Ολοκληρώνεται, δυστυχώς με παταγώδη αποτυχία, η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Για μια ακόμη φορά έμεινε στη σκιά το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος, με την ανατροπή των κατεστημένων και νοσηρών καταστάσεων.
Γι’ αυτό το λόγο, πιστεύω ότι ήλθε η ώρα να εγκαινιάσουμε έναν κύκλο διαλόγου μέσα από τον οποίο θα διαφανούν οι παθογένειες του συστήματος και θα υποβληθούν προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Στα πλαίσια αυτής της θεματικής ενότητας εισάγω ως θέμα συζήτησης τον επανακαθορισμό των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας και την ορθή κατανομή της πολιτικής ισχύος μεταξύ των επιμέρους παραγόντων του πολιτικού μας συστήματος.
Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής προτείνω να εξεταστούν τα ακόλουθα ζητήματα:
1. Ο ρόλος και οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας
2. Η επικράτηση κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και ιδίως μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986 του λεγομένου «πρωθυπουργο-κεντρικού» συστήματος.
3. Η προάσπιση της θεσμικής αυτονομίας των βουλευτών έναντι της Κυβέρνησης, των κομματικών μηχανισμών, αλλά κυρίως έναντι των εξωθεσμικών κέντρων οικονομικής ισχύος.
4. Η καταπολέμηση της πολιτικής ολιγαρχίας και της οικογενειοκρατίας που έχει επιβληθεί λόγω του μηχανισμού νομής της εκτελεστικής εξουσίας και της διατήρησης επί πολλά έτη των βουλευτικών αξιωμάτων.
5. Η ανάγκη καθιέρωσης ενός σταθερού και δίκαιου εκλογικού συστήματος.
Τα εν λόγω ζητήματα, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, γι’ αυτό και θεωρώ αρκετά δύσκολη της αποσπασματική αντιμετώπισή τους. Πρέπει δηλαδή, να παρουσιαστεί ένα συνολικό «πακέτο» συνταγματικής μεταρρύθμισης, που να απαντά αποτελεσματικά στο αίτημα για δημοκρατικότερη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος. Εντελώς ελλειπτικά, καταθέτω για περαιτέρω προβληματισμό και ανάλυση της ακόλουθες σκέψεις ή προτάσεις:
1. Για τη δημιουργία ενός οργάνου προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Το όργανο αυτό μπορεί να έχει τη μορφή Συνταγματικού Δικαστηρίου ή Συμβουλίου Δημοκρατίας, το οποίο θα εισηγείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την αιτιολογημένη αναπομπή των ψηφισμένων νομοσχεδίων στην Ολομέλεια της Βουλής.
2. Για την καθιέρωση του ασυμβιβάστου μεταξύ της ιδιότητας του Υπουργού ή του Πρωθυπουργού με εκείνη του Βουλευτή με την αμετάκλητη απώλεια της βουλευτικής έδρας σε περίπτωση υπουργοποίησης.
3. Για την καθιέρωση κωλύματος εκλογιμότητας των Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα (πχ 3ετία ή 5ετία) μετά τη λήξη της υπουργικής τους θητείας, ώστε να μην έχουν κίνητρο αλόγιστης ρουσφετολογίας με την προοπτική της κατάκτησης (ή ανάκτησης) της βουλευτικής έδρας.
4. Για την θέσπιση χρονικών ορίων ή περιορισμών εκλογής και επανεκλογής των βουλευτών. Ουδείς βουλευτής να μη μπορεί να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα μετά τη συμπλήρωση κάποιων (8 ή 10) ετών διαρκούς ή διακεκομμένου κοινοβουλευτικού βίου, παρά μόνο μετά την παρέλευση κάποιων (λ.χ. 5) ετών από τη λήξη της τελευταίας τους θητείας. Με τον τρόπο αυτό θα κτυπηθεί ακόμη περισσότερο (σε συνδυασμό με τα παραπάνω μέτρα - 2ο και 3ο) η πολιτική ολιγαρχία που αποκτά «ιδιοκτησιακή σχέση» με το βουλευτικό έδρανο.
5. Για την επανεξέταση των ρυθμίσεων περί βουλευτικής ασυλίας και του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
6. Για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων διενέργειας δημοψηφισμάτων με βάση τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
7 Για την εκ βάθρων αλλαγή του τρόπου εκλογής των βουλευτών και της χρηματοδότησης της προεκλογικής τους εκστρατείας. Στα πλαίσια αυτά προτείνω:
α) Την κατοχύρωση, με νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος, του συστήματος υπολογισμού της κοινοβουλευτικής δύναμης κάθε κόμματος και κατανομής των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες. Δηλαδή, με νόμο, που θα τροποποιείται, μόνο με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (λ.χ. 2/3) ή με την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
β) Την μείωση των βουλευτών από 300 σε 200 (με την προσθήκη ενδεχομένως λίγων βουλευτών επικρατείας και βουλευτών από την ομογένεια)
γ) Την εκλογή των βουλευτών σε 130 μονοεδρικές περιφέρειες. Με δεδομένο ότι δεν υποστηρίζω την ύπαρξη ενός πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, που θα εξαφάνιζε τα μικρά κόμματα, οι υπόλοιποι 70 βουλευτές θα κατανέμονται ως «υπεράριθμοι» στις εν λόγω μονοεδρικές με συγκεκριμένο τρόπο (που δε χρειάζεται να αναπτύξω τώρα) και με κριτήριο την αποκατάσταση της αναλογικής συμμετοχής στο κοινοβούλιο όλων των κομμάτων, που ξεπερνούν το πλαφόν του 3%.
δ) Την καθιέρωση του συστήματος του μοναδικού κομματικού υποψηφίου σε κάθε μονοεδρική περιφέρεια (με δύο ή τρεις επιλαχόντες) σε συνδυασμό με την κατάργηση της άμεσης ιδιωτικής προεκλογικής δαπάνης, εφόσον το κόμμα χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ο μοναδικός κομματικός υποψήφιος και οι επιλαχόντες, θα προβάλλονται με την ενσωμάτωση των βιογραφικών τους στα κομματικά φυλλάδια που θα εκδίδονται και θα χρηματοδοτούνται για κάθε περιφέρεια χωριστά, με την χρήση του τοπικού κομματικού δικτύου, κ.λ.π. Κατά την εκτίμησή μου η επιβάρυνση του προϋπολογισμού με τις δαπάνες των υποψηφίων μεταφράζεται σε μια αύξηση της συνολικής επιχορήγησης προς τα κόμματα της τάξεως του 10-20%. Μπορεί τα χρήματα να φαίνονται πολλά, αλλά κατά την άποψη μου ωχριούν μπροστά στα χρήματα που χάθηκαν στο βωμό της διαπλοκής των πολιτικών με οικονομικά συμφέροντα και της συνεπαγόμενης διασπάθισης του δημοσίου χρήματος σε συνεργασία με αυτά.
Σημειώνεται ότι η καθιέρωση του συστήματος εκλογής σε μονοεδρικές περιφέρειες δεν μπορεί να αποκοπεί από το μέτρο του χρονικού περιορισμού στην επανεκλογή των βουλευτών, γιατί διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε επ’ αόριστον «κατάληψη» της βουλής από τους τοπικούς κομματάρχες.
ε) Την -κατ’ εξαίρεση και για μία μόνο εκλογική αναμέτρηση- κρατική χρηματοδότηση της εκστρατείας των διαγραφέντων από τα κόμματά τους εν ενεργεία βουλευτών, που κατέρχονται ως ανεξάρτητοι στις εκλογές και επίσης, την κατ’ εξαίρεση εκλογή τους εφόσον βγουν πρώτοι στην μονοεδρική τους περιφέρεια (χωρίς δηλαδή να ισχύει γι’ αυτούς το όριο συγκέντρωσης του 3% των ψήφων στο σύνολο της χώρας). Το μέτρο αυτό το κρίνεται απολύτως επιβεβλημένο, αν ληφθεί υπόψη ότι με την επίκληση της «κομματικής πειθαρχίας» και τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής, οι βουλευτές μετατρέπονται σε πειθήνια όργανα των αρχηγών τους εκχωρώντας την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία λόγου και ψήφου με αντάλλαγμα την προοπτική επανεκλογής τους.
Οι παραπάνω σκέψεις και προτάσεις μου ελπίζω να αποτελέσουν το έναυσμα για μια εποικοδομητική συζήτηση σχετικά με τη λειτουργία του πολιτεύματός μας σήμερα και την προοπτική μεταρρύθμισής του.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.
8 Ιουνίου 2008 στις 4:28 μ.μ.
Όπως εύστοχα παρατήρησες το πολιτικό μας σύστημα σήμερα νοσεί. Και ο λόγος είναι ένας: δεν υπάρχει έλεγχος του κόμματος που βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός διορίζει στα υπουργεία όποιον θέλει χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις όποιες αυθαιρεσίες του, όλοι οι νόμοι ψηφίζονται με βάση την κομματική πειθαρχία και όχι τη βούληση των εκπροσώπων του λαού, ενώ αφορούν θέματα για τα οποία δεν ρωτήθηκε ο λαός (πχ. ευρώ, ταυτότητες, μετανάστες και αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης της χώρας, σχέδιο Ανάν, Σκόπια). Αν δε αποκαλυφθούν σκάνδαλα καλύπτονται από τη βουλευτική ασυλία ενώ τα κανάλια κάνουν τα στραβά μάτια αν ο ιδιοκτήτης τους τα βρει με το κόμμα.
Δημοψηφίσματα δεν γίνονται, από τον Πρόεδρο Δημοκρατίας αφαιρέθηκαν όλες οι αρμοδιότητες και οι όποιες αναθεωρήσεις του Συντάγματος εκτός από το ότι διαρκούν πλέον δεκαετίας, επειδή γίνονται από τα κόμματα ποτέ δεν πρόκειται να φέρουν κάποια σοβαρή αλλαγή.
Γι αυτό και έχουμε φτάσει στο σημείο που είμαστε σήμερα: δεν παράγουμε τίποτα (ούτε το φαγητό που τρώμε πέρα από ένα ελάχιστο ποσοστό- 5 εκατ. στρέμματα είναι ακαλιέργητα), το 20% των στρατοπέδων έχει διαλυθεί, ο 1 στους 3 είναι αλλοδαπός, δουλειές σπάνια βρίσκονται στον ιδιωτικό τομέα και πάντα με εξοντωτικές συνθήκες απασχόλησης (οι νέοι ετοιμάζονται για μετανάστευση) και το χειρότερο όποιος τολμήσει να μιλήσει για μία εθνική πολιτική θα θεωρηθεί φασίστας.
Η λύση είναι κατά την άποψή μου μία εκστρατεία ώστε ο λαός να μην ξαναπάει στις εκλογές μια που και αυτές κατάντησαν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για αυθαιρεσίες τους (όποιο κόμμα φύγει από την κυβέρνηση θεωρείται ότι τιμωρήθηκε για τα λάθη του, χωρίς να χρειάζεται πια εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας). Αλλάζουν τους υπεύθυνους με άλλα πρόσωπα και φτου και από την αρχή.
ΆΡΑ ΛΟΙΠΟΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΕΞΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: από τη στιγμή που οι Έλληνες εξακολουθούν να ψωνίζουν από τα σούπερ μάρκετ κάθε μέρα (ενώ μπορούν να καθιερώσουν κάποιες μέρες μη αγοράς πχ Τρίτες και Πέμπτες ώστε υποστεί ζημιά το κεφάλαιο) δεν έχουν το δικαίωμα να παραπονούνται για ακρίβεια.
Το ίδιο γίνεται και με τα κόμματα: από τη στιγμή που υπάρχουν Έλληνες που τα ψηφίζουν (ενώ μπορούν να απέχουν από τις κάλπες), σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή θα διαιωνιστεί όποιος νόμος ασπιρίνη και να ψηφιστεί. Γίνεται στις επόμενες εκλογές να μην πατήσει κανένας ως ένδειξη αποτυχίας του πολιτικού συστήματος; Αν οι Έλληνες κάνουν αυτό τότε θα δρομολογηθούν καλύτερες εξελίξεις. Και ας μην φοβάται κανείς για ακυβερνησία. Τότε θα αναδειχθεί η αξία του Προέδρου Δημοκρατίας ο οποίος ίσως τότε θα δώσει εντολή για νομοθετικά καθήκοντα σε πρόσωπα και όχι σε κόμματα ώστε αυτά να καταργηθούν.
Αυτά για αρχή. Θατα ξαναπούμε με περισσότερα στοχεία.