, η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί συστηματικά με την μελέτη του έργου τους. Στη συνέχεια επιχειρούμε να συμβάλουμε στην παρουσίαση της δράσης της οργάνωσης της Καραγιάννη, στηριζόμενοι σε όσα σχετικά ιστορικά τεκμήρια μπορέσαμε να εντοπίσουμε, χωρίς βέβαια να θεωρούμε ότι το θέμα εξαντλείται και ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Παράλληλα κρίναμε αναγκαίο να αναφερθούμε στη δράση και την προσωπικότητα της Καραγιάννη, αφού άλλωστε πρόκειται για μία καθαρά προσωποπαγή οργάνωση. Από το σύνολο της αντιστασιακής δράσης της Καραγιάννη, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια μόνον ορισμένα γεγονότα ενδεικτικά.


Αυτό που αναμφισβήτητα προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι, ενώ η δράση της Καραγιάννη ξεκίνησε εντελώς αυθόρμητα, στην προσπάθειά της να σώσει συμμάχους στρατιώτες από τους Γερμανούς, στη συνέχεια συγκρότησε οργάνωση, που ασχολήθηκε συστηματικά όχι μόνο με την δραπέτευση, απόκρυψη και φυγάδευση συμμάχων στρατιωτών αλλά και με ποικίλες μορφές αντιστασιακής δράσης, όπως: α) με την δημιουργία δικτύου πρακτόρων σε γερμανικές μονάδες μεγάλης σημασίας, β) με την δημιουργία σχέσεων με αγγλικές αποστολές της υπαίθρου και με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ και την παροχή πολύτιμων πληροφοριών σε αυτές, γ) με την αποστολή Βρετανών στα βουνά και όπλων στους αντάρτες δ) με την συνεργασία με άλλες οργανώσεις πληροφοριών και αντικατασκοπείας και ε) με δολιοφθορές σε εγκαταστάσεις του γερμανικού στρατού.


Η Λέλα Καραγιάννη γεννήθηκε στη Λίμνη της Εύβοιας το 1898. Η καταγωγή της ήταν από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα από την οικογένεια της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Ήταν κόρη του Αθ. Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Πριν από τον πόλεμο ζούσε μια ήρεμη οικογενειακή ζωή με τον σύζυγό της και τα εφτά παιδιά της. Ο σύζυγός της Νίκος Καραγιάννης, διατηρούσε κατάστημα φαρμακευτικών – καλλυντικών στην οδό Πατησίων 16. Η κατοικία της οικογένειας βρισκόταν στην οδό Λήμνου 1, στην Αθήνα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου έστειλε τις δύο μεγαλύτερες κόρες της στο μέτωπο ως αδελφές νοσοκόμες.



Η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια


Η δράση της άρχισε στις 10 Μαΐου 1941, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα, όταν βρήκε έξω από το σπίτι της τραυματισμένο τον Αυστραλό στρατιώτη Τζον Ουίλσον και τον περιέθαλψε. Από αυτόν έμαθε για πρώτη φορά ότι πολλοί Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος είχαν απομείνει στην Αθήνα και στην Κοκκινιά. Το επικίνδυνο έργο της συνοδείας του Ουίλσον στον σταθμό των Α’ Βοηθειών ανέλαβε ο γιός της Γιώργος. Εκεί τον φρόντισε ο γιατρός Γ. Κανελλόπουλος, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε έναν από τους πρώτους πυρήνες της ομάδας της Καραγιάννη. Όταν πλέον ο Ουίλσον συνήλθε και έβγαινε μόνος στην Αθήνα, εξαιτίας απρόσεκτων κινήσεών του, συνελήφθη από τους Γερμανούς και έγινε γνωστή η προστασία που του παρείχε η οικογένεια της Καραγιάννη. Αμέσως συνελήφθη ο Γιώργος Καραγιάννης και κατηγορήθηκε για παροχή βοήθειας προς τους Άγγλους. Λίγες μέρες αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει από τις φυλακές Αβέρωφ και ανέβηκε στον Ελικώνα, όπου εντάχθηκε στο επιτελείο του Ντον Στόττ και εκτελούσε χρέη γραμματέως και συνδέσμου των Άγγλων.


Από τότε άρχισαν οι διώξεις της οικογένειας Καραγιάννη. Σε αντίποινα για τη δραπέτευση του Γιώργου συνελήφθησαν οι δύο αδελφές του, Ιωάννα και Ηλέκτρα αλλά στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθερες, όταν ο Ουίλσον στη διάρκεια της ανάκρισης αρνήθηκε πως τις γνώριζε.


Παρά τις πρώτες αυτές διώξεις η Λέλα Καραγιάννη συνέχισε το έργο της περίθαλψης των συμμάχων στρατιωτών, συγκεντρώνοντας τρόφιμα και χρηματικά ποσά. Σύντομα συγκρότησε την οργάνωση “Μπουμπουλίνα” για την απόκρυψη, την περίθαλψη και την φυγάδευση Βρετανών και άλλων συμμάχων στρατιωτικών.


Στη μονή τον Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων


Μία από τις πρώτες αντιστασιακές πράξεις της Καραγιάννη ήταν η προμήθεια με τρόφιμα και φάρμακα των Βρετανών στρατιωτών, που είχαν βρει καταφύγιο στη Μονή Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων. Οι μοναχές τους είχαν κρύψει τόσο καλά κοντά στο μοναστήρι, στη θέση “σπηλιά του Αβραάμ”, ώστε οι Γερμανοί παρά τις συνεχείς και επανειλημμένες έρευνες, δεν μπόρεσαν να τους εντοπίσουν. Κατά τη διάρκεια της δίμηνης παραμονής τους στις κρυψώνες του μοναστηριού, τους επισκέφθηκε περίπου είκοσι φορές η Καραγιάννη, μεταμφιεσμένη κάθε φορά διαφορετικά, φέρνοντας τρόφιμα, που δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή στο μοναστήρι αλλά και φάρμακα και άλλα εφόδια. Φυσικά το ταξίδι αυτό από την Αθήνα στο μοναστήρι των Μεγάρων ήταν για την εποχή μία περιπέτεια που έκρυβε πολλούς κινδύνους. Η Καραγιάννη έφευγε το πρωί από την Αθήνα για τα Μέγαρα και στη συνέχεια κατευθυνόταν στη μονή, που απείχε μιάμιση ώρα με τα πόδια και επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο. Ιδιαίτερη εντύπωση είχε προκαλέσει στην ηγουμένη Ιεροθέα Πανταλέοντος η ακλόνητη πίστη της Καραγιάννη στην τελική νίκη, η αγάπη της προς την πατρίδα και η πεποίθησή της πως με τις ενέργειές της θα κατόρθωνε να φυγαδεύσει τους συμμάχους σύντομα.


Η πρώτη φυλάκιση (Οκτώβριος 1941-Απρίλιος 1942)


Σύντομα η δράση της Λέλας Καραγιάννη έγινε γνωστή και στις 23 Οκτωβρίου 1941 συνελήφθη από την ιταλική αστυνομία. Την κατέδωσαν ένας δάσκαλος, που είχε λυγίσει από τα βασανιστήρια και ένας Άγγλος λοχίας ο Χένρυ Λόρεν, που, για να αποφύγει τις ταλαιπωρίες και την κακοποίηση, έγινε καταδότης των Γερμανών. Ευτυχώς το καταφύγιο της οργάνωσης διαλύθηκε έγκαιρα και έτσι κανείς από αυτούς που κρύβονταν, δεν συνελήφθη. Την ίδια μέρα όμως της σύλληψής της, συνελήφθη και ο σύζυγός της, που μέσα στη φυλακή έμαθε ότι η σύζυγός του είχε δηλώσει το πατρικό της όνομα, Λέλα Μηνοπούλου, στην προσπάθειά της να πείσει τους Ιταλούς ότι βρίσκονταν σε διάσταση και έτσι να γλυτώσει τουλάχιστον αυτός. Στις ανακρίσεις που έγιναν, δεν αποδείχθηκε καμία από τις κατηγορίες, γιατί και οι δύο αρνήθηκαν τα πάντα και επιπλέον στην κατά αντιπαράσταση ανάκριση επέμεναν ότι βρίσκονταν σε διάσταση. Τελικά ο Νίκος Καραγιάννης μετά από δίμηνη φυλάκιση στις φυλακές Αβέρωφ, απελευθερώθηκε με βούλευμα στις 6 Δεκεμβρίου 1941.


Ενώ βρισκόταν στη φυλακή η Καραγιάννη αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στις φυλακισμένες, λόγω του θάρρους και της αλύγιστης στάσης που έδειξε. Εξάλλου με δαπάνες της οικογένειάς της φρόντιζε για την διατροφή των συνεργατών της και των συγκρατουμένων της. Στο μεταξύ είχε έρθει ο σκληρός χειμώνας του 1941-1942 και η πείνα αποδεκάτιζε τους κατοίκους της Αθήνας. Οι εικόνες των εξαθλιωμένων ανθρώπων που συγκεντρώνονταν γύρω από τη φυλακή για να επιβιώσουν, ξεδιαλέγοντας τα αποφάγια των φυλακισμένων, την κλόνισε και έτσι εδραιώθηκε η πίστη της ότι το έργο της οργάνωσης δε θα έπρεπε να περιοριστεί μόνο στη βοήθεια των Άγγλων αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει σε σκληρά χτυπήματα κατά των Γερμανών. Μέσα από τη φυλακή έστελνε σημειώματα στο σύζυγό της, μέσω της υπαλλήλου των φυλακών Βασιλικής Παπαδοπούλου, με τα ονόματα εκείνων των πατριωτών που κινδύνευαν αλλά και των καταδοτών, έτσι ώστε τα μέλη της οργάνωσης να παίρνουν τα μέτρα τους.


Μετά την αποφυλάκισή του ο Ν. Καραγιάννης γνωρίστηκε με τρεις αντιφασίστες Ιταλούς αξιωματικούς οι οποίοι συνέβαλαν στην αποφυλάκιση της Λέλας. Επρόκειτο για το στρατηγό Μαρτορέλλι, τον έφεδρο υπολοχαγό Ρεκαλμπούτο, που ήταν δικηγόρος και τον ταγματάρχη Ερρίκο Περρικόνε, προϊστάμενο της γραμματείας του στρατοδικείου. Στη δίκη της Καραγιάννη ο μόνος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο δάσκαλος, που την είχε καταδώσει. Όμως ο φίλος της οικογένειας και συνεργάτης της οργάνωσης γιατρός Βακατάτσης τον έπεισε να επανορθώσει, δηλώνοντας ότι η συγκεκριμένη γυναίκα δεν ήταν η Καραγιάννη, την οποία αυτός είχε κατονομάσει. Τελικά κηρύχθηκε αθώα και απελευθερώθηκε ύστερα από εφτά μήνες κράτηση τον Απρίλιο του 1942.


Μετά την αποφυλάκισή της συνέχισε να φροντίζει τις συντρόφους της στη φυλακή, στέλνοντάς τους τρόφιμα. Η αντιστασιακή δράση της Καραγιάννη, η απόκρυψη και η φυγάδευση Άγγλων στρατιωτών αποτελούσε το κύριο θέμα συζήτησης στις φυλακές του Αβέρωφ. Μάλιστα κυκλοφορούσε η φήμη ότι οι δραστηριότητές της ήταν μεγαλύτερες από ό,τι όλοι πίστευαν. Με την όλη δράση της είχε γίνει αντικείμενο θαυμασμού και αγάπης ακόμη και από γυναίκες, που δεν την είχαν γνωρίσει.


Ο δεύτερος κύκλος της δράσης (Μάιος 1942 – Ιούνιος 1944)


Φυγαδεύσεις συμμάχων στρατιωτών


Μετά την απελευθέρωσή της η Καραγιάννη όχι μόνο δεν περιόρισε την δράση της αλλά ανασυγκρότησε τη ‘Μπουμπουλίνα”. Το στρατηγείο της οργάνωσης μεταφέρθηκε στο σπίτι της Βεατρίκης Ζρεκ. Βασικό της έργο ήταν η ανεύρεση, η απόκρυψη, η υγιεινομική περίθαλψη, ο εφοδιασμός, σε ορισμένες περιπτώσεις, με ελληνικές πλαστές ταυτότητες και τελικά η φυγάδευση των συμμάχων στρατιωτών στη Μέση Ανατολή και στην ύπαιθρο. Το εγχείρημα αποδείχθηκε πολύ δύσκολο, γιατί οι Γερμανοί είχαν οργανώσει πολύ πυκνό δίκτυο πρακτόρων. Έτσι πολλοί έπεφταν στα χέρια των εχθρών πριν ακόμη ξεκινήσουν. Εξάλλου σε άλλες περιπτώσεις την απασχόλησε η παροχή αρωγής σε Βρετανούς της υπαίθρου και των φυλακών Αβέρωφ.


Ο Ηλίας Χρυσίνης, καπετάνιος σε πετρελαιοκίνητα, και ο Λευτέρης Μπαστουνόπουλος, ιδιοκτήτης ενός καϊκιού διόμισυ τόνων, του ‘’Ελσινιαντόρ” αποτέλεσαν το πλήρωμα του μικρού σκάφους που ανέλαβε την πρώτη αποστολή για την φυγάδευση των Βρετανών αξιωματικών Φάρραν και Σίγκλερ, δύο στρατιωτών και του Πολωνού Κούπα Φάϋλαρ, που είχε βοηθήσει στις αποδράσεις. Τα έξοδα της αποστολής ανέλαβαν ο Γεώργιος Αβέρωφ και η ίδια η Καραγιάννη. Η αποστολή αυτή ύστερα από πολλές περιπέτειες είχε αίσιο τέλος.


Ως τόπος αναχώρησης των αποστολών στην αρχή χρησιμοποιήθηκε η Φρεαττύδα. Στη συνέχεια η Κερατέα αλλά και άλλες θέσεις στην Εύβοια, στην Αντίπαρο και στο Πασαλιμάνι.


Τον Απρίλιο του 1942 η Καραγιάννη γνωρίστηκε με τον υπολοχαγό Γιώργο Κουτρουμπέλλη. Του ανέθεσε να συνοδεύει Βρετανούς που θα διέφευγαν από την Κάρυστο και να παίρνει πληροφορίες για τις εγκαταστάσεις των Γερμανών. Του προμήθευσε πλαστή ταυτότητα με το όνομα Γιώργος Ποταμιάνος, που ήταν δήθεν έμπορος κρεμμυδιών. Οι σύμμαχοι, που φυγαδεύονταν, ταξίδευαν μαζί του σε ομάδες δύο – τριών ατόμων, δήθεν σαν υπάλληλοι του. Ανάμεσα στα καΐκια που έκαναν την επικίνδυνη διαδρομή Κάρυστος- Τουρκία ήταν και τρία μικρά πετρελαιοκίνητα. Από τον Ιανουάριο του 1943 οι μεταφορές συμμάχων στρατιωτών γίνονταν με το καΐκι του Γιώργου Μαμαλάκη, συνεργάτη της Λ. Καραγιάννη.



Πράκτορες της “Μπουμπουλίνας” σε γερμανικές μονάδες


Εκτός από την απόκρυψη και την φυγάδευση συμμάχων στρατιωτών, η Καραγιάννη οργάνωσε δίκτυο αντικατασκοπείας, με ικανούς συνεργάτες σε όλες τις εχθρικές στρατιωτικές υπηρεσίες και σε στενή συνεργασία με το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Στο δίκτυο της οργάνωσης μετείχαν ενεργά ο σύζυγος και τα παιδιά της.


Βασικός συνεργάτης της Λ. Καραγιάννη ήταν ο Ζήσιμος Παρτίδης, που συνδέθηκε με την οργάνωση, με τη μεσολάβηση του φοιτητή της Νομικής Ιωάννη Κωστόπουλου. Τον Αύγουστο του 1943 ήρθε στην Αθήνα ένα τάγμα της Μεραρχίας του Βράδεμπουργκ, το οποίο διοικούσε ο έφεδρος λοχαγός Χόλμαν. Πολεμούσε τους αντάρτες με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο. Ο Παρτίδης, σύμφωνα με σχέδιο της Καραγιάννη, έγινε επίσημος διερμηνέας του Χόλμαν, με επίσημη σύμβαση για ένα χρόνο υπηρεσίας στο γερμανικό στρατό και από την θέση αυτή πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα. Η Καραγιάννη τον ενθάρρυνε να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατακραυγή γνωστών και φίλων, που τον έβλεπαν να συνεργάζεται φανερά με τους Γερμανούς. Αυτός σε τακτά διαστήματα έφερνε όπλα από τη μονάδα του, η οποία στην αρχή στρατοπέδευσε στα Βίλλια και στη συνέχεια στη Λειβαδιά, στη φαρμακοποθήκη του Καραγιάννη. Εκεί συναντούσε την Λέλα στην οποία παρέδιδε τις αναφορές του και έπαιρνε λεπτομερείς οδηγίες για τις μελλοντικές ενέργειές του.


Η κύρια εντολή της Καραγιάννη προς τον Παρτίδη ήταν να παρέχει βοήθεια σε όλες τις αντάρτικες ομάδες της περιφέρειας, ασχέτως ιδεολογίας, διότι, εφόσον χτυπούσαν τους Γερμανούς, επιτελούσαν εθνικό έργο. Ήταν φανερό ότι γι’ αυτήν δεν υπήρχαν “δεξιοί” και “αριστεροί’. Πίστευε βαθιά στον αγώνα της Εθνικής αντίστασης και επισημαίνοντας τη σημασία της ενότητας τόνιζε χαρακτηριστικά: ‘’Όλα τα δάκτυλα του χεριού πρέπει να κλείσουν σε γερή γροθιά, που θα τσακίσει τα μούτρα των Γερμανών’’. Πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις ο Παρτίδης απέτρεψε την εξόντωση ανταρτών του ΕΛΑΣ, όπως στο Κυριάκι της Βοιωτίας και με την συνεργασία της Καραγιάννη ματαίωσε πλεκτάνη εναντίον του συνταγματάρχη Ψαρρού. Ως τον Δεκέμβριο του 1943 κράτησε η δράση του δικτύου Καραγιάννη- Παρτίδη στη Λειβαδιά. Έτσι ματαιώθηκαν πολλά σχέδια των Γερμανών για επιθέσεις, καταδόσεις και συλλήψεις. Ο Παρτίδης κρατούσε ενήμερη την Καραγιάννη για όλες τις υποθέσεις που μπορούσαν να ενδιαφέρουν την ελληνική αντίσταση.


Άλλη σημαντική συνεργάτης της οργάνωσης ήταν η ελληνογερμανίδα, Μαρίχεν Γκλόκερ, με το ψευδώνυμο “Σπίθα”, που ήρθε στην οργάνωση με τις προσπάθειες του Κυρ. Γραφόπουλου. Εργαζόταν στο γερμανικό ναυαρχείο και για οκτώ μήνες, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Μάιο του 1944, έδινε πολύτιμες πληροφορίες, όπως τα δελτία των βαποριών, που έφευγαν από τον Πειραιά και την Πάτρα με όλες τις λεπτομέρειες: όνομα, χωρητικότητα, φορτίο και λιμάνι προορισμού. Αργότερα αποσπάστηκε για λίγο καιρό στο αεροδρόμιο Τατοΐου, όπου έμαθε τις υπόγειες κρύπτες καυσίμων και τις θέσεις, όπου έκρυβαν τα αεροπλάνα οι Γερμανοί και έφτιαξε διάγραμμα γι’ αυτά. Το παρέδωσε στην Καραγιάννη στις 2 Ιανουαρίου 1944. Σε δέκα μέρες έγινε αεροπορικός βομβαρδισμός από τους συμμάχους που προκάλεσε μεγάλη καταστροφή. Επίσης της παρέδωσε λεπτομερέστατο σχέδιο του αεροδρομίου Ελευσίνας.


Η Μάρτζορυ Δημοπούλου, κόρη της Φερεντίνου, που εργαζόταν για την οργάνωση “Απόλλων” έγινε συνεργάτης της Μπουμπουλίνας μετά την αποφυλάκισή της το 1942. Η Καραγιάννη της έδινε πολύ σημαντικά μηνύματα ή σχέδια για τον “Απόλλωνα”, τα οποία προέρχονταν από το γερμανικό ναυαρχείο. Η Δημοπούλου έφερε την Καραγιάννη σε επαφή με τους αρχηγούς μιάς ομάδας του “Απόλλωνα”, που ήταν γνωστή με το όνομα “Βύρων ή Βύρωνες’’. Αρχηγοί της ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης, δημοσιογράφος και λογοτέχνης και ο Λουκάς Λιναράς, υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι “Βύρωνες” συνεργάστηκαν στενά με την “Μπουμπουλίνα”. Από τον Μάρτιο όμως του 1943, οπότε αποκαλύφθηκε η δράση τους, έζησαν στην παρανομία, καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς.


Η Γκρέτα Ζαφειροπούλου, γερμανίδα που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο, μπήκε στην ομάδα της Καραγιάννη. Το έργο της ήταν να παίρνει πληροφορίες από Γερμανούς που εργάζονταν σε υπηρεσίες κατασκοπείας και να τις μεταφέρει στην Καραγιάννη. Επίσης βοήθησε αποφασιστικά στην μεταφορά των πρώτων εννιά αιχμαλώτων από την Κοκκινιά στην Αθήνα.


Εξάλλου ο Μένης Παπαδόπουλος, διευθυντής του κινηματογράφου ‘’Ατθίς”, φιλοξένησε πολλούς φυγάδες και γνωρίστηκε με τον αξιωματικό Ζοζέφ Μάρκοβιτς, Κροάτη- Εβραίο στην καταγωγή, ο οποίος για δύο χρόνια έδινε πληροφορίες για την κίνηση μηχανοκίνητων μονάδων του γερμανικού στρατού και προμήθευσε την οργάνωση με πιστόλια.


Ο ξεναγός Ηλίας Σκηνίτης, συνεργάτης της “Μπουμπουλίνας” αντλούσε πληροφορίες από τον αντιχιτλερικό αξιωματικό Φρίτς Λίντερ, που υπηρετούσε στην Κομμαντατούρ σε εμπιστευτική θέση. Πληροφορίες για μονάδες ξηράς, θάλασσας και αέρος, για τα ονόματα πρακτόρων που έφευγαν στη Μέση Ανατολή, φωτογραφίες τους, το λιμάνι από το οποίο ξεκινούσαν και το όνομα του πλοίου. Και ένας άλλος αντιχιτλερικός αξιωματικός, ο Τ. Χορστάϊν, που υπηρετούσε στα ανακριτικά γραφεία της Κομμαντατούρ, εργάστηκε για την “Μπουμπουλίνα”. Εξαφάνιζε ή αλλοίωνε καταθέσεις και ονόματα, της έστελνε πληροφορίες για ανθρώπους που κινδύνευαν αλλά και για καταδότες. Έτσι χάρη στην πολύτιμη βοήθειά του σώθηκαν πολλοί πατριώτες που ήταν καταδικασμένοι.


Το έργο της έκδοσης πλαστών ταυτοτήτων για τους Βρετανούς είχαν αναλάβει ο υπαστυνόμος Γιώργος Μικρούλης και ο αρχιφύλακας Γιώργος Καρβέλας. Ο Μικρούλης κατόρθωσε να προσεγγίσει τον αυστριακό ανθυπολοχαγό Σάουχμαν, που υπηρετούσε στο γραφείο του ανώτερου στρατιωτικού διοικητή και του ναυτικού ακόλουθου Λήντιχ. Οι πληροφορίες που έδινε στην Καραγιάννη αφορούσαν τα φράγματα των ναρκών, που έκαναν οι Γερμανοί στα Μακεδονικά και Θρακικά παράλια, στην Κρήτη και στο Αιγαίο. Επίσης της παρέδιδε αντίγραφα πρακτικών από τις μυστικές συσκέψεις αξιωματικών του Επιτελείου, που γίνονταν στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας.


Άλλοι συνεργάτες της “Μπουμπουλίνας


Οι συνεργάτες της Καραγιάννη προέρχονταν από όλο σχεδόν το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Ανάμεσά τους υπήρχαν φοιτητές, στρατιωτικοί, γιατροί, διπλωμάτες, έμποροι, βιομήχανοι ακόμη και εκκλησιαστικοί άνδρες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του λοχαγού Θεόδωρου Κανελλόπουλου, που ετοίμασε για την οργάνωση λεπτομερή διαγράμματα για τις λιμενικές εγκαταστάσεις του Πειραιά και για την περιοχή του χώρου βενζίνης, τάνκς και αντιαρματικών πυροβόλων στον Παράδεισο Αμαρουσίου.


ο φοιτητής Γιάννης Χούπης, ασχολήθηκε με το δύσκολο έργο του εντοπισμού των κινητών ραδιογωνιόμετρων των Γερμανών, που εύρισκαν τους μυστικούς πομπούς των αντιστασιακών οργανώσεων. Τον Νοέμβριο του 1943, με το συνεργάτη του Νίκο Θεοτοκάτο, σπουδαστή του Πολυτεχνείου και γερμανομαθή, υπέβαλαν έκθεση στην οργάνωση, σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί διέθεταν τρία αυτοκίνητα “Opel”, εφοδιασμένα με πομπό μακράς απόστασης, δέκτη και ραδιογωνιόμετρο, με τους ίδιους πάντοτε οδηγούς, αλλά με αριθμούς κυκλοφορίας που άλλαζαν τακτικά, τα οποία έκαναν συχνές διαδρομές προς τις περιοχές Μεσόγεια, Κορωπί, Μαρκόπουλο, Σούνιο. Η εργασία αυτή ήταν από τις καλύτερες επιτυχίες του δικτύου Καραγιάννη.


Ο Σπύρος Κώτσης, αρχηγός για ένα διάστημα της ομάδας “Μίδας 614’’, όταν σκοτώθηκε ο Γιάννης Τσιγάντες, ήταν συνεργάτης της. Κυκλοφορούσε με μιά πλαστή ταυτότητα ως υπαστυνόμος, με το όνομα Γιάννης Καραχάλιος και έδρασε σε όλους τους τομείς: πληροφορίες, διαβιβάσεις, εξουδετερώσεις προδοτών και διασώσεις πατριωτών.


Φίλος και συνεργάτης της ήταν ο επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου Ευδόκιμος, τον οποίο οι Γερμανοί απομάκρυναν από την επαρχία του, γιατί πολέμησε εναντίον τους και καυτηρίαζε τις ωμότητές τους και εμψύχωνε τους πιστούς. Όμως και στην Αθήνα συνέχισε τη δράση του. Γνωρίστηκε με την Καραγιάννη και έγινε ο σύνδεσμός της με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.


Ο φοιτητής Γιάννης Κωστόπουλος εντάχθηκε στην οργάνωση της Καραγιάννη. Εντόπισε μία ομάδα από δεκαπέντε Κύπριους, που είχαν επικεφαλής τον λοχία Νίκο Ζαμβακίδη από την Κύπρο. Η Καραγιάννη τους περιέθαλψε για λίγο διάστημα και έκρυψε ορισμένους στο καταφύγιο που είχε νοικιάσει στην οδό Ιεροσολύμων 44, όπου έμενε η συνεργάτης της Μαρία Γκίκα. Αργότερα τους έστειλε στην περιφέρεια Μεγάρων με οπλισμό που είχε εξασφαλίσει μετά την κατάρρευση της Ιταλίας. Εκεί ο Ζαμβακίδης συνδέθηκε με πατριώτες Μεγαρίτες και έπαιρνε πληροφορίες για όσες ανακρίσεις έκανε και όσους καταδότες είχε η γερμανική στρατιωτική αστυνομία των Μεγάρων. Της έδινε πληροφορίες για την κίνηση του αερολιμένα του Μεγάλου Πεύκου και σχέδια για Το μέρος όπου οι Γερμανοί κρύβανε όπλα. Επίσης η Καραγιάννη του ανέθεσε να εξακριβώσει τους στρατωνισμούς που υπήρχαν στα περίχωρα των Αθηνών και τα οχυρωματικά τους έργα. Πράγματι έκανε μία σημαντική εργασία για σημαντικά στρατιωτικά σημεία που υπήρχαν στα περίχωρα των Αθηνών από τη Βουλιαγμένη ως το Μαρούσι και την Αγία Παρασκευή.


Γενικά η περίοδος από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Μάρτιο του 1944 ήταν η λαμπρότερη για την “Μπουμπουλίνα” στον κλάδο των πληροφοριών. Εκπονήθηκαν σχέδια για οχυρώσεις και αεροδρόμια, εξουδετερώθηκαν καταδότες και σώθηκαν πολλοί πατριώτες. Με βάση τις πληροφορίες που έδινε η Καραγιάννη, σι συμμαχικές δυνάμεις τορπίλισαν πολλά γερμανικά πλοία. Συχνά ο ραδιοσταθμός της Μ. Ανατολής έστειλε συγχαρητήρια στο “άρωμα”, όπως ήταν το ψευδώνυμο της.


Οι σχέσεις της “Μπουμπουλίνας” με τον ΕΔΕΣ


Κατά την περίοδο 1942-1943 εκτός από την ανταλλαγή πληροφοριών, η “Μπουμπουλίνα” προμήθευε την οργάνωση του ΕΔΕΣ με όπλα και πυρομαχικά. Εξάλλου το 1943 Γιώργος Καραγιάννης, με τη συνεισφορά διαφόρων φαρμακοποιών και φαρμακεμπόρων, συγκέντρωσε υγειονομικό υλικό και το παρέδωσε στον ΕΔΕΣ.


Ο Ευθύμιος Μπάρδης, μέλος της Κεντρικής Διοικούσης Επιτροπής του ΕΔΕΣ, ο οποίος με εντολή του Ν. Ζέρβα, είχε εισχωρήσει στο γερμανικό στρατηγείο Αεροπορίας, παρείχε στην “Μπουμπουλίνα” πληροφορίες στρατιωτικής και αεροπορικής φύσεως, που αφορούσαν κυρίως το πρόγραμμα των ημερών υπηρεσίας για καθένα από τα αεροδρόμια που βρίσκονταν γύρω από την Αθήνα. Οι πληροφορίες αυτές αποδείχθηκαν σημαντικές, γιατί, εφόσον οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν καθένα από τα αεροδρόμια με ορισμένη σειρά ημερών, συγκεντρώνοντας σ’ αυτά κάθε κίνηση μεταφορών και επιδρομών, αποτελούσαν εύκολο στόχο για δολιοφθορές εκ μέρους των Ελλήνων.


Οι σχέσεις με τις βρετανικές αποστολές των βουνών


Την άνοιξη του 1942 και ενώ η αντίσταση είχε εξαπλωθεί στα βουνά, η Καραγιάννη συνειδητοποιώντας τη νέα τροπή του αγώνα κατά των κατακτητών, έθεσε δύο νέους στόχους: πρώτον, την διευκόλυνση μετάβασης Βρετανών στα βουνά και δεύτερον την εύρεση όπλων για τους αντάρτες. Από τότε το αρχηγείο της οργάνωσης έγινε ένα μικρό οπλοστάσιο. Ανέπτυξε σχέσεις με όλες τις βρετανικές αποστολές των βουνών. Βασικοί συνεργάτες στη συγκέντρωση και αποστολή των όπλων ήταν εκτός από τον γιό της Γιώργο και τον φίλο του Γραφόπουλο, ο ανηψιός της Αντώνης Καραγιάννης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και Ευθύμιος Μπάρδης.


Την ίδια χρονική περίοδο απέκτησε επαφή με την αγγλική αποστολή Παρνασσίδας και με το αγγλικό ναυαρχείο. Ταυτόχρονα άρχισε την συγκρότηση δικτύων πληροφοριών. Το 1943 η επαφή της με τις αγγλικές αποστολές της υπαίθρου έγινε στενότερη. Συνεργάστηκε με ανώτατους αξιωματικούς της αγγλικής αποστολής, όπως με τον αρχηγό της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής, ταξίαρχο Έντι Μάγιερς και με τον αναπληρωτή του, τον ικανό ελληνομαθή ταγματάρχη Κρίς Γούντχαουζ, που είχαν ως αποστολή από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τον συντονισμό του αναπτυσσόμενου αντάρτικου κινήματος.


Στα τέλη του 1943, όταν έγινε φανερή η πρόθεση των συμμάχων να επιτεθούν στις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν οι Γερμανοί στα παραλιακά μέρη, η Καραγιάννη προσπάθησε μέσω των συνεργατών της, να συγκεντρώσει σχετικές πληροφορίες, για να τις στείλει στις αγγλικές υπηρεσίες εξωτερικού και υπαίθρου. Ήταν φανερό ότι αποτελούσε σημαντικό πληροφοριοδότη των συμμάχων.


Το δίκτυο πληροφοριών που δημιούργησε η Καραγιάννη, συνεργάστηκε και με το δίκτυο Χάτκινσον- Στούαρτ. Επρόκειτο για δύο Βρετανούς αξιωματικούς από τους πρώτους που περιέθαλψε η Καραγιάννη. Το δίκτυο αυτό είχε δικό του πομπό και ασυρματιστή. Η Λέλα μετέδιδε όλες τις πληροφορίες της που αφορούσαν κινήσεις στρατευμάτων, νέους καταυλισμούς, αποθήκες καυσίμων και αφύλακτες διαβάσεις των Αθηνών. Όταν διαλύθηκε το δίκτυο Χάτκινσον-Στιούαρτ έδινε τις πληροφορίες της στις αποστολές του βουνού αλλά και στο Σπύρο Κώτση.


Εξάλλου η “Μπουμπουλίνα” παρέδιδε εφόδια στους Βρετανούς που κρύβονταν στα βουνά στα Μέγαρα. Τον Αύγουστο του 1942 οι Ιταλοί συνέλαβαν την συνεργάτη της οργάνωσης Νίκη Χωμενίδου, η οποία με την βοήθεια του Ιπ. Διάμεση, είχε αναλάβει αυτή την αποστολή. Η κατηγορία που της απέδωσαν ήταν ότι έκρυβε στο σπίτι της Βρετανούς· γι’ αυτό καταδικάστηκε σε επταετή φυλάκιση και μεταφέρθηκε στην Ιταλία.


Τα οικονομικά της οργάνωσης


Η “Μπουμπουλίνα” δεν είχε καμία οικονομική ενίσχυση. Λειτουργούσε με δικά της οικονομικά μέσα, χωρίς καμία επίσημη εξάρτηση από ελληνική ή συμμαχική υπηρεσία, χωρίς επιχορηγήσεις και ευκολίες. Μόνο στην αρχή της δράσης της την βοήθησαν ορισμένοι Έλληνες, όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ με τρόφιμα και φάρμακα για τα καταφύγια, ο Αλέξανδρος Πάλλης με χρηματικά βοηθήματα και ο Τάκης Παπαστράτος με βοηθήματα και τσιγάρα.


Η Λέλα είχε αναλάβει όλα τα οικονομικά βάρη του δικτύου αλλά βέβαια υπήρξαν και συνεργάτες της που ανέλαβαν με δικά τους έξοδα τις επικίνδυνες αποστολές τους. Για να ανταποκριθεί στο έργο της περίθαλψης και της αποστολής των Βρετανών στρατιωτών η Καραγιάννη αφού διέθεσε όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, προχώρησε ακόμη και στην εκποίηση των κοσμημάτων της.


Η δράση της στο νοσοκομείο


Την άνοιξη του 1944 η υγεία της Καραγιάννη είχε πλέον κλονιστεί σοβαρά. Παρά την αρχική της άρνηση, πείστηκε από τους γιατρούς συνεργάτες της, Μιχ. Σαρακηνό και Π. Βακατάτση να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Ακόμη όμως και από εκεί συνέχισε την αντιστασιακή της δράση. Ο ιατρός Σαρακηνός, την παρουσίασε ως αδελφή του και της παραχώρησε το δωμάτιο του, που το μετέτρεψε σε στρατηγείο της. Οι συνεργάτες της εξακολούθησαν να της στέλνουν δελτία πληροφοριών μέσω του νέου συνδέσμου της Γιάννη Ελεφαντινού, που είχε κατεβεί από το βουνό. Είχε καθημερινές συναντήσεις μαζί του, και αυτός εκτελούσε τις εντολές. Αρκετές φορές είχε βγει κρυφά από το νοσοκομείο για να συναντηθεί μεταμφιεσμένη με Βρετανό αξιωματικό του Ναυτικού και να του δώσει πληροφορίες. Ακόμη και κιβώτια με υγειονομικό υλικό και χειρουργικά εργαλεία προμήθευσε τον ΕΔΕΣ, μέσω του συνεργάτη της Ευθ. Μπάρδη με την βοήθεια του γιατρού Γ. Κανελλόπουλου και του διευθυντή Δεουδέ. Επίσης εξακολούθησε να αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για το στρατηγείο του Ν. Ζέρβα.



Η σύλληψη και η εκτέλεση


Στα τέλη Μαρτίου 1944 συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια ο Αλέκος Ιωαννίδης, αρχηγός μιάς ομάδας της οργάνωσης “Απόλλωνα”, που ήταν γνωστή με το όνομα “Πάρις”. Στην ανάκριση, ύστερα από τα βασανιστήρια που υπέστη, αποκάλυψε ονόματα μελών της οργάνωσης του “Απόλλωνα”. Οι Γερμανοί στη συνέχεια συνέλαβαν άλλα σαράντα περίπου μέλη του Απόλλωνα και ανάμεσά τους τον Καζακόπουλο, με ολόκληρο το μυστικό αρχείο του. Αυτό ανάμεσα στα άλλα έγγραφα περιείχε και ένα που επιβεβαίωνε την αντιστασιακή δράση της Καραγιάννη και τη συνεργασία της με τον “Απόλλωνα”. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την δράση της Λέλας Καραγιάννη.


Στις 10 Ιουλίου οι Γερμανοί συνέλαβαν τα παιδιά της, την Ηλέκτρα, την Ιωάννα, τον Βύρωνα και τη μικρή Νεφέλη. Ο Βύρων, που τότε ήταν μόλις 17 ετών, αν και βασανίστηκε φρικτά από τα Ες-Ες προκειμένου να δώσει πληροφορίες για την δράση της μητέρας του και του αδελφού του Γιώργου, που βρισκόταν στο βουνό, δεν λύγισε. Λίγο αργότερα οι Γερμανοί συνέλαβαν και τον Νέλσωνα.


Η ίδια η Καραγιάννη συνελήφθη στις 11 Ιουλίου 1944, ενώ βρισκόταν άρρωστη στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Οδηγήθηκε στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν και την υπόθεση ανέλαβε ο αδίστακτος ανακριτής Μπέκε, που την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, σωματικά και ψυχολογικά. Επειδή όμως παρά ταύτα δεν μπόρεσε να αποσπάσει ομολογία της, έκλεισε τον φάκελο της ανάκρισης χαρακτηρίζοντάς την ως την “μεγαλύτερη κατάσκοπο των Βαλκανίων”. Στη συνέχεια την οδήγησαν στην απομόνωση του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, όπου με ιδιαίτερο σθένος και πατριωτισμό αντιμετώπισε τα μαρτυρικά βασανιστήρια των ίδιων των παιδιών της. Οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 σε μία χαράδρα στη Μονή του Δαφνίου μαζί με 72 ακόμη Ελληνίδες και Έλληνες αγωνιστές της εθνικής αντίστασης. Η Λ. Καραγιάννη αντιμετώπισε τα απάνθρωπα βασανιστήρια αλλά και το εκτελεστικό απόσπασμα με τον ίδιο απαράμιλλο ηρωισμό, που διέκρινε όλη της την δράση. Μέχρι την τελευταία στιγμή εμψύχωνε τους συναγωνιστές της και πέθανε τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο.


Τα δύο αγόρια της, ο Βύρων και ο Νέλσων, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο, σώθηκαν την τελευταία στιγμή χάρη στις απεγνωσμένες προσπάθειες του πατέρα τους και στη μεσολάβηση φιλικού του ζεύγους προς ανώτερο γερμανό αξιωματούχο.


Ο χαρακτήρας της


Σύμφωνα με τις καταθέσεις των ανθρώπων που την γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί της, η Καραγιάννη παρουσίαζε όλα τα προσόντα των εξαιρετικών προσωπικοτήτων. Ήταν ενθουσιώδης, ευφυής, γεμάτη ενεργητικότητα και εργάστηκε με πίστη και ανιδιοτέλεια, προσφέροντας τα πάντα στον αγώνα κατά των κατακτητών. Το κυριότερο μειονέκτημά της ήταν ότι, κρίνοντας όλους με μέτρο τον εαυτό της, δεχόταν χωρίς συζήτηση την καλή τους πίστη. Φαίνεται ότι αυτή ακριβώς η αδυναμία την οδήγησε καταρχάς το 1942 σε ολιγόμηνη φυλάκιση και τελικά στην εκτέλεση. Σε πολλές περιπτώσεις διάφοροι οικειοποιήθηκαν πολύτιμες υπηρεσίες της Καραγιάννη και τις παρουσίασαν ως δικές τους.


Εκτός από τα άλλα προτερήματά της όλες τις πράξεις της τις διέκρινε η ευγένεια και ένας αφάνταστος, αυθόρμητος και πηγαίος αλτρουισμός. Μιλούσε με αγάπη και θαυμασμό για τους Βρετανούς και πίστευε ότι η Ελλάδα δεν είχε άλλη ισχυρή σύμμαχο εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία. Επρόκειτο για μία γυναίκα την οποία διέκρινε αφάνταστη γοητεία και επιβολή συγχρόνως. Στους συνεργάτες της ενέπνεε αμέσως αίσθημα εκτίμησης κι σεβασμού.


Οι βραβεύσεις της Λ. Καραγιάννη


Σύντομα στη συνείδηση του ελληνικού λαού το όνομα της Λ. Καραγιάννη ταυτίστηκε με την ηρωίδα μητέρα, μάρτυρα της εθνικής αντίστασης, που πρόσφερε τα πάντα στον αγώνα κατά του κατακτητή. Η προσφορά της οργάνωσης “Μπουμπουλίνα” αναγνωρίστηκε σύντομα και από την πολιτεία, που της απένειμε παράσημα και διακρίσεις. Στις 30 Δεκεμβρίου 1947 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στην ηρωίδα Λέλα Νικολάου Καραγιάννη το “βραβείο αρετής και αυτοθυσίας”. Εξάλλου με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης της 10ης Μαρτίου 1950 “Περί αναγνωρίσεως Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων και Εθνικών Οργανώσεων Εσωτερικής Αντιστάσεως ως και των Αρχηγών και Διοικουσών Επιτροπών αυτών” αναγνωρίστηκε η εθνική δράση και η προσφορά της οργάνωσης “Μπουμπουλίνας” της Λέλας Καραγιάννη. Στις 9 Ιουνίου 1947 βραβεύτηκε από την βρετανική κυβέρνηση για την γενναία της στάση και αναγνωρίστηκε η δράση της.


Ανάλογες τιμητικές διακρίσεις της απένειμαν τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Συγκεκριμένα στις 27 Μαρτίου του 1948 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος Α’ απένειμε “στην ηρωίδα Λέλα Καραγιάννη, που έπεσε για την πίστη, την πατρίδα και την ελευθερία τον σταυρό του Παναγίου Τάφου”.


Τέλος στις 3 Ιανουαρίου 1961 ο πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Χριστόφορος Β’, απένειμε στην Καραγιάννη “τον τίμιον σταυρόν του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Γ’ τάξεως” για τις υπηρεσίες προς τη μητέρα πατρίδα και την θυσία της.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Ομάδα της Καραγιάννη


Ι. Μέλη:


Λέλα Καραγιάννη, Νίκος, Ιωάννα, Ηλέκτρα, Γεώργιος, Βύρων, Νέλσων, Νεφέλη [τα παιδιά της], Σπύρος Κρασσάς, Νίκη Χωμενίδου, Ιπποκράτης Διάμεσης, Δέσποινα Παπαδοπούλου, Παύλος Βακατάτσης (γιατρός), Μαρία Γκίκα, Ευάγγελος Σαρμάς, Ευδοκία Βαρυπάτη, Ελευθέριος Βαρυπάτης, Χρήστος Παπαδόπουλος, Αφοί Παπαβασιλείου, Καλιρρόη Πρωτοψάλτου, Γεώργιος Σαπουντζόγλου, Γεώργιος Μανουσέλης, Ζήσιμος Παρτίδης, Ιωάννης Κωστόπουλος, Ιωάννης Μαρσέλλος, Θεόδ. Κανελλόπουλος (λοχαγός), Νικόλαος Μπάρδης, Ιωάννης Χούπης, Διαμαντής Χούπης, Κυριάκος Γραφόπουλος, Μαρίχεν Γκλόκερ, Ιωάννης Ελεφαντινός, Ανδρέας Κιολός, Αντώνιος Μπόζοβιτς, Γκρέττα Ζαφειροπούλου, Αντώνιος Καραγιάννης, Γεώργιος Μαμαλάκης, Γεράσιμος Κουτρουβέλης.


2. Συνεργάτες:


Ιεροθέα ηγουμένη, Μαργαρίτα Μακρυγιάννη, Ηλίας Χρυσίνης, Ελπίς Χρυσίνη-Μηλαρά, Μπάμπης Κοπελιάρης, Γεώργιος Μικρούλης (υπαστυνόμος) Θεόδωρος Μηλιώτης, Ιωάννης Περιστεράκης, Σωσώ Κανδύλη, Μαρίκα Κρεββατά, Μαρία Πιτσίκα, Ευαγγελία Παράσχου, Νικόλαος Σκουτελάς, Κική Κωστήρογλου, Ελισάβετ Πασχάκη, Πόπη Παπαδοπούλου, Λουκάς Λιναράς, Γιάννης Ιωαννίδης, Ευθύμιος Μπάρδης, Γεώργιος Καζακόπουλος, Βασίλειος Κυριακόπουλος, Έβελυν Καλλινίκου, Φλός Φερεντίνου, Ελευθέριος Σιδηρουργός, Φίλιππος Κάσσος, Νικόλαος Σύρμας, Μάρτζορυ Δημοπούλου, Ιωάννης Μαρνέρης, Εμμ. Λύτινας, Τάσος Γεωργαλάς, Δημήτριος Παπαδάκης, Δημήτριος Σούλος, Σάββας Ιωακείμ, Γεώργιος Κανελλόπουλος (γιατρός), Μιχαήλ Σαρακηνός, Μπιθυμήτρης, Δημήτριος Λάλος (ανθ/γός) Γεώργιος Σεΐδας, Λούλα Ρωσολύμου, Πετράκη, Μεγαλοοικονόμου, Καλαρχάκη, Τζίμυ Καλαρά (ιταλός υπολοχαγός), Πάολο Καστανίνο, Ιωάννης Βαρσόπουλος (υπολοχαγός), Αγγελική Βαρσοπούλου, Αναστάσιος Καλαφάτης, Γεώργιος Κουτρουμπέλης (υπολοχαγός), Νικόλαος Θωμάς, Βασιλική Παπαδοπούλου, Ιωάννης Καζάζης, Αθηνά Δακούρου, Αριστομένης Παπαδόπουλος, Χρήστος Τσέκκινς, Νικόλαος Θεοτοκάτος, Σπύρος Κώτσης (υπαστυνόμος), Γεώργιος Δριχούτης, Γεώργιος Καρβέλας (αρχιφ.).



Πηγή: Από τα πρακτικά του ΚΑ’ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου που έλαβε χώρα στις 26, 27, και 28 Μαΐου του 2000.


Πηγή 2: www.e-istοria.com


Πηγή "Δικαιόπολις": http://eistorias.wordpress.com/2010/09/07/%CE%BB%CE%B5%CE%BB%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7-%CF%84%CE%BF-%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7/

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply