Η διαρκής ατίμωση της Ελλάδας



Του Αλέξανδρου Ντάσκα

   Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί εισέβαλαν στο Βέλγιο και το κατέλαβαν με σχετική άνεση. Επακολούθησε πλήθος ωμοτήτων, σφαγών και καταστροφών που έμειναν στην ιστορική μνήμη ως “βιασμός του Βελγίου”. Με αυτόν τον όρο, επιχειρήθηκε να αποδοθεί όχι μόνο ο πόνος και η απώλεια που βίωσε ο βελγικός λαός, αλλά και η ταπείνωσή του, ο άνευ προηγουμένου εξευτελισμός του.


   Μοιάζει παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι μία χώρα μπορεί να πέσει θύμα βιασμού. Ωστόσο οι αναλογίες με το ειδεχθές έγκλημα είναι περισσότερες από όσες φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Στον πρωτογονισμό των κοινωνικών αντιλήψεων επικρατούσε στο παρελθόν και υφίσταται και σήμερα ως ένα βαθμό η αντίληψη ότι η γυναίκα-θύμα ήταν συνυπεύθυνη. Η συμπεριφορά της, το πιθανώς προκλητικό της ενδυμασίας της, ο τρόπος ζωής της, η εικαζόμενη ή συμπερασματικά εκλαμβανόμενη διάθεσή της, όλα αποτελούν στο οπλοστάσιο της υπεράσπισης του εγκληματία δικαιολογίες για να επιχειρηθεί ένας συμψηφισμός ενοχών. Το υπόρρητο “ήθελε και τα έπαθε” αποτελεί έναν δεύτερο βιασμό του θύματος. Όχι μόνο ακυρώνει τον πόνο που προκλήθηκε, αμφισβητεί το αποτρόπαιο της εγκληματικής συμπεριφοράς, αλλά προσθέτει και τον δεύτερο και ολοκληρωτικό κοινωνικό βιασμό, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση.


  Είναι δόκιμο να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα έχει πέσει θύμα βιασμού; Ο πόνος, αρρήκτως συνδεδεμένος με την ταπείνωση, είναι οπωσδήποτε παρών, η απώλεια κάποιας άκρως ουσιώδους μορφής της ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου επίσης, στο μέτρο που δεν είναι ελεύθερος να επιβιώσει χωρίς να θυσιάσει σημαντικό τμήμα της ζωής του. Είτε εργαζόμενος χωρίς νόμιμο μισθό, ωράριο, ασφάλιση, καταθέτοντας την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του στα πόδια του εργοδότη ή του εκάστοτε πολιτικάντη, όπως κάποτε οι Γαλάτες τα όπλα ενώπιον του Καίσαρα.  Είτε καταφεύγων στο εξωτερικό και αφήνοντας πίσω ζωή και όνειρα, είτε αποστερούμενος κατ’ ουσίαν της πολιτικής του ελευθερίας μέσα από την απειλή εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών.


   Ο παραλληλισμός με τον βιασμό όμως αφορά και τις προβαλλόμενες δικαιολογίες. Το πολιτικό σύστημα, αυτουργός πέραν πάσης εντολής και εξουσιοδότησης ή πλειοψηφικής και συμβατής με τα χρηστά ήθη κοινωνικής συναίνεσης ή εκ των υστέρων συγκατάθεσης , όπως άλλωστε φανέρωνε η πλήρης απαξίωση του πολιτικού συστήματος ήδη πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης (σημειωτέον ότι η συναίνεση του παθόντος αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης μόνο στον βαθμό που δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη), απεφάνθη κυνικά ότι “μαζί τα φάγαμε”. Ο ελληνικός λαός “ήθελε και τα έπαθε”. Δεν έχει σημασία ότι οι ίδιοι διαμόρφωσαν το πεδίο στο οποίο έπρεπε κανείς να αναζητήσει εργασία, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, πεδίο που όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα και δεν διέθεταν αυτοθυσιαστικές τάσεις απέρριπταν, αναζητώντας την τύχη τους σε άλλες πολιτείες. Δεν είχε σημασία ότι το πολιτικό σύστημα απαίτησε να μην αποδίδει με νόμιμο και θεσμικό τρόπο αυτό που κάθε ένας εδικαιούτο, αλλά με παράνομο, εξευτελιστικά τρόπο, σε άτομα όχι υπερήφανα και με συνείδηση των δικαιωμάτων τους, αλλά σε γονατισμένες, χωρίς αυτοσεβασμό, υπάρξεις. Ώστε να γεννά εκβιαστικά και εκφαυλιστικά τη συνενοχή στα εγκλήματα του ιδίου και του περιβάλλοντος του. Σημασία έχει ότι ο ελληνικός λαός δεν είχε “επαρκείς ηθικές αντιστάσεις”. (Κάποτε είχε. Πώς ξαφνικά σταμάτησε να τις διαθέτει, καλύτερα να μην το εξετάσουμε.)


   Όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά να κατανοήσει την ψυχολογία του ελληνικού λαού, ίσως θα έπρεπε να προσεγγίσει την κατάστασή του με όρους ψυχολογικού τραύματος. Εκείνο που απαιτείται επιτακτικά είναι η αναγνώριση της ενοχής του πολιτικού συστήματος-δράστη και η αθωότητα του λαού-θύματος ως προς το διαπραχθέν σε βάρος του έγκλημα, πέρα από ηθικολογικές κρίσεις για τον κάθε πολίτη ατομικά, άσχετες με το προκείμενο ζήτημα. Όπως και με το βιασμό, είναι φρικαλέα η αντίληψη ότι το έγκλημα μπορεί να σχετικοποιείται ανάλογα με τον εντελώς αυθαίρετο σφετερισμό της αρμοδιότητας για την κρίση της ηθικής συγκρότησης του θύματος, συνήθως μάλιστα από άτομα που είναι τα τελευταία ικανά να εκφέρουν τέτοιες κρίσεις. Ανάληψη, επιτέλους της ευθύνης, σαν ελάχιστη προσπάθεια αποκατάστασης της τρωθείσας τιμής ενός λαού, που σύρεται στο ρωμαϊκό θρίαμβο της Καγκελαρίας τυπτόμενος και χλευαζόμενος.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply