Το κρυφτό των φεντεραλιστών του Βερολίνου

Του Αλέξανδρου Ντάσκα



Στο γερμανικό συνταγματικό δίκαιο περιλαμβάνονται διάφορες πρόνοιες για την αρμονική σχέση μεταξύ της γερμανικής Ομοσπονδίας και των κρατιδίων, αλλά και των κρατιδίων μεταξύ τους. Εθισμένοι εκ γενετής στις απαιτήσεις της εύρυθμης λειτουργίας ενός ομοσπονδιακού συστήματος, οι Γερμανοί έχουν διαμορφώσει την απαγόρευση της „Αuseinanderentwicklung“. Η λέξη-σιδηρόδρομος αφορά στην εξέλιξη/ανάπτυξη των κρατιδίων κατά τρόπο ανταγωνιστικό μεταξύ τους. Δηλαδή, οι ομοσπονδιακοί κανόνες δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να μην επιτρέπεται π.χ. στη Βαυαρία να αποκτά δομικά, συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση λ.χ. με τη Ρηνανία-Βεστφαλία, μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, προσελκύοντας επενδύσεις και εν γένει αναπτυσσόμενη σε βάρος των υπολοίπων κρατιδίων.


Ωστόσο, κατά εκπληκτικό τρόπο, αυτές ακριβώς τις πολιτικές αρχές που διαπνέουν τον Βασικό Νόμο και τη συνταγματική δογματική της Γερμανίας, το Βερολίνο φαίνεται να τις αγνοεί πλήρως στο ευρωπαϊκό επίπεδο, την ίδια μάλιστα στιγμή που εμφανίζεται πρωτοπόρος του φεντεραλισμού. Άγνοια δεν νοείται, από τη στιγμή που το γερμανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε καθημερινή τριβή με τις παραπάνω έννοιες. Απομένει η σκοπιμότητα: η Ευρωπαϊκή Ένωση στα μάτια της κρατούσας γερμανικής πολιτικής είναι μία δομή που εξυπηρετεί πρωτίστως την αναδιανομή πλούτου υπέρ του εξαγωγικού Βορρά και σε βάρος του Νότου.



Η Γερμανία πράττει, επομένως, στο εξωτερικό ακριβώς αντίθετα από ό,τι στο εσωτερικό της (θυμίζοντας την αντίφαση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της κλασσικής Αθήνας): Αναπτύσσεται σε βάρος των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών, ανατρέποντας τις φεντεραλιστικές ισορροπίες που δήθεν καλλιεργεί. Αντίθετα με την αρχική πολιτική της οικονομικής σύγκλισης (ίσως και υπό το βάρος της σχετικής αποτυχίας της), η Γερμανία οδήγηθηκε σε ενσυνείδητα αντιευρωπαϊκή πολιτική, επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει τα οφέλη βραχυπρόθεσμα, γνωρίζοντας παράλληλα ότι η παράταση της γραμμής αυτής οδηγεί στο τέλος της Ε.Ε. Είναι άραγε τυχαίο ότι η ίδια Καγκελάριος που χαρακτηρίστηκε από την αρχή της θητείας της ως «ατλαντίστρια», οδηγεί την Ε.Ε. σε αδιέξοδο (μαζί με τον επίσης ατλαντιστή Σαρκοζύ, για όσο διάστημα βρισκόταν στην προεδρία της Γαλλίας), υπερθεματίζοντας ταυτόχρονα σε ευρωπαϊσμό στο λεκτικό επίπεδο;



Άλλωστε, όταν οι ευρωπαϊκές κοινότητες ιδρύθηκαν πριν περίπου 60 χρόνια, είχαν προτάξει ακριβώς την άρση των ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών που τα είχαν φέρει αντιμέτωπα σε δύο ισοπεδωτικούς παγκοσμίους πολέμους. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα είχε, για παράδειγμα, καίρια σημασία για την παύση των ανταγωνισμών μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας στο πεδίο της εξόρυξης, που είχε συντελέσει στην έκρηξη των μεταξύ τους συγκρούσεων με φόντο την Αλσατία-Λωραίνη. Η επιβίωση επομένως την ευρωπαϊκής ενότητας δεν είναι ζήτημα οικονομικό ή τεχνικό, αλλά πρωτίστως ζήτημα πολιτικής απόφασης. Απόφασης τόσο αναγκαίας, όσο ακριβώς προκύπτει από μία απλή ματιά στην Ιστορία της Ευρώπης κατά το πρώτο μισό του 20ου αι.



Η μερική νίκη, συνεπώς, της Ισπανίας και της Ιταλίας στη Σύνοδο της 28ης Ιουνίου, αφορώσα την μερική αμοιβαιοποίηση του κόστους δανεισμού και την αποσύνδεση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από την Spardiktat, την διαβόητη „υπαγόρευση λιτότητας“ του Βερολίνου, σε βάρος των λαών είναι πρωτίστως μία νίκη της ευρωπαϊκής ενότητας, και ως εκ τούτου μακροπρόθεσμα νίκη όλων των ευρωπαϊκών λαών, του γερμανικού συμπεριλαμβανομένου. Δεν είναι όμως αρκετή από μόνη της.



Για μεγάλο χρονικό διάστημα η γερμανική κυβέρνηση κρύφτηκε πίσω από έναν δυϊσμό στερεοτύπων που επέβαλε μέσω των γερμανικών ταμπλόιντ για τους νότιους λαούς. Ο δυϊσμός αυτός εκινείτο ανάμεσα στον υπόρρητο ευθύ ρατσισμό («είναι εκ φύσεως διεφθαρμένοι, τεμπέληδες, αναποτελεσματικοί») και την επίσημη πολιτικώς ορθή κριτική της αβελτηρίας των πολιτικών συστημάτων των Νοτίων. Την οποία όμως στην πράξη διέψευδε, υποστηρίζοντας άκομψα, με ωμές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή τρίτων κρατών, ακριβώς εκείνες τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις στις οποίες, κατά τα άλλα, επέρριπτε την ευθύνη για τα αποτυχημένα κράτη που δημιούργησαν. Επιστρέφοντας επομένως, κατ’ αποτέλεσμα, στον πρώτο ρατσιστικό πόλο του προαναφερθέντος στερεοτυπικού δυισμού.



Aυτό το «κρυφτό» τελειώνει, μαζί με τις αντοχές της Ευρώπης. Η Γερμανία καλείται είτε να διαλύσει την Ε.Ε., είτε να πορευθεί στο πνεύμα της. Η συμφωνία της Συνόδου είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι επιλέγει τη δεύτερη λύση. Έστω κι αν αυτή η συμφωνία καμιά άμεση επίπτωση δεν έχει για την Ελλάδα. Πώς θα μπορούσε να έχει άλλωστε, από τη στιγμή που οι ελληνικές ηγεσίες παραδοσιακά δεν έχουν δική τους άποψη για το μέλλον της Ευρώπης, ίσως διότι στερούνται γενικά απόψεων, αλλά έχουν αφθονία στενών ατομικών συμφερόντων.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply