Η κάλπικη προπαγάνδα παραγόντων κατά του ΣτΕ




Του
Ελευθέριου Δικαίου
Παράγοντες και όργανα του κατεστημένου καθεστώτος άφρισαν κυριολεκτικά στό άκουσμα και μόνο, ότι ο περιβόητος κυβερνητικός νόμος περί αλλαγής του Κ.Ε.Ι.  κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Δ΄ τμήμα του ΣτΕ (απόφ. 250/2011).  Αιφνιδιάστηκαν δήθεν από μία τέτοια απόφαση,  ενώ στην πραγματικότητα  φαίνεται οτι αρκετό καιρό πριν ήταν ενήμεροι και ειχαν (προ)ειδοποιηθεί για το αποτέλεσμα της δικαστικής διαμάχης. Έτσι, αμήχανοι να αντιτάξουν λογικά επιχειρήματα, και προκειμένου να προλάβουν τα χειρότερα, κατέφυγαν στη γνωστή τακτική της  “ενοχλημένης”  εξουσίας. Δηλ. την τακτική εκτόξευσης λάσπης ενάντια σε όσους δε συμμορφώθηκαν και δε συμμορφώνονται πειθήνια στις υποδείξεις και τα συμφέροντά της.
Κατά τη συνήθη τακτική τους και σε αυτή την περίπτωση, προσπάθησαν να λοιδωρήσουν και σπιλώσουν το ΣτΕ,  προσβάλλοντας όμως συνάμα και τη δικαστική ανεξαρτησία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1).  Στο πλαίσο αυτό, έκαναν λόγο για “δικαστικό πραξικόπημα”, “ολισθηρό πισωγύρισμα”, “Ελληνοφρένεια”, “ακροδεξιά λογική”.

Κατά τη δική τους ισοπεδωτική λογική φαίνεται, ότι το Δ’ τμήμα του ΣτΕ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας επικίνδυνα οπισθοδρομικός θύλακας με “ακροδεξιά λογική”, που σύρει τη χώρα σε ολισθηρούς ατραπούς.  Με δεδομένο όμως, ότι η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων περί του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι αλλοδαπών στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές κρίθηκε ομόφωνα, ενώ η ανιτσυνταγματικότητα επίμαχων διατάξεων σχετικά με την απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδπούς κρίθηκε με ψήφους 6:1, δηλ.  με  τη συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων του ΣτΕ, αποδεικνύει την αστειότητα αυτών των απαράδεκτων αιτιάσεων. Εκτός βέβαια κι αν πιστεψει κανείς, ότι συνέπεσε ξαφνικά ολόκληρο το Δ’ τμήμα ΣτΕ να απαρτίζεται από δικαστές με “ακραία λογική”.  Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τον εύλογο κίνδυνο η εν λόγω απόφαση να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από εκατέρωθεν ακραία στοιχεία για ιδιοτελείς σκοπούς. Πρέπει συνεπώς ο μέσος πολίτης να διακρίνει με σύνεση και κριτική σκέψη τέτοιες περιπτώσεις και να τις απομονώνει.
Τέτοιες λοιπόν ύβρεις, τέτοιες πιέσεις από κυβερνητικούς παράγοντες και φερέφωνά τους, πρέπει να υποστούν όσοι δε συμφωνούν μαζί τους, όσοι πράττουν κατά συνείδηση και κατά το νόμο το καθήκον τους, ερμηνεύοντας το Σύνταγμα, και το νόμο, όπως δεσμεύονται από το πολιτειακό λειτούργημά τους. Αυτές οι όμως οι αντιδράσεις για μία δικαστική απόφαση, θυμίζουν στον μέσο πολίτη άλλες αλύστου μνήμης εποχές πολιτειακών πισωγυρισμάτων.
Ανεξάρτητα από το γεγονος, ότι πολιτικοί παράγοντες που έχουν ήδη θέσει σε αμφιβολία την τήρηση του Συντάγματος, υπογράφοντας  – ερήμην του ελληνικού λαού – το συγκεκριμένο μειοδοτικό “Μνημόνιο” και την αλληλένδετη με αυτό δανειακή σύμβαση, δίχως μάλιστα να την έχουν ακόμη φέρει προς κύρωση στη Βουλή, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα (ο Υπ. Οικονομικών το είχε εξαγγείλει ήδη από τις 03.06.2010, αλλά δεν το έχει πράξει έως τωρα, ενώ η Κυβέρνηση το παραβλέπει), δεν έχουν το ηθικό δικαίωμα να αντιδρούν με αυτό τον τρόπο. Προ πάντων όμως δεν έχουν το θεσμικό δικαίωμα να λοιδωρούν τη δικαστική εξουσία. Και τούτο, διότι παραβιάζουν εμφανέστατα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, κεντρικό πυλώνα του δημοκρατικού Πολιτεύματος (Βλ. ενδεικτικά: Κ. Μπέης, Η δικαστική ανεξαρτησία στην ελληνική έννομη τάξη, στο έργο: Το ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου, 1998, σ. 355 επ., Κ. Χρυσόγονος, Έλλειμμα δικαιοσύνης, Δίκη, Ιανουάριος 2009, Ν. Κλαμαρής, Η ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής λειτουργίας, έναντι επεμβάσεων της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας, ΕλλΔνη 1986 σ. 21 επ., Α. Μπακόπουλος, ΕλλΔνη 1986, σ. 9 επ.,  Μ. Πικραμένος, Δικαστική ανεξαρτησία και προστασία δικαιωμάτων, ΤοΣ 2006, σ. 477 επ., Δ. Ράικος, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 7 επ.).
Η δικαστική εξουσία κρινει, αλλά και (πρέπει να) κρίνεται. Δεν πρέπει επομένως να τίθεται πάντοτε στο απυρόβλητο. Όσοι όμως έχουν  καταχρεώσει τον ελληνικό λαό με την άστοχη διακυβέρνησή τους και οσοι επιχειρούν τώρα να λύσουν το πρόβλημα που οι ίδιοι λίγότερο ή περισσότερο δημιούργησαν με πράξεις ή παραλείψείς τους, προσθέτοντας νέα ασήκωτα βάρη στον ελληνικό λαό, δεν έχουν δικαίωμα να βάλλουν με τέτοιο τρόπο κατά της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Πολύ περισσότερο δε δικαιούνται να τη λοιδωρούν, όταν αυτή επιχειρεί, σε συνταγματικά πλαίσια, να διαφυλάξει συνταγματικά κατοχυρωμένους  θεσμούς όπως η λαϊκή κυριαρχία ή η εθνική ομοιογένεια, από αυθαίρετες παρεμβάσεις της εκετελεστικής εξουσίας.
Η δικαστική εξουσία ίσως αποτελεί το μοναδικό τμήμα κρατικής εξουσίας που δεν επιτηρείται, δεν ελέγχεται και δεν λογοδοτεί στην Τρόικα. Η μη υποταγή των δικαστών σε θεσμικά μετέωρους νόμους του κρατούντος συστήματος, είναι μία υγιής αντίδραση,  που δείχνει ότι η χώρα δεν έχει ακόμη καταντήσει “πτώμα”, αλλά υπάρχουν ακόμη θύλακες υγιούς αντίστασης και εντός της εξουσίας, πράγμα που προφανώς σε πολλούς δεν αρέσει, αν κρίνουμε από τις υπέρμετρες αντιδράσεις δυσαρέσκειας.
Ενοχλεί συνεπώς έντονα παράγοντες της καθεστηκύιας τάξης, ότι, όπως το ΣτΕ ορθώς επισημαίνει στην απόφασή του, από συνδυασμό συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 1 παρ. 2 και 3, 16 παρ. 2, 21 παρ. 1, 25 παρ. 4, 51 παρ. 2 και 108 ), αλλά και εν γένει από τη σχετική συνταγματική παράδοση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ερμηνευόμενη,  ιδίως ιστορικά και τελολογικά, συνάγεται ότι η επίμαχη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης αντίκειται στο  ελληνικό Σύνταγμα.
Αυτόκλητοι ως “φωταδιστές” παράγοντες με ύφος αυθεντίας σπεύδουν να σπιλώσουν το ΣτΕ και να συσκοτίσουν την κοινή γνώμη. Αποσιωπούν όμως,  ότι το επίμαχο νομοσχέδιο είχε στόχο την αθρόα ελληνοποίηση αλλοδαπών μεταναστών, και τη συμμετοχή τους (κατ’ αρχήν) στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές (μετέπειτα εικαζουμε και στις εθνικές), δίχως όμως να διασφαλίζεται, ότι θα πληρούνται τα απαραίτητα ουσιαστικά κριτήρια, που θα πιστοποιούν ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν όντως εθνικό δεσμό με τη χώρα και ελληνική εθνική συνείδηση.
Σημειωτέον δε ότι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αλλά και νομολογία,  το κριτήριο της ελληνικής εθνικής συνείδησης, αλλά και  το κριτήριο της ελληνικής καταγωγής, αποτελούν τον πυρήνα του έθνους και της εθνικότητας, (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 και 3 του ν. 2790/2000, όπως αντικαταστάθηκαν µε τις παρ. 1 και3 του άρθρου 76 του ν. 2910/2001, άρθρο 15 ν. 284/2004 και Στ Ε 1882, 2633/2009, 1644/2010 κ.α.).
Πολλοί παράγοντες τυφλωμένοι από την εξυπηρέτηση σκοπών και συμφερόντων αμφίβόλης ποιότητας παραβλέπουν  το προφανές: Ότι αυτή η πρακτική  αντίκειται στις επιταγές του Συντάγματος.
Άκριτα βάλλεται η εφαρμογή του jus sanguinis (δικαίου του αίματος),  που υιοθετείται από την παράδοση του ελληνικού δικαίου και προστατεύεται από διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στην έννοια του έθνους. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό, οτι το δίκαιο του αίματος,  δεν αποτελεί έναν θεσμό εντελώς άκαμπτο, όπως παρουσιάζεται.  Είναι ενδεικτικό, ότι το δίκαιο του αίματος δεν αποκλείει την πολιτογράφηση αλλοδαπών, όταν διαπιστώνεται εξατομικευμένα (όχι όμως και αθρόως), ότι αυτoί πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας.  Οι προϋποθέσεις αυτές που βρίσκονται, κατα  το ελληνικό δίκαιο, σε άρρηκτη συνάφεια με την αποδοχή της ελληνικής ταυτότητας και την απόκτηση ελληνικής εθνικής συνείδησης, δεν ταυτίζονται επομένως επουδενί με την έννοια του από τριών χιλιάδων ετών καθαρόαιμου Ελληνισμού, που έγινε η βάση της αναθεωρημένης αντίληψης του ελληνικού εθνικισμού επί δικτατορίας Μεταξά και χάρη στον ελληνικό εμφύλιο, μακροημέρευσε”.  Υπό αυτό το πρίσμα, εσφαλμένα  επιχειρείται να ταυτιστεί και συσχετιστεί η θεσμική έννοια εφαρμογής του δικαίου του αίματος με την παραπάνω εθνικιστική αντίληψη από ορισμένες φωνές (Βλ. Θ. Βερέμης, Περί εθνικισμού, Καθημερινή, 06.02.2011, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/02/2011_431595).
Αυτό το καθεστώς εφαρμογής του δικαίου του αίματος επιχειρεί να ανατρέψει ο επίμαχος νόμος, καθιερώνοντας εν πολλοίς την εφαρμογή του jus soli (δίκαιο του εδάφους).  Είναι δε γνωστό, ότι η εφαρμογή του jus soli χαρακτηρίζει κοινωνίες που παραδοσιακά σχηματίστηκαν από πολλές εθνότητες, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.ά..  Αυτές όμως οι κοινωνίες, διέπονται κυρίως από το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, και ουδεμία σχέση έχουν ως προς το σχηματισμό τους με την ελληνική κοινωνία, όπου επιχειρείται να εφαρμοστεί αυτό το πρότυπο.  Εκτός των άλλων,  πρέπει να ειπωθεί, ότι οι επικριτές του ΣτΕ  αποσιωπούν, ότι και σε αυτές τις χώρες αγγλοσαξωνικού δικαίου,  το jus soli γνωρίζει πλέον σημαντικούς περιορισμούς,  έτσι ώστε δεν εφαρμόζεται πλέον αμιγώς, όπως στο παρελθόν (Βλ. ενδεικτικά: E. Δικαίος, Η νομοθετική πρωτοβουλία περί χορήγησης ιθαγένειας σε αλλοδαπούς μετανάστες. Λύση ή όξυνση του προβλήματος; Απόπειρα κριτικής θεώρησης, 27.01.2010, http://dikaiopolis.gr/2010/01/27/nmsxd_allodapwn/ , http://antibaro.gr/node/1092).
Όταν υποστηρικτές και εμπνευστές του επίμαχου νομοσχεδίου, προβάλλουν τον γενικό και αόριστο ισχυρισμό, ότι: “Από μόνο του το δίκαιο του αίματος δεν θα μπορούσε ποτέ να συμπεριλάβει νέους ανθρώπους στον ελληνικό λαό, όπως και σε κανέναν λαό, διότι είναι εξ ορισμού στατικό.” (Βλ. Δ. Χριστόπουλος, Το ελληνικό αίμα, Καθημερινή, 06.02.2011, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/02/2011_431583), δεν ακριβολογούν.  Είναι γνωστό, ότι το  ελληνικό κράτος βασίστηκε στην εξελικτική του πορεία κατά κανόνα και κατά παράδοση στην εφαρμογή του δικαίου του αίματος.
Κατ’ εξαίρεση όμως, όταν οι καταστάσεις και οι εθνικές ανάγκες το απαιτούσαν, κατεξοχήν  σε περιόδους προσάρτησης νέων ελληνικών εδαφών με διεθνείς συνθήκες, μετά τη σταδιακή απελευθέρωσή τους από την οθωμανική κυριαρχία, ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε ρυθμίσεις που ευνοούσαν την αθρόα πολιτογράφηση, δηλαδή την απονομή της ελληνικής ιθαγενείας σε ομάδες αλλοδαπών χωρίς εξατομικευμένη κρίση, αλλά ευθέως, βάσει γενικών διατάξεων ουσιαστικού νόμου.
Τέτοιες ρυθμίσεις περιείχαν λ.χ. α) ο κυρωτικός της Συνθήκης Ειρήνης από ¼ Νοεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας νόμος 79 της 14 Νοεμβρίου 1913 (ΦΕΚ 229), ο οποίος προέβλεπε την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας στους κατοικούντες τις πρώην οθωμανικές χώρες που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδος (άρθρο 4), β) Οι Συνθήκες της Λωζάνης, οι οποίες κυρώθηκαν με το Ν.Δ. της 25-8-1923 «περί αθρόας πολιτογραφήσεως των εκ Τουρκίας εις Ελλάδα καταφυγόντων ομογενών» (ΦΕΚ 238), γ) η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Συμμάχων και Ιταλίας από 10-2-1947, κυρωθείσα με το Ν.Δ. 423/21-10-1947 (ΦΕΚ Α’ 226), που προέβλεπε την απόκτηση  ελληνικής ιθαγενείας από τους Ιταλούς υπηκόους τους κατοικούντες την 10-6-1940 επί εδάφους εκχωρουμένου από την Ιταλία εις την Ελλάδα (Δωδεκάνησος) και όρισε ότι η απόκτηση της νέας ιθαγενείας θα συνεπάγεται την απώλεια της ιταλικής ιθαγένειας. Ειδικότερα δε, με τον ν. 517/3-1-1948 (ΦΕΚ7/9-1-1948) ορίσθηκε ότι «οι Ιταλοί υπήκοοι οι κατοικούντες την 10-6-1940 εν Δωδεκανήσω και τα μετά την χρονολογίαν ταύτην γεννηθέντα τέκνα των καθίστανται Ελληνες υπήκοοι»(Βλ. αριθμ. 10 απόφ. ΣτΕ).
Παράλληλα, κατά τη σύγχρονη περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών  ανακατατάξεων, ιδίως  µετά την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Έλληνας νοµοθέτης, αντιμετώπισε την επακολουθήσασα οµαδική έξοδο εγχώριων πληθυσµών µε κατεύθυνση τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδίως την Ελλάδα, με νέες νοµοθετικές πρωτοβουλίες. Αφενός μερίμνησε για τη θέσπιση  προϋποθέσεων νόµιµης διαµονής και εργασίας στη χώρα (βλ. ν.1975/1991, ΦΕΚ Α΄ 184 και την αιτιολογική του έκθεση, Βλ. επίσης την αιτιολογική έκθεση του ν. 3386/2005). Αφ’ ετέρου φρόντισε να καταρτίσει  συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας σε επιλεγµένες οµάδες, ιδίως για τους ομογενείς ελληνικής καταγωγής του πρώην Ανατολικού μπλόκ. Ειδικά, όσον αφορά την ιθαγένεια, οι νέες ρυθµίσεις θέσπισαν για τους οµογενείς, που προέρχονταν από τις εν λόγω χώρες ως κριτήρια διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας την ελληνική καταγωγή και την ελληνική εθνική συνείδηση. (Βλ. αριθμ. 11 απόφ. ΣτΕ).
Όπως επισημαίνει όμως η απόφαση του ΣτΕ -κάνοντας εμμέσως υπαινιγμό για  πολιτικές και ενεδεχομένως και νομικές ευθύνες αρμοδίων φορέων -,  όσον αφορά τη διαµονή και την εργασία αλλοδαπών, ο νοµοθέτης, ναι µεν προέβλεψε σύστηµα χορήγησης αδειών βάσει συγκεκριµένων προϋποθέσεων και διαδικασίας (βλ. κυρίως ν. 1975/1991 ΦΕΚ Α΄ 184, ν. 2910/2001 ΦΕΚ Α΄ 91). Το σύστημα όμως αυτό, κατά κανόνα, παραβιάστηκε στην πράξη λόγω της παράνοµης εισόδου µαζικών µεταναστευτικών ρευµάτων στη χώρα. Τούτο είχε ως περαιτέρω συνέπεια τη θέσπιση αλλεπάλληλων διατάξεων, οι οποίες «νοµιµοποιούσαν» την παράνοµη είσοδο, διαµονή και εργασία των αλλοδαπών (Βλ. αριθ. 11 απόφ. ΣτΕ).
Η «νοµιµοποίηση» αυτή είχε την έννοια, ότι θεωρήθηκαν ως νόµιµα εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί στερούµενοι ταξιδιωτικών εγγράφων και θεώρησης εισόδου (άρθρο 6 ν. 3386/2005). Επίσης, θεωρήθηκαν ως νοµίµα παραµένοντες, αλλοδαποί χωρίς άδεια παραµονής ή με άδεια παραµονής που είχε λήξει. Ακόμη θεωρήθηκαν ως νόμιμα εργαζόµενοι, αλλοδαποί χωρίς άδεια εργασίας και χωρίς νόµιµη ασφάλιση (βλ. Άρθρο 66 του ν. 2910/2001 ΦΕΚ Α΄ 91, άρθρα 21 παρ. 6 και 25 παρ. 1 και 8 του ν. 3013/2002 ΦΕΚ Α΄ 102, άρθρο 23 του ν. 3103/2003 ΦΕΚ Α΄ 23, άρθρο 25 του ν. 3242/2004 ΦΕΚ Α΄ 102, άρθρο 91 παρ. 10 και 11 του ν. 3386/2005 ΦΕΚ Α΄ 212 και άρθρο 18 παρ. 4 και 6 του ν. 3536/2007 ΦΕΚ Α΄ 42). Τελική συνέπεια αυτής της νοµοθετικής πολιτικής και της συστοίχου διοικητικής πρακτικής είναι ότι καθίσταται ανέφικτη η διαπίστωση, αν υπήρξαν πρόσωπα, ποία και πόσα, τα οποία πράγµατι να διέµειναν και να εργάστηκαν νόµιµα, µέχρι σήµερα στη χώρα, δηλαδή µε βάση διοικητική άδεια που διαπιστώνει τη συνδροµή των τιθεµένων στις πάγιες διατάξεις των παραπάνω νοµοθετηµάτων προϋποθέσεων (Βλ. αριθ. 11 απόφ. ΣτΕ).
Από τα παραπάνω όμως συνάγεται αβίαστα, ότι τα σύγχρονα δεδομένα, δεν ομοιάζουν στο ελάχιστο με τις επικρατούσες συνθήκες παλαιότερων εποχών, όπου το ελληνικό κράτος, εφάρμοζε κατ’ εξαίρεση θεσμικό πλαίσιο αθρόας και όχι εξατομικευμένης ιθαγενοποίησης αλλοδαπών. Αντίθετα, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η Ελλάδα σήμερα είναι η κύρια πύλη παράνομης εισροής μεταναστών στην Ευρώπη (Βλ. Χ. Παπουτσής, Ναυτεμπορική, 12.01.2011). Επομένως, ένα καθεστώς που ευνοεί την αθρόα ιθαγενοποίηση αλλοδαπών  μεταναστών, αποτελεί “μαγνήτη” ακόμη μεγαλύτερης παράνομης εισροής μεταναστών στη χώρα (Βλ. Η. Σταμπολιάδης: «Κίνδυνοι για τον υπαρκτό Ελληνισμό», Το Βήμα,  25.06.2009, http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=275178&ct=6&dt=25/06/2009 ).
Επομένως, οι απόπειρες εμπνευστών και υποστηρικτών του επίμαχου νομοσχεδίου (Βλ. ενδεικτικά: Βλ. Δ. Χριστόπουλος, Το ελληνικό αίμα, Καθημερινή, 06.02.2011, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/02/2011_431583), να συσχετίσουν τις τότε καταστάσεις με τις παρούσε συνθήκες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, διότι  χαρακτηρίζονται από λογικά κενά και συστηματικές ανακολουθίες.
Στο όνομα μίας κακώς νοούμενης νέας τάξης πραγμάτων και μιας κακώς νοούμενης “ανοιχτής κοινωνίας” (βλ. ενδεικτικά: Ν. Αλιβιζάτος, Περίκλειστη ή “ανοιχτή” κοινωνία;, Καθημερινή, 06.02.2011,  http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/02/2011_431591), που επιβάλλεται να είναι άκριτα παγκοσμιοποιημένη, πολλοί ίσως θεωρούν φαιδρό και αναχρονιστικό μοτίβο την εφαρμογή του δικαίου του jus sanguinis στην Ελλάδα.  Εκτός όμως των προηγούμενων στοιχείων, παραγνωρίζεται όμως, ότι η εφαρμογή του jus sanguinis σε αντίθεση με το jus soli αποτελεί τον κανόνα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (και όχι μόνο), αλλά και γενικότερα αποτελεί καρπό της μακραίωνης  ηπειρωτικής-ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης.
Παρατηρείται δε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν προβάλλεται επαρκώς στην κοινή γνώμη, ότι με βάση το ελληνικό Σύνταγμα και την ελληνικη συνταγματική παράδοση, ο Έλληνας νομοθέτης δεσμεύεται από τις  να μην προσβάλλει υπέρμετρα συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως οι προαναφερόμενες, οι οποίες διασφαλίζουν και κατοχυρώνουν την εθνική συνοχή και ομοιογένεια του ελληνικού κράτους-του ελληνικού έθνους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Έλληνας νομοθέτης δεν πρέπει να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα  αλλοδαπών προσώπων, χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή (π.χ. με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων), κατά τρόπο ώστε να συγκροτείται αυθαίρετα το συνθετικό στοιχείο του κράτους, δηλαδή ο λαός-έθνος, αλλά και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός- εκλογικό σώμα) και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους (βλ. αριθμ. 9 αποφ. ΣτΕ).
Αποφεύγουν να επισημάνουν, ότι με τις διατάξεις του επίμαχου νόμου εισήχθη νέος τρόπος απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, που αφορά, δυνάμει, σε απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό αλλοδαπών, με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος «νόμιμης» διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειάς του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα). Ο τρόπος αυτός όμως, ο οποίος στηρίζεται σε αμιγώς τυπικά κριτήρια αντιβαίνει στις προαναφερθείσες διατάξεις και επιταγές του Συντάγματος (Βλ. αριθμ. 13  απόφ. ΣτΕ).
Δεν τονίζεται δεόντως, ότι με τον επίμαχο νόμο – αντίθετα με το Σύνταγμα – επιχειρέιται να απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια σε αλλοδαπούς χωρίς εξατομικευμένη (in concreto) κρίση σχετικά  με τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του εκάστοτε  αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του αιτούντος της ελληνική ιθαγένεια εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και συνδέονται με την απόκτηση ελληνικής εθνικής συνείδησης). (Βλ. αριθμ. 14 απόφ. ΣτΕ).
Δεν πληροφορούν την κοινή γνώμη,  οτι με βάση το ελληνικό Σύνταγμα η πολιτογράφηση αλλοδαπού αποτελεί κατ’αρχήν κυριαρχικό δικαίωμα της ελληνικής Πολιτείας (όχι ατομικό δικαίωμα του υποψήφιου αιτούντος την ελληνική ιθαγένεια). Βεβαίως η Πολιτεία ασκεί το δικαίωμα αυτό ελεύθερα, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου που θέτει το ελληνικό Σύνταγμα και όχι αυθαίρετα. Έτσι, σε περίπτωση, κατά την οποία με διάταξη τυπικού νόμου απονέμεται η ελληνική ιθαγένεια αθρόως, δηλ. σε απροσδιόριστα  μεγάλο αριθμό προσώπων, ο τρόπος αυτός απονομής της ελληνικής ιθαγένειας τίθεται σε αμφιβολία ως προς τη συνταγματικότητα του. Η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει επομένως να διενεργείται υπό προϋποθέσεις, οι οποίες δεν αναιρούν τον θεσμικά απαραβίαστο εθνικό χαρακτήρα του κράτους, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος (Βλ. αριθμ. 14 απόφ. ΣτΕ). Η καταργητική ή τροποποιητική αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη δε θα μπορούσε να προχωρήσει μέχρι την κατάλυση ορισμένων ιστορικά παραδομένων και γι’ αυτό  θεσμικα καθιερωμένων, οιονεί φυσικών, περιπτώσεων απόκτησης της ιθαγένειας που απορρέουν από το λεγόμεν δίκαιο του αίματος, περιπτώσεων οι οποίες στηριζονται και στην υπέρ ρήτρα του άρθρου 1  παρ. 3 Συντ.  (βλ. Β. Καράκωστας, άρθρο 4 παρ. 3 Συντ., Το Σύνταγμα, Ερμηνευτικά σχόλια, Αθήνα, 2006, σ. 71).
Συνεπώς, η ιδιότητα της ελληνικής ιθαγένειας, στην περίπτωση που αυτή απονέμεται αθρόως, πρέπει να αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωμάτωσης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία και όχι το μέσο για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία αλλοδαπών, που ακόμη δεν έχουν αποκτήσει ελληνική συνείδηση (Βλ. αριθμ. 14 απόφ. ΣτΕ).
Ομοίως, παραγνωρίζεται το γεγονός, ότι με βάση το ελληνικό Σύνταγμα και την ελληνική συνταγματική παράδοση το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική (Βλ. αριθμ. 9 απόφ. ΣτΕ). Ο δε συνταγματικός νομοθέτης μεριμνά για τη συνέχεια του έθνους. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης υποχρεούται να οργανώνει εκπαίδευση, η οποία, μεταξύ άλλων, θα συμβάλλει στην ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, ενώ υποχρεούται να  μεριμνά  για τη λειτουργία κοινωνικού δικτύου υποστηρίξης του θεσμού της οικογένειας, «ως θεμελίου της συντήρησης και προαγωγής του ΄Εθνους» , κατά το άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. (Βλ. αριθμ. 8 απόφ. ΣτΕ).Είναι προφανές όμως ότι  οι παραπάνω επιταγές δεν εξυπηρετούνται από την  πρόβλεψη  αθρόας  ιθαγενοποίησης αλλοδαπών χωρίς εξατομικευμένα ουσιαστικά κριτήρια από τον επίμαχο νόμο.
Συγχρόνως, δεν προβάλλεται, ότι κατά την ελληνική συνταγματική παράδοση το έθνος απαρτίζεται και από τους Έλληνες της διασποράς” (Βλ αριθμ.9 αποφ. ΣτΕ).  Λόγω δε της εθνικής σημασίας που το κράτος απέδωσε στο θεσμό της ιθαγενείας, ρύθμισε πάντοτε με ευνοϊκό τρόπο της απόδοση της ιθαγένειας στους αλλοδαπούς ομογενείς σε σχέση πάντοτε με την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς (Βλ. αριθμ. 10 αποφ. ΣτΕ).
Τελος, φαίνεται ότι  πολλοί παράγοντες ενοχλούνται από το γεγονός, ότι το ΣτΕ έκρινε, πως με βάση το ελληνικό Σύνταγμα (ιδίως με συνδυασμό των άρθρων 1 παρ. 2 και 3, 52 και 102 παρ. 2 ) προκύπτει,  ότι οι εκλογές για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκηση έχουν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα εν όψει των αρμοδιοτήτων που ασκούν οι οργανισμοί αυτοί, αλλά και διότι η εκλογή αυτή ανάγεται στην πολιτική ζωή της χώρας γενικά. Αυτό εξάλλου αναγνωρίζεται από πάγια νομολογία, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και χωρών όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ιταλία κ.ο.κ..  Υπό αυτό το πρίσμα,  η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί λειτούργημα απαραίτητο για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει επομένως να θεωρείται δεδομένο, ότι κατά κανόνα η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας δε νοείται παρά μόνο, όταν αυτή  ασκείται από το λαό ως εκλογικό σώμα απαρτιζόμενο μόνο από τους έχοντες δικαίωμα ψήφου Έλληνες πολίτες και όχι από πολίτες που δεν έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. (Βλ. αριθμ. 25 απόφ. ΣτΕ).
Συνεπώς, τόσο η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, όσο και η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές αυτές επιφυλάσσεται μόνον στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ελληνική ιθαγένεια. Για να συμβεί αυτό απαιτείται η αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και επομένως δεν αρκεί από μόνη της η έκδοση νόμου. (Βλ. αριθμ. 25 απόφ. ΣτΕ).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η απόφαση δεν αμφισβητεί τη σχετική Οδηγία της ΕΕ , με βάση την οποία όλοι  οι πολίτες της ΕΕ απολαμβάνουν το  δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές σε οποιαδήποτε χώρα από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ  κατοικούν, με δεδομένο και το πλαίσιο οικονομικής και πολιτικης ολοκλήρωσης της ΕΕ. Αυτό όμως δεν πρέπει αυθαίρετα να συσχετίζεται με την εν γένει δυνατότητα απονομής του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε αλλοδαπους τρίτων χωρών.
Συμπερασματικά:
Οι επικριτές της πρόσφατης απόφασης του ΣτΕ, εμπνευστές και υποστηρικτές του επίμαχου νομοσχεδίου,  αλλά και υπεύθυνοι ενεργοί φορείς της κοινωνίας, αντί να ενοχλούνται από την εν λόγω απόφαση θα έπρεπε πρωτίστως,  ήδη εξ’αρχής, να είχαν ενοχληθεί από τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, η οποία  παρακάμπτωντας τη συνταγματική τάξη επιχειρεί με θεσμικά μετέωρες νομικές ρυθμίσεις να επιτρέψει, ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων, την είσοδο στην λαϊκή κοινότητα απροσδιόριστου αριθμού αλλοδαπών προσώπων, χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται η αυθαίρετη συγκρότηση του συνθετικού στοιχείου του Κράτους (δηλ. του ελληνικού λαού) και κατ’ επέκταση του εκλογικού σώματος  της χώρας. Μία πρακτική που σταδιακά οδηγεί σε αποσύνθεση της έννοιας του ελληνικού έθνους, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον σύγχρονο Καταστατικό Χάρτη της χώρας.

ΥΓ. 1. Η παράθεση στο ατυχές δημοσίευμα των “Νέων” της “γνώμης” του έγκριτου καθηγητή Κ. Χρυσόγονου είναι , κατά την άποψή μας, τρόπον τινά παραπλανητική. Και τούτο, διότι το αποσπασματικά παρατιθέμενο δημοσίευμα  ουδεμία σχέση έχει με την εν λόγω απόφαση και το πραγματευόμενο επίμαχο ζήτημα. Ο καθηγητής Χρυσόγονος,    όπως φαίνεται από το δημοσίευμα, ομιλεί μόνο για την αναγνώριση του εκλογικού δικαιώµατος στις νοµαρχιακές και δηµοτικές εκλογές στους πολίτες των άλλων κρατών-µελών της Ε.Ε. που κατοικούν στην Ελλάδα και όχι εν γένει σε αλλοδαπούς πολίτες με βαση τα κριτήρια του επίμαχου νόμου.
ΥΓ. 2.  Το δημοσίευμα των “Νέων” αναφέρει μάλλον ανακριβώς ότι: “Στις εκλογές του περασµένου Νοεµβρίου έλαβαν µέρος περίπου 12.000 αλλοδαποί πολίτες, εκ των οποίων περίπου οι µισοί ήταν οµογενείς“. Από άλλα δημοσιεύματα όμως μαθαίνουμε, ότι  στις εκλογές του Νοεμβρίου έλαβαν μέρος 12.756 αλλοδαποί, από τους οποίους μόνο 2.665 ήταν ομογενείς (Έθνος, 01.02.2011, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=53086950). Αποσιωπούν δε ότι το ελληνικό  δίκαιο ευνοεί κατά κανόνα την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε ομογενείς Έλληνες.  Είναι συνεπώς λογικά και συστηματικά ανακόλουθο οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε Έλληνες ομογενείς, που δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ελληνική ιθαγένεια, να εξομοιώνονται τρόπον τινά με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις αναγνώρισης εκλογικών δικαιωμάτων σε μη ομογενείς αλλοδαπούς, που διαμένουν στην Ελλάδα.
____________________________________________________________________
Ενδεικτικά ακολουθεί σχετικό δημοσίευμα των “Νέων”, ώστε ο αναγνώστης να βγάλει συγκριτικά τα δικά του συμπεράσματα.

Κάλπη-κη ελληνοπρέπεια

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ, ΣΙΛΑ ΑΛΕΞΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΜΟΥΤΟΥΣΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011
Σάλο προκαλεί απόφαση τµήµατος του Συµβουλίου της Επικρατείας που κρίνει αντισυνταγµατικό το δικαίωµα συµµετοχής των αλλοδαπών στις πρόσφατες εκλογές, χαρακτηρίζοντας ανίσχυρες τις διατάξεις του σχετικού νόµου. Σχολιάζοντας την απόφαση, κυβερνητικές πηγές έκαναν λόγο για «ολισθηρό πισωγύρισµα», που κινείται σε ακροδεξιά λογική. Ιδιαίτερα σκληρά ήταν τα σχόλια που ακούστηκαν για την απόφαση στη συνεδρίαση του λεγόµενου «διαθεσµικού» οργάνου, το οποίο συνεδρίασε χθες υπό την προεδρία του Γιώργου Παπανδρέου.
Η επταµελής σύνθεση του ∆’ Τµήµατος του ΣΤΕ έκρινε αντισυνταγµατικό τον Νόµο 3838/2010 κατ’ εφαρµογή του οποίου αλλοδαποί που διαµένουν στη χώρα µας έλαβαν την ελληνική ιθαγένεια και ακολούθως άσκησαν το εκλογικό δικαίωµα στις εκλογές του περασµένου Νοεµβρίου.
Οριστική απόφαση επί του κρίσιµου αυτού ζητήµατοςωστόσο, θα λάβει η Ολοµέλειατου ΣΤΕ, όπου παραπέµφθηκε η υπόθεση. Μόνο οι έλληνες πολίτες έχουν το δικαίωµα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και δεν µπορεί να επεκταθεί σε αλλοδαπούς χωρίς αναθεώρηση του Συντάγµατος, υποστηρίζουν οι σύµβουλοι Επικρατείας, σε αντίθεση µε τις ρυθµίσεις του επίµαχου νόµου, τις οποίες το ΣΤΕ χαρακτηρίζει ανίσχυρες ως αντίθετες προς τα άρθρα 1, 52 και 102 του Συντάγµατος. Στην υπ’ αριθµ. 350/2011 απόφαση το ∆’ Τµήµα του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου (πρόεδρος ο Σωτ. Ρίζος και εισηγητής ο σύµβουλος Επικρατείας Ε. Αντωνόπουλος) υπογραµµίζει ότι «η άσκηση του εκλογικού δικαιώµατος στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποτελεί λειτούργηµα απαραίτητο για την πραγµάτωση της λαϊκής κυριαρχίας, ως τοιαύτης νοουµένης της ασκούµενης από τον λαό ως εκλογικό σώµα απαρτιζόµενο µόνο από τους έχοντες δικαίωµα ψήφου έλληνες πολίτες».
Οπως αναφέρει η απόφαση του ΣΤΕ, ο συνταγµατικός νοµοθέτης «εµερίµνησε να διαφυλάξει την εθνική οµοιογένεια του κράτους, µεταξύ των άλλων, και διά της θεσπίσεως δικαίου ιθαγένειας, του οποίου οι ρυθµίσεις εβασίζοντο, κατ’ αρχήν, στο σταθερό κριτήριο του “δικαίου του αίµατος” (ius sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς»! Και σε άλλο σηµείο υποστηρίζει ότι στους αλλοδαπούς (που µετείχαν στις εκλογές) δόθηκε η ελληνική ιθαγένεια «χωρίς εξατοµικευµένη κρίση περί της συνδροµής τηςουσιαστικής προϋποθέσεωςτου δεσµού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ µέρους εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισµό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής συνειδήσεως».
Η υπόθεση θα κριθεί βεβαίως στην Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας, πλην όµως δηµιουργεί αίσθηση καθώς συµπίπτει µε την όξυνση του µεταναστευτικού και – σύµφωνα µε κυβερνητικά στελέχη – δεν είναι τυχαίο ότι εκδίδεται µόλις πέντε ηµέρες µετά την κατάληψη της Νοµικής από λαθροµετανάστες που προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στην κοινή γνώµη.
Μάλιστα, σύµφωνα µε κυβερνητικές πηγές, η απόφαση ουσιαστικά ανατρέπει ολόκληρη τη νοµοθεσία περί παροχής της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς, καθώς θεωρεί άκυρη και την παροχή ιθαγένειας σε παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς.
Στις εκλογές του περασµένου Νοεµβρίου έλαβαν µέρος περίπου 12.000 αλλοδαποί πολίτες, εκ των οποίων περίπου οι µισοί ήταν οµογενείς, προερχόµενοι από τη Bόρεια Ηπειρο, τις χώρες της ρωσικής συνοµοσπονδίας κ.λπ.
Τυχόν απόφαση της Ολοµέλειας του ΣΤΕ που θα κάνει αποδεκτή την απόφαση του ∆’ Τµήµατος του ΣΤΕ θα σηµάνει αυτόµατα την ακύρωση των δηµοτικών και νοµαρχιακών εκλογών, στις οποίες έλαβαν µέρος µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο αλλοδαποί.
ΓΝΩΜΗ Η ερµηνεία της καθολικότητας
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ
Η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώµατος στις νοµαρχιακές και δηµοτικές εκλογές στους πολίτες των άλλων κρατών-µελών της Ε.Ε. που κατοικούν στην Ελλάδα δεν προσκρούει στην καθολικότητα της ψηφοφορίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 102, παράγραφος 2 του Συντάγµατος. Η καθολικότητα θα πρέπει να ερµηνευθεί ότι δεν θέτει όριο προς τα πάνω, αλλά µόνο προς τα κάτω. Ο συντακτικός νοµοθέτης επιδιώκει δηλαδή να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν αδικαιολόγητοι αποκλεισµοί, µέσω ρυθµίσεων της κοινής εκλογικής νοµοθεσίας, πνευµατικά ώριµων ελλήνων πολιτών από το δικαίωµα της ψήφου. Αντίθετα,δεν εµποδίζεται ο κοινός νοµοθέτης να διευρύνει το εκλογικό σώµαµε τη συµµετοχή προσώπωντα οποία αποδεδειγµένα µετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τη διαχείριση των υποθέσεών της.
Ο Κώστας Χρυσογόνος είναι καθηγητής Συνταγµατικού ∆ικαίου στο Πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης
Τα ΝΕΑ, 02.02.2011

κανένα σχόλιο

Leave a Reply