Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας: Τα συντριπτικά στατιστικά στοιχεία
Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες, το 2050, θα είναι λιγότεροι από 8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το παγκόσμιο Αλμανάκ. Θα έχει δηλαδή η Ελλάδα πληθυσμό 3 εκατομμύρια λιγώτερους κατοίκους από όσους έχει σήμερα.
Οι επιπτώσεις σε όλους τους τομείς θα είναι συγκλονιστικές.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, κατέχει μία από τις τελευταίες θέσεις μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά τις γεννήσεις.
Γενικά στην Ε.Ε. υπολογίζεται ότι το 2050 το εργατικό δυναμικό θα είναι μειωμένο κατά 20 εκατομμύρια άτομα..
Τετάρτη, 22 Αύγουστος 2012 09:00
Με αφορμή την 3η έκδοση του εξαντλημένου βιβλίου του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα «Αυτοείδωλον εγενόμην…» (Εκδόσεις Αρμός), αναδημοσιεύουμε εδώ τον Πρόλογό του.
“Πιστεύω ότι η Ελλάδα προσεγγίζει το σημείο εκείνο της ωριμότητας που θα της επιτρέψει ν’ αντικρίσει, χωρίς προκατάληψη και με τρόπο ενιαίο, όλες τις παραδόσεις, αρχαίες, μεσαιωνικές και νέες.” Γ. Σεφέρης
Το ζητούμενο της έρευνάς μας, τόσο στο προηγούμενο έργο[2] όσο και στο παρόν, είναι το νόημα της ελληνικής ταυτότητας.
Για να φτάσουμε σ’ αυτό έπρεπε να δημιουργήσουμε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν να εξασφαλίσουμε τη νομιμότητα του ζητουμένου. Το προηγούμενο βιβλίο διατύπωσε την αναγκαία προς τούτο «γενική θεωρία». Απέδειξε, δηλαδή, ότι είναι δυνατή η ύπαρξη διαπολιτισμικής εθνικής συνέχειας. Ότι, με άλλα λόγια, έχουν νόημα οι εξής δύο υποθέσεις: α) ότι υπάρχει εθνική ταυτότητα και β) ότι μπορεί η εθνική ταυτότητα να έχει διαχρονική συνέχεια, όχι μόνο εντός του αυτού πολιτισμού, αλλά και μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.[3] Αυτό όμως ήταν το ήμισυ του ζητουμένου. Διότι η γενική θεωρία αποδεικνύει απλώς ότι η υπόθεση περί υπάρξεως διαπολιτισμικής ελληνικής ταυτότητας δεν είναι παράλογη, είναι θεωρητικά νόμιμη και θα μπορούσε να ισχύει. Δεν αποδεικνύει όμως ότι πράγματι ισχύει. Κι αυτό διότι υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά χάσματα (Αρχαιότητα-Βυζάντιο και Βυζάντιο-Νεωτερικότητα), τα οποία πρέπει να γεφυρωθούν, με συγκεκριμένες απαντήσεις: να μελετηθούν και από τη μελέτη τους να εξαρτηθεί η τελική απάντηση. Χρειαζόταν, με άλλα λόγια, μια «ειδική θεωρία», μια «ειδική εισαγωγή στο αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας». Κι αυτήν ακριβώς επεξεργάζεται το παρόν έργο.
Διαφορετική είναι όμως η συμπεριφορά της Γερμανίας για τις «επανορθώσεις» στο εβραϊκό Ολοκαύτωμα, χωρίς το οποίο πιθανότατα δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, ούτε το παλαιστινιακό ζήτημα. Το Ολοκαύτωμα είναι αυτό που καθορίζει ακόμη τις γερμανοϊσραηλινές σχέσεις, στη βάση του τρίπτυχου: έγκλημα–ακριβοπληρωμένη διαρκής μετάνοια–γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Το όλο σύστημα των «επανορθώσεων» για τη γενοκτονία των Εβραίων φτιάχτηκε με τέτοιο τρόπο που απαιτούσε –στο διηνεκές– συνεχώς νέες διαπραγματεύσεις, άρα νέες αποζημιώσεις2.
Σε θεσμικό επίπεδο, το ζήτημα των «επανορθώσεων» άρχισε με τη συμφωνία του Λουξεμβούργου το 1952, η οποία υπογράφτηκε από το Ισραήλ, τη Γερμανία και τον διακεκριμένο σιωνιστή Ναούμ Γκόλντμαν, εκπρόσωπο της Jewish Claims Conference (ICC)3. Κατά ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, συνομιλητές των Γερμανών στο Λουξεμβούργο ήταν οι ίδιοι σιωνιστές της Jewish Agency, που τον Αύγουστο του 1934 συνυπέγραψαν με τους ναζί την επαίσχυντη «Συνθήκη Χααβάρα», για την επιλεκτική μετοίκιση χιλιάδων Εβραίων της Γερμανίας στην Παλαιστίνη, χωρίς τελικά να πετύχουν τον στόχο τους, αφού μόνο 20.000 από τις 700 χιλιάδες Εβραίων που ζούσαν προπολεμικά σε Γερμανία και Αυστρία μετοίκισαν πριν τον πόλεμο στη κατεχόμενη από τους Άγγλους Παλαιστίνη4. Οι Γερμανοί κατάφεραν να περιορίσουν τον αριθμό των θυμάτων, που έπρεπε να αποζημιώσουν, καθώς οι «επανορθώσεις» θα αφορούσαν μόνο θύματα που κατοικούσαν εντός της Δυτικής Γερμανίας. Έτσι το ποσό της αποζημίωσης περιορίστηκε καταρχάς στα τρία δισ. μάρκα για το Ισραήλ και 450 εκατομμύρια για την ICC5. Συνολικά για επανορθώσεις θυμάτων του ναζισμού η Γερμανία διέθεσε μέχρι και το 1997 πάνω από 102 δισ. μάρκα, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά αποδόσεις για ασφαλιστικά ταμεία, εξαναγκαστική εργασία ομήρων, κ.λπ., που ανέρχονται επίσης σε αρκετά δισ. μάρκα, το 80% των οποίων μεταφέρθηκε εκτός Γερμανίας6.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σ. φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς.
του Αθανασίου Θεοδωράκη, πολιτικού επιστήμονα,
πρώην Αν. Γενικού Διευθυντή της Ευρωπ. Επιτροπής για θέματα διεθνούς ανάπτυξης
Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, παρά το σημαντικό «κούρεμα» που υπέστη μέσω της επιχείρησης του PSI, δεν είναι βιώσιμο. Ο συνυπολογισμός της ετήσιας ύφεσης για την τετραετία 2009-2012 και οι προβλέψεις για την επόμενη περίοδο 2013-2015 αφαιρούν κάθε επιχείρημα για την «ορθή» σχέση χρέους/ΑΕΠ. Συνεπώς χωρίς να περιμένουμε το μακρινό 2020 πρέπει από τώρα να τεθεί το θέμα του τρόπου αντιμετώπισης του δυσβάστακτου χρέους. Αν τα δάνεια και τα έσοδα χρησιμοποιούνται για εξόφληση των οφειλών και μόνο, δεν υπάρχει λύση. Χωρίς ανάπτυξη, χωρίς παραγωγή, χωρίς νέες θέσεις εργασίας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος. Κάθε χρόνο θα μιλούμε για νέο πακέτο διάσωσης κι αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Δεν συμφέρει κανέναν και κυρίως τη χώρα μας.
Η ματαίωση του εορτασμού της αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας (υπό τον φόβο, υποτίθεται, της αμαύρωσής της από φασιστικά στοιχεία) συνθέτει ένα γνώριμο τοπίο που επαναλαμβάνεται στην ελληνική ιστορία με κίνηση κυκλική. Πριν από κάθε άλωση του βυζαντινού Ελληνισμού, επικρατούσε ανάλογη ατμόσφαιρα κατάθλιψης, παραίτησης και μοιρολατρείας. Εντός αυτής της ατμόσφαιρας ευημερούσε ανέκαθεν κάθε διαλυτικό στοιχείο, και ιδιαίτερα όσα κατείχαν μεγάλη δύναμη και επιρροή, που αντιμετώπιζε την ιστορική του πορεία σαν μία παρασιτική αφαίμαξη της κοινωνίας που το φιλοξενούσε, σαν ένα ύστατο όργιο λεηλασίας και τρυφής πριν από την παράδοση στις αναπόδραστες δυνάμεις της φθοράς. Για την πλειοψηφία της κοινωνίας, απέμενε μόνο η παρακμή και η υποταγή, ο ιστορικός αφανισμός. Οι παρασιτικοί «δυνατοί» εξασφάλιζαν κατά ένα μέρος την επιβίωσή τους στη διάδοχη κατάσταση, ωστόσο σύντομα ακολουθούσαν και εκείνοι τη μοίρα ενός παρωχημένου καθεστώτος.